Tennessee Williams | Μάνος Χατζιδάκις | Κάρολος Κουν | Μελίνα Μερκούρη • Λεωφορείον Ο Πόθος [1954]

preview_player
Показать описание
🔔 Subscribe For More Music🔔

🔸 “Λεωφορείον ο Πόθος” του Tennessee Williams
🔸 Θέατρο Τέχνης
🔸 Μετάφραση: Νίκος Γκάτσος
🔸 Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
🔸 Σκηνοθεσία: Κάρολος Κουν
🔸 Ηθοποιοί: Μελίνα Μερκούρη
🔸 Ηχογράφηση: 1954
🔸 Παίζουν: Μελίνα Μερκούρη, Βασίλης Διαμαντόπουλος, Τόνια Καράλη, Δημήτρης Χατζημάρκος, Εκάλη Σώκου, Κώστας Μπάκας, Τασώ Καββαδία, Νίκος Μπιρμπίλης, Δημήτρης Μπάλλας

🔺 Σημείωμα Στον Δίσκο :
Μελίνα Μερκούρη: Η Μπλανς που αγάπησα, 1991
Ήμουν στο Εθνικό Θέατρο, με είχε ο Ροντήρης αλλά δεν με αξιοποιούσε. Ανέβασε τους Φοιτητές του Ξενόπουλου και φώναξε την Λαμπέτη. Ήμουν έξω φρενών, όταν ήρθε η Δώρα Στράτου, που με αγαπούσε, και μου είπε ότι υπάρχει ένας ρόλος για μένα καταπληκτικός σ' ένα νέο έργο του Τεννεσσή Ουίλλιαμς, που θ' ανεβάσει το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Μου το διάβασε και τρελάθηκα. Γοητεύθηκα, αλλά και φοβήθηκα, γιατί ήμουν πολύ νέα για Ντυμπουά. Ήταν όμως ένας φοβερός πειρασμός. Τρέχω και το λέω στον Ροντήρη. «Δεν θα φύγεις από εδώ, δεν σ' αφήνω», μου λέει. Επιμένω. Γίνεται έξω φρενών, γίνομαι και εγώ, τον αφήνω και βγαίνω από το θέατρο.
Έρχεται κι αυτός πίσω μου κι αρχίζουμε να τρέχουμε στο δρόμο προς την Ομόνοια! Κάποια στιγμή με πιάνει. «Δεν θα πας πουθενά!» μου λέει. «Θα πάω!», λέω, και κάνω μια κίνηση και του ξεφεύγω και γίνομαι Ντυμπουά!...
Την Μπλανς την κατάλαβα αμέσως. Την έπαιξα με το αριστερό μου χέρι εύκολα. Ό,τι έλεγε ο Κουν γινόταν, το καταλάβαινα, δεν χρειαζόταν να μου το ξαναπεί. Αλλά ήταν και μια ατμόσφαιρα μαγευτική εκεί στο Θέατρο Τέχνης, με όλους. Έπαθα ένα «Κου ντε φουντρ» κεραυνοβόλο έρωτα με ό,τι κάναμε.
----------------------------------------------------------------------
Ήταν μια καταπληκτική παράσταση. Ενθουσιασμός και από το κοινό και από τους κριτικούς. Μόνο στον Μάριο Πλωρίτη δεν άρεσα. Ήρθε κι ο Ροντήρης και μου έκανε πολλά κομπλιμέντα, «Έπαιξες την Μπλανς όπως σου είχα διδάξει εγώ την Οφηλία!», μου είπε. Το παίξαμε όλο το χειμώνα και το καλοκαίρι πήγαμε περιοδεία στην Αίγυπτο και την Κύπρο. Παντού θρίαμβος.
Η Ντυμπουά είναι ένα ευαίσθητο, ένα εύθραυστο και ανυπεράσπιστο πλάσμα, που έχει μέσα του μια τεράστια μαγεία. Ένα θύμα της απανθρωπιάς, που στο έργο αντιπροσωπεύεται από τον Στάνλεϋ Κοβάλσκυ, τον τύραννο της. Αγάπησα την Μπλανς, γιατί και εγώ είμαι πολύ ευάλωτη, κι ας μη μου φαίνεται. Έχω τις γωνιές μου, που είναι πολύ ευάλωτες. Τη σκληράδα την αντιμετωπίζω, την προστυχιά, την ωμότητα δεν μπορώ να τις αντιμετωπίσω. «Είχα πάντα εμπιστοσύνη στους ξένους», λέει κάποια στιγμή η Μπλανς, στο γιατρό - που πηγαίνει για να την οδηγήσει στο νοσοκομείο επειδή της μιλάει ευγενικά. Είναι πολύ συγκινητικό να σε κατοικεί ένα άτομο σαν την Μπλανς σου προσφέρει την ηδονή της μαγείας.
Το 1960 κι αφού είχα παίξει στο Γλυκό πουλί, βρέθηκα στην Νέα Υόρκη και συνάντησα τον Ουίλλιαμς για να του δώσω ένα γράμμα από τον Κουν. Του είπα ότι έχω ερμηνεύσει τις δύο ηρωίδες του. Με κοίταξε με δυσπιστία. «Γιά να δω τα χέρια σου», μου λέει. Του τα δείχνω. «Είσαι πολύ νέα για να παίξεις την ντε Λάγκο», μου λέει. «Μα την έπαιξα καλά»! αντιλέω.
«Όχι!», επιμένει. Δεν τον έπεισα...

Από συνέντευξη της Μελίνας Μερκούρη στον Δημήτρη Γκιώνη, Ελευθεροτυπία, 27.11.91

🎶 Συνέχεια στα σχόλια....
————————————————————————————————————————————
Credits:
Παραγωγή: ΕΡΤ Α.Ε. / ΕΡΑ Συντονισμός παραγωγής: Πέτρος Μάης
Τεχνική επεξεργασία ηχογραφήματος: Γιάννης Παπαδόπουλος
Επιμέλεια ηχογραφήματος: Δημήτρης Φραγκουδάκης
Καλλιτεχνική επιμέλεια: Δημήτρης Αρβανίτης
Επιμέλεια κειμένων, τυπογραφική διόρθωση: Μαρία Κυρτζάκη, Δανάη Λέκκα
Έκδοση: 1999
==============================================================================
===============================================================================
Рекомендации по теме
Комментарии
Автор

🔸Ο Γεράσιμος Σταύρου για το Λεωφορείον ο Πόθος, 1965
Τον Δεκέμβρη του 1947, πρωτοπαίχτηκε στη Νέα Υόρκη το Λεωφορείον ο Πόθος. Ο Τέννεσση Ουίλλιαμς είχε καθιερωθεί δύο χρόνια πριν με το Γυάλινο Θηριοτροφείο Γυάλινος κόσμος τιτλοφορήθηκε εδώ. Σχεδόν ταυτόχρονα, καθιερώθηκε αμέσως κι ο Άρθουρ Μίλλερ με το Ήταν όλοι τους παιδιά μου. Το Αμερικανικό θέατρο νιώθει κιόλας περήφανα και σίγουρο - φαίνεται να πέρασε τη μεγάλη δοκιμασία του πολέμου, ανανεώνοντας και προωθώντας τις δυνάμεις του
...
Ωστόσο, το Λεωφορείον ο Πόθος πάει πολύ πιο πέρα. Ο νέος Αμερικανός δραματουργός παρουσιάζεται 32 χρονώ, τότε σε πλήρη ωριμότητα. Η συγκλονιστική μορφή της Αμάντα του Θηριοτροφείου, βρίσκει την πιο ολοκληρωμένη δραματική έκφραση στην Μπλανς Ντυμπουά. Το σύγχρονο θέατρο σπάνια έδωσε ηρωίδα με τις ίδιες αναλογίες σε έκταση και βάθος. Αν ο Τέννεσση Ουίλλιαμς καταγράφει στ' αντιπροσωπευτικότερα έργα του όλους τους κυματισμούς της χτυπημένης γυναικείας ευαισθησίας σ' έναν κόσμο με αμείλιχτη σκληρότητα, η Μπλάνς παραμένει και για τον ίδιο, το αξεπέραστο πρότυπο.
Πλαίσιο του δράματος, μια λαϊκή γειτονιά της Νέας Ορλεάνης. Το κοινωνικό κλίμα του αμερικανικού Νότου ευνοεί, αλλά και φωτίζει έντονα, τις διερευνήσεις του συγγραφέα. Οι αντιθέσεις εκεί ορθώνονται με μεγαλύτερη οξύτητα. Υπόκωφοι κραδασμοί προειδοποιούν, αόριστα έστω, για μια επερχόμενη κατάρρευση. Τα παλιά αρχοντικά ερειπώθηκαν σαν να πέρασαν από πάνω τους αλλεπάλληλοι τυφώνες κι είναι τώρα σιωπηλά, πένθιμα, ξεχασμένα σε απέραντους βαλτότοπους...
Από ένα τέτοιο αρχοντικό θα ξεκινήσει ανυπεράσπιστη κι η Μπλάνς, απ' το πατρικό χτήμα «Μπελ Ρεβ». Σ' αυτό θάφτηκαν τα μεγάλα όνειρα, οι ωραιότερες προσδοκίες. Σ' αυτό έσβησαν οι πρόγονοι και κηδεύτηκαν μέσα σε φτωχικά νεκροσέντουκα. Το τέλος σφραγίστηκε με την άγρια επιδρομή δικαστικών κλητήρων. Κι απόμεινε το «Μπελ Ρεβ», φρικιαστικό τοπίο μιας χαμένης αμετάκλητα μάχης.
Ναυαγισμένη, καταδιωγμένη σαν πουλί από τρομερή θύελλα, θα φτάσει στη λαϊκή γειτονιά της Νέας Ορλεάνης, η Μπλανς Ντυμπουά. Βρίσκεται και στην κρίσιμη ηλικία - ρυτίδες σημαδεύουν το πρόσωπο. Δεν έχει άλλο αποκούμπι από το σπίτι της μικρότερης αδελφής της, της Στέλλας, που ξέκοψε νωρίς απ' το «Μπελ Ρεβ» και παντρεύτηκε εδώ έναν «λαϊκό τύπο», τον πολωνικής καταγωγής Στάνλεϋ Κοβάλσκυ. Ετούτη ζει ανυποψίαστη για ό, τι έγινε - προσαρμόστηκε άνετα μέσα στη συζυγική κρεβατοκάμαρα. Δεν αναζητεί τίποτα περισσότερο.
Στην ίδια γειτονιά συμφύονται Νέγροι, Μεξικάνοι. Κι οι αδελφές Ντυμπουά είναι γαλλικής καταγωγής. Η «πανσπερμία» τούτη καθορίζει ένα ανθρώπινο υλικό αναφομοίωτο, χωρίς ενότητα. Κι αυτό επιτείνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στα πρόσωπα. Τα κυριότερα σημεία επαφής είναι εκείνα που δεν χαρακτηρίζουν τις πιο εξελιγμένες κοινωνίες. Πότε πότε θαρρείς κι επιβιώνουν οι αχαλίνωτες εκρήξεις μιας προϊστορικής αγέλης...
Η «εισβολή» της Μπλανς εδώ, η παρουσία της, είναι σαν ανοιχτή, απροσχημάτιστη πρόκληση - κυρίως για τον Στάνλεϋ, τον γαμπρό της. Τόση ευαισθησία, εσωτερική καλλιέργεια, αρχοντιά, ερεθίζει, προσβάλλει τους αυτάρκεις. Αλλά δεν είναι μόνο η ψυχική και πνευματική ανωτερότητα. Η Μπλανς αντιμάχεται τις διαψεύσεις της πραγματικότητας με μια πυρπολημένη φαντασία, με την ψευδαίσθηση του ονείρου που μεγεθύνει την απόσταση από τους άλλους, οδηγεί στο χάος και κάνει την πρόκληση ακόμα πιο αιχμηρή. Απ' την πρώτη στιγμή μαντεύουμε πως επίκειται σφοδρή αναμέτρηση, πόλεμος εξοντωτικός ανάμεσα στην Μπλανς και στον Στάνλεϋ. Εκείνη αντιστέκεται στις επιθέσεις με περηφάνια, νιώθοντας πως δίνει με την ζωή την τελευταία της, αποφασιστική μάχη. Όσο και να πιέζεται απ' την ανάγκη, όσες ταπεινώσεις και να δοκίμασε, δεν θα επιτρέψει στον «βρωμοπολωνέζο» καθώς αποκαλεί τον Στάνλεϋ να της φερθεί άσχημα. Σ' ένα της ξέσπασμα θα του βροντοφωνάξει πως έμεινε αγροίκος, μια καθυστερημένη ανθρώπινη μορφή στην εξέλιξη του πολιτισμού.
Εκείνος, ωστόσο, ακριβώς γιατί έμαθε να μετράει την αξία του ανθρώπου μόνο από τα υλικά του αντικρίσματα στον καθημερινό βίο τον στερημένο από εξάρσεις, ανησυχίες, ιδανικά, ψάχνει να ανακαλύψει τα πιο «τρωτά» σημεία της Μπλανς για να χτυπήσει - και βρίσκει άφθονα -, εφαρμόζοντας έναν χοντροκομμένο «ηθικό κώδικα». Πιστεύει στη σωματική του υγεία, όπως τ' άγρια ζώα. Δεν έχει άλλο εφόδιο. Μα οι επιθέσεις του εναντίον της Μπλανς είναι ταυτόχρονα και άμυνα αγώνας αυτοσυντήρησης.
Η Μπλανς πάλι δεν χάρηκε, στερήθηκε το υλικό βάρος της ύπαρξής της, απαραίτητο για να ισορροπεί με το ψυχικό και πνευματικό κάθε ολοκληρωμένη συνείδηση. Ενδόμυχα ίσως οι δύο αντίπαλοι μάχονται να συντρίψουν εκείνο που τους έλειψε τον ίδιο τους τον εαυτό. Τελικά και οι δύο θα βγουν νικημένοι, έστω κι αν δεν το καταλάβουν. Η Μπλανς, γιατί καταλήγει με
σαλεμένο το λογικό σε νευρολογική κλινική. Ο Στάνλεϋ, γιατί δεν υποψιάζεται το έρεβος που τον περιβάλλει και τον διαπερνάει κατάβαθα στο είναι του.
Όταν η αναμέτρηση κορυφώνεται κι επέρχεται η καταστροφή, ο συγγραφέας, στις σημειώσεις του κειμένου, υπογραμμίζει την ανάγκη ν' ακούγονται τα ουρλιαχτά της ζούγκλας, πυροβολισμοί ανθρώπων που κυνηγιούνται, σειρήνες αυτοκινήτων. Στο ίδιο το δράμα συγκρούονται «ανά πάσαν στιγμή» τέτοιες και τόσες πανίσχυρες δυνάμεις, ώστε δεν χρειάζονται κανενός είδους «καρυκεύματα». Τα ουρλιαχτά, οι πυροβολισμοί, οι σειρήνες, είναι ο απόηχος αυτού του κόσμου, που, μέσα από τη μεγαλύτερή του σκληρότητα ή απελπισία, εκπέμπει ένα σήμα κινδύνου για όλους...

Γεράσιμος Σταύρου, Θέατρο '65

rythmography
Автор

🔸[1/2] Η Μελίνα Μερκούρη θυμάται την Μπλανς Ντυμπουά..., 1983
Με τον Ροντήρη, το θέατρο δεν ήταν απλό επάγγελμα. Ήταν αφοσίωση. Έδινες όρκους. Ντυνόσουν καλόγρια. Και πάλι εκείνες οι ιδιαίτερες πρόβες που κρατούσαν ώς τις πέντε το πρωί. Μελετούσα. Μελετούσα συνεχώς ώσπου κατάλαβα ότι μελετούσα μόνο και δεν έπαιζα. Ναι, είπε ο Ροντήρης, θα γινόμουν μεγάλη τραγική ηθοποιός αλλά όχι ακόμα. Ήταν κάτι που το είχα ξανακούσει. Έπαιξα πολλούς ρόλους αλλά μόνο για κείνον. Ποτέ για το κοινό. Αυτό εξακολουθούσε. Άρχισα να νιώθω σαν ένα τοπίο που αρνιόταν να το εκθέσει ο ζωγράφος, σαν ένα μάρμαρο που δεν ήθελε να πουλήσει ο γλύπτης. Ίσως ήταν κολακευτικό. Ίσως δεν ήταν. Όπως και νά 'χει το πράγμα άρχισε να μου στρίβει.
Τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν όταν ήρθε να μου μιλήσει η Δώρα Στράτου.
Την εποχή που ήρθε να με δει, πατρονάριζε έναν καινούριο θεατρικό θίασο. Είχε ιδρυθεί απ' τον Κάρολο Κουν, που είχε έρθει απ' την Κωνσταντινούπολη. [...] Ο Κουν την είχε στείλει για να μου ζητήσει να παίξω το ρόλο της Μπλανς στο Λεωφορείο ο Πόθος.
«Ω Θεέ μου!», είπα, «την Μπλανς!».
«Πρέπει να ξέρεις το ρόλο της Μπλανς», λέει η Δώρα και με κοιτάζει απορημένη γιατί κλαίω.
«Αν ξέρω την Μπλανς»; είπα κλαίγοντας με λυγμούς. «Είμαι η Μπλανς. Αλλά δεν μπορώ να την παίξω».
«Δεν μπορείς να την παίξεις;» λέει η Δώρα.
«Ο Ροντήρης δεν θα με συγχωρούσε ποτέ».
«Δεν θα συγχωρήσεις ποτέ τον εαυτό σου αν δεν την παίξεις».
«Δεν μπορώ».
«Είσαι ανόητη».
«Δεν μπορώ». Και ξαναγύρισα στη μελέτη. Αν η Μαργαρίτα μου απ' τον Φάουστ ξανάρχιζε να κάνει τρύπες στο χαλί, η Μπλανς μού 'τρωγε τα σωθικά. Τότε ο Πάνος είχε την καλοσύνη να σπάσει το πόδι του. Το σπασμένο αυτό κόκαλο με έκανε τελικά να παίξω την Μπλανς. Χρειαζόταν κάποια εγχείρηση. Ο Πάνος αποφάσισε να την κάνει στη Λοζάνη. Μου ζήτησε να πάω μαζί του. Ζήτησα απ' τον Ροντήρη να μου δώσει άδεια. Αρνήθηκε. Το ζήτησα ξανά, λέγοντας πως θα τέλειωνα μια για πάντα το φτιάξιμο των δοντιών μου. Οι άνθρωποι που με κοίταζαν αντικειμενικά έλεγαν πάντα πως είχα πολύ με γάλο στόμα. Οι πιο ευγενικοί άνθρωποι το τοποθετούσαν πιο λεπτά. Έλεγαν πως είχα γενναιόδωρο στόμα, αλλά δεν έβρισκαν ευγενικό τρόπο για να περιγράψουν τα πεταχτά μου δόντια. Ένα μεγάλο στόμα με πεταχτά δόντια ήταν πολύ. Ο Ροντήρης είπε: «Οι Ελβετοί έχουν εξαιρετικούς οδοντογιατρούς. Πήγαινε να φτιάξεις τα δόντια σου. Θα βελτιωθεί ή άρθρωσή σου».
Χίλια μίλια μακριά απ' το υπνωτιστικό βλέμμα του Ροντήρη, καθισμένη σ' έναν πάγκο και κοιτάζοντας τη Λίμνη της Γενεύης, μονολογώ.
Δούλεψε προς τα πίσω, Μελίνα». Αυτό μου λέει ο Ροντήρης. Λέει: «Σκέψου, ψάξε, ανάλυσε. Η ηθοποιός πρέπει να βρει την ακριβή εικόνα του ρόλου. Έπειτα βήμα με βήμα (τοιχοποιία, δομική) γίνεται βαθμιαία αυτή η εικόνα. Στους τρόπους, στην ομιλία και στις κινήσεις. Είναι μια μακριά, προσεχτική διαδικασία. Διαλέγει και απορρίπτει. Κάνεις πρόβες. Τελικά, όταν εσύ κι η εικόνα γίνετε ένα, θά 'χεις μάθει τέλεια το ρόλο».
Ο Ροντήρης έχει δίκιο, αλλά δεν μου ταιριάζει αυτός ο τρόπος. Πρέπει να ξεκινήσω απέξω και να προχωρήσω προς τα μέσα. Αν μπορώ να περπατήσω όπως το πρόσωπο του ρόλου, να καθίσω όπως κάθεται, να γυρίσω το χέρι μου όπως εκείνη, οι κινήσεις βουλιάζουν κάτω απ' το δέρμα, μέχρι το κόκαλο κι έτσι συναντάω το ρόλο. Στις πρόβες του έργου Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα, δυσκολεύτηκα λίγο. Έπειτα κάτι που είπε ένα ηθοποιός μ' έκανε να γυρίσω το κεφάλι μου, αργά, προς το πλάι και προς τα κάτω. Τη στιγμή εκείνη βρήκα τη Λαβίνια.

rythmography
Автор

[2/2/][...] Λοιπόν, ο Ροντήρης το ονομάζει αυτό δουλειά απέξω προς τα μέσα. Εγώ λέω: «Αν ο σκοπός είναι να μπω μέσα και πρέπει να μπω σκαρφαλώνοντας απ' το παράθυρο, ποια είναι η διαφορά αφού θα φτάσω εκεί;» «Λάθος. Μελίνα, λάθος». Σε προειδοποιεί εναντίον της επιπολαιότητας, εναντίον της φυσικής υποκρισίας. Λέει πως αν αρχίσεις απ' την επιφάνεια μένεις εκεί.
«Δεν είναι επιφάνεια. Απλώς αν φορέσω το καπέλο του κλόουν απ' την αρχή, αυτό με βοηθάει να γίνω κλόουν».
«Οι κλόουν είναι για το τσίρκο».
«Και τι στραβό υπάρχει στο τσίρκο;»
«Τίποτα. Αλλά δεν βρίσκεσαι στο τσίρκο. Βρίσκεσαι στο θέατρο».
Γι' αυτό με κρατάει κλειδωμένη να μελετάω και αρνιέται να μ' αφήσει να εμφανισθώ μπροστά στο κοινό; Είναι αλήθεια πως απέχω τόσο πολύ απ' το να είμαι έτοιμη; Μήπως πρέπει να γίνω ολοκληρωμένη ηθοποιός πριν ξαναπατήσω το πόδι μου στη σκηνή; Αυτό είναι τρέλα. Ο μόνος τρόπος εξέλιξης είναι να δουλέψεις, να παίξεις μπροστά σε κοινό. Να μεγαλώσεις απ' την επιτυχία, να μάθεις απ' την αποτυχία. Πρέπει να το ξέρει αυτό. Γιατί δεν μ' αφήνει να παίξω;
Περίμενε ένα λεπτό. Ίσως είναι ερωτευμένος μαζί μου και η αγάπη για τον Ροντήρη είναι κατοχή. Όχι, δεν είναι ερωτευμένος μαζί μου. Είναι ερωτευμένος με τον Πυγμαλίωνα. Χρειάζεται τη Γαλάτειά του. Δεν θέλω να είμαι η Γαλάτεια. Θέλω να είμαι η Μπλανς. Αυτό είναι. Το έβγαλες από μέσα σου. Αυτό είναι το θέμα ολόκληρου αυτού του μονόλογου. Δεν είναι πως θέλεις να ελευθερωθείς απ' τον Ροντήρη. Θέλεις να είσαι ελεύθερη να παίξεις την Μπλανς.
Σωστά, Μελίνα. Σωστά, κύριε Ροντήρη. Σωστά, Λίμνη της Γενεύης. Θέλω να παίξω την Μπλανς.
Το κόκαλο του Πάνου έχει κολλήσει. Τα δόντια μου είναι ίσια. Αλλά ο Ροντήρης δεν έχει αλλάξει. Όταν ανέφερα δειλά την Μπλανς, γινόταν έξαλλος. Και μόνο η ιδέα ήταν προδοσία απέναντί του. Δεν θα παίξω την Μπλανς ή οτιδήποτε άλλο στο θέατρο του Κουν. Αυτό το θέατρο είναι φιδοφωλιά. Τι διάβολο τον ενδιαφέρει τον Κουν για τις βασικές τεχνικές της ηθοποιίας; Το θέατρο πρέπει να είναι ναός. Με τον Κουν είναι το κυνήγι της επιτυχίας σύμφωνα με τη μόδα. Ξέχασε την Μπλανς. Ξέχασε τον Κουν.
Και για δεύτερη φορά η Μελίνα δοκιμάζει ν' αυτοκτονήσει. Τρέχω να ριχτώ κάτω απ' τις ρόδες του τραμ που έρχεται, με τον Ροντήρη να με κυνηγάει. Με πιάνει και με κρατάει γερά στην αγκαλιά του. Ένας αστυνομικός και μερικοί περαστικοί μαζεύονται γύρω μας. Ακούν τον Ροντήρη να λέει : «Εντάξει, Μελίνα. Μπορείς να παίξεις την Μπλανς. Αλλά να θυμάσαι όλα όσα σου έμαθα και να την παίξεις καλά».
Το θέατρο του Κουν και το θέατρο του Ροντήρη – δυο διαφορετικοί κόσμοι. Ο Ροντήρης ήταν ο κλασικός, ο οπαδός του τέλειου. Κυβερνούσε το Εθνικό Θέατρο σαν δεσπότης. Ήταν η μόνη φωνή. Η κρίση του ήταν υπέρτατη. Κανείς δεν θα τολμούσε να του πάει κόντρα, να προτείνει μια διαφορετική ιδέα. Ο Κουν, πρωτοπόρος, νεωτεριστής, ήταν ανοιχτός σ' όλους τους ανθρώπους, σε όλες τις ιδέες. Θα σκεφτόταν πραγματικά μια πρόταση του ηλεκτρολόγου της σκηνής. Ο Ροντήρης ήταν αυστηρός κι απαιτητικός. Ο Κουν δούλευε σε μια ατμόσφαιρα ζεστασιάς και διασκέδασης. Η αγάπη κυλούσε από τον Κουν προς τους άντρες, τις γυναίκες, τις γάτες, τους σκύλους. Είχε μεγάλη επίδραση στους νέους και το καινούριο νέο ταλέντο της Ελλάδας προσελκύσθηκε φυσικά κοντά του. Ο νέος συνθέτης, ο Μάνος Χατζιδάκις, που τον ανακάλυψε η Δώρα Στράτου, ο ποιητής Γκάτσος, που μετέφρασε τον Λόρκα, ο ζωγράφος Τσαρούχης, η σκηνογράφος Βαχλιώτη, όλοι έρχονταν στον Κουν.
Η αυλαία έπεσε μετά την πρεμιέρα του Λεωφορείο ο Πόθος. Έγινε σιωπή για μια στιγμή, κι ύστερα μια θύελλα από χειροκροτήματα. Χειροκροτούσαν όρθιοι. Ακούσθηκαν ζητωκραυγές. Ζητωκραυγές για τον ποιητή, τον Τέννεση Ουίλλιαμς, για τον σκηνοθέτη, τον Κάρολο Κουν, για το συνθέτη της μουσικής, τον Μάνο Χατζιδάκι, για την ηθοποιό που έπαιζε την Μπλανς. Όταν το κοινό ξέσπασε σε ρυθμικές κραυγές «Μελίνα - Μελίνα - Μελίνα» γέμισα τη σκηνή δάκρυα. Και μέσα στα δάκρυά μου είδα μόνον έναν άντρα, να στέκεται και να χειροκροτεί. Ήταν ο Ροντήρης. Παρά το μίσος του για τη «φιδοφωλιά», είχε έρθει να με δει να παίζω την Μπλανς. Και τώρα τα δάκρυά μου έφταναν για τη σκεπάσουν ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ο Ροντήρης ήρθε στο καμαρίνι μου. «Έκλεψες την Ηλέκτρα, αλλά...» Κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι του τρεις τέσσερεις φορές, «...αλλά ήσουν καλή. Πολύ καλή».
Μελίνα Μερκούρη, Γεννήθηκα Ελληνίδα, 1983

rythmography
welcome to shbcf.ru