Ακροναυπλία - Κατερίνα Τσιρίδου (Σολίστ Νίκος Τατασόπουλος / Audio Official Release / Γ. Τσιαντής )

preview_player
Показать описание
Βιβλίο & CD " Χάραμα Καισαριανής, Μετρονόμος Φεβρ. 2023
Τραγούδι: Κατερίνα Τσιρίδου
Μουσική - στίχοι: Γιάννης Τσιαντής
Βίντεο / πλάνα από τα ντοκιμαντέρ "Μνήμες Φυλακών Ακροναυπλίας του Ν. Καβουκίδη και " Φυλακές Ακροναυπλίας" του Δ. Μουρατίδη
Μπουζούκι & σολιστικός μπαγλαμά: Νίκος Τατασόπουλος
Κιθάρα : Νίκος Πρωτόπαπας
Κρουστά - μπαγλαμάς: Κατερίνα Τσιρίδου
Ηχογράφηση: Studio Fleeze
Mix-Mastering: Άκης Γκολφίδης
Ενορχήστρωση: Νίκος Πρωτόπαπας - Γιάννης Τσιαντής
"Χάραμα Καισαριανής" / Επιλέξτε την υπηρεσία μουσικής που προτιμάται:

Ακροναυπλία
Νύχτα χλωμή στην Ακροναυπλία
Απ’ το κελί μου θωρώ τα πλοία
Ξαστέρωσέ μου θάλασσα το βράδυ
Αστροφεγγιά μου αμόλα παραγάδι
Απ’ την Ανάφη φόρτωσαν καμπόσους
Ψες φέραν από Φολέγανδρο συντρόφους

Έχω αγνάντι την Αργολίδα
Παιδιά, γυναίκα χρόνια δεν είδα
Ξαστέρωσέ μου θάλασσα το βράδυ
Αστροφεγγιά μου αμόλα παραγάδι
Στέλνουν τον Γιώργη μέσα στο Χαϊδάρι
Το παν για εκτέλεση το παλικάρι

Γύρω μου βλέπω γκρεμνά και βράχια
στην πέτρα φύτρωσαν δυο στάχυα
Ξαστέρωσέ μου θάλασσα το βράδυ
Αστροφεγγιά μου αμόλα παραγάδι
Τι κι αν πεθαίνουμε από τη πείνα
μας περιμένει στερνά η γκιλοτίνα

Απόσπασμα από το Βιβλίο & CD " Χάραμα Καισαριανής"

Ήταν 10 του Απρίλη όταν ο Φώτης βγήκε από την απομόνωση όπου βρισκόταν για πάνω από έναν μήνα. Ο τριαντάχρονος δάσκαλος άρπαξε πλευρίτη. Όταν γύρισε στον θάλαμο τα μαλλιά και το μουστάκι του είχαν χάσει το μαύρο τους χρώμα. Είχανε μια ψαθί απόχρωση, όπως αυτή του χώματος και της νέκρας. Το στέρνο είχε βαθουλιάσει από τον χτικιόβηχα και το δέρμα του σούρωσε από την αφυδάτωση και την πείνα. Τρέξανε όλοι να τον αγκαλιάσουν. Ο Φώτης ίσα που πρόλαβε να σηκώσει την αριστερή γροθιά του και σωριάστηκε καταγής.
- Ξύπνα, έχεις επισκεπτήριο. Το γυναικωτό σου σε ψάχνει.
Του φώναξε ο φύλακας.
Οι σύντροφοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και χωρίς να ανταλλάξουνε κουβέντα πέσανε πάνω του να τον συνεφέρουν στα γρήγορα μην ανταμώσει τη γυναίκα του σε αυτά τα χάλια. Δυο-τρεις τον ντύνανε και τον ξυρίζανε, ενώ ο Νίκος τού έδινε αλατόνερο για να κορδωθεί. Ο Στέλιος πήρε λίγη καρβουνόσκονη και του άλειφε μουστάκι και κροτάφους. Ο Αυγέρης τον παρφουμάριζε με μια λεμονόκουπα και ο Ναπολέων μύρωνε τις βουρδουλιές με ένα μικρό κομμάτι γλίνας. Ο Φώτης έριξε ένα τρεμουλιαστό χαμόγελο, σηκώθηκε όρθιος και τράβηξε για το επισκεπτήριο.
- Φώτη, μάτια μου! Τι σου κάναν οι τρισκατάρατοι, μωρέ;
- Α… α… άντεξα!
Της είπε με μια λιγόψυχη μονολεξιά και σφράγισε τα χείλια του.
Πίσω από εκείνο το αγκαθωτό συρματόπλεγμα που ίσα-ίσα χώραγε ένα αντίδωρο, επικράτησε σιωπή και λυγμός. Γραδώσανε τα χέρια τους με λύσσα και κρατήθηκαν σφιχτά από τα ακροδάχτυλα που έσταζαν αίμα, σκουριά και τέτανο. Η Άννα κόλλησε τα χείλια της στο πλέγμα και τα δάκρυά της ξεπλένανε τις αμυχές από τα σιδερόγκαθα. Ο Φώτης «κύφωσε» κι αυτός στα χείλια της. Πήραν μαζί μια βαθιά ανάσα για να κρατήσουν μακριά τον πόνο από τα βελόνια μέχρι να γευτούν το φιλί μιας άπνοιας ζωής. Κράτησαν μισό λεπτό. Τα χείλια σκίστηκαν και τα μάγουλα τρυπήθηκαν. Η Άννα ακούμπησε με δύναμη τη γροθιά στο στόμα της, σαν το βουλοκέρι που σφραγίζει το σύμφωνο της παντοτινής αγάπης...

Ο Φώτης γύρισε στο κελί του. Όλο το βράδι κάθισε δίπλα από το παράθυρο κοιτάζοντας τις γραμμές των οριζόντων για να ημερέψει… της θάλασσας και του ουρανού. Άφησε το νου του να ταξιδέψει στη γυναίκα και το μικροπαίδι του ψιθυρίζοντας ασταμάτητα δυο λέξεις και ένα παρατεταμένο φύσημα σαν του αγέρα.
«Σας αγαπώ! Φουουου…»
Λες και πίστεψε ότι οι λέξεις του αμολήθηκαν από τον κάβο, απόκτησαν καρίνα και πανιά και σαλπάρισαν αγάλι-αγάλι προς Αθήνα ποντάροντας στο ανεμολόγιο ενός μαΐστρου. Μετά από ώρα σταμάτησε να μουρμουρίζει και να ξεφυσάει. Ξάφνου χαμογέλασε, σούφρωσε τα χείλη και έγειρε τα χέρια του στο προσκέφαλο, λες και φίλαγε και καληνύχτιζε το μονάκριβο παιδί του. Ύστερα σηκώθηκε και στάθηκε στο παράθυρο αγναντεύοντας τον γιαλό και έχοντας α λα μπρατσέτα το ένα του χέρι στον αέρα, όπως εκείνα τα αγκαλιασμένα αντρόγυνα που σουλατσάρουν κάθε ηλιόγερμα στο περιγιάλι αναπνέοντας έρωτα και αστροφεγγιά. Ο Φώτης άρχισε να σκαλίζει το χέρι του με ένα μυτερό καρβουνιασμένο κομμάτι ξύλου, σα να ήθελε να χαράξει ένα μήνυμα σε εκείνη την αμμουδιά του ονείρου. Αποκοιμήθηκε δίπλα από το παράθυρο. Οι σύντροφοι δεν τον σηκώσανε. Μόνο του ρίξανε ένα κουβερλί σαν τον πήρε ο ύπνος για τα καλά. Το πρωί που σηκώθηκε το χέρι του ήταν μελανιασμένο, γανωμένο, γεμάτο ξεραμένα αίματα. Πήρε μια βρεγμένη πετσέτα και καθάρισε τις μουτζούρες από το αντιβράχιο. Η καρβουνιά έφυγε αλλά έμεινε μια αχνή χάραξη μες στο δέρμα ποτισμένη κάρβουνο και αίμα, αφήνοντας ένα περιγραμμικό σκίτσο με δυο φιγούρες αγκαλιασμένες, όπου τα μπλεγμένα πόδια τους κατέληγαν να είναι οι ρίζες ενός δέντρου… του δέντρου της ζωής.
Рекомендации по теме
welcome to shbcf.ru