filmov
tv
Πάμε ξανά Καισαριανή - Κατερίνα Τσιρίδου (Official Audio Release / Γ. Τσιαντής - Δ. Λέντζος )

Показать описание
Βιβλίο & CD " Χάραμα Καισαριανής, Μετρονόμος Φεβρ. 2023
Τραγούδι: Κατερίνα Τσιρίδου
Μουσική: Γιάννης Τσιαντής, Στίχοι: Δημήτρης Λέντζος
Φωνητικά: Τάσος Γιαννούσης, Γιάννης Τσιαντής & Νίκος Πρωτόπαπας
Μπουζούκι, τζουρά, στρέλα και μπαγλαμά: Τάσος Γιαννούσης
Κιθάρα: Νίκος Πρωτόπαπας, Ακορντεόν: Δήμος Βουγιούκας
Κρουστά: Κατερίνα Τσιρίδου
Ηχογράφηση: Studio Fleeze / Mix-Mastering: Άκης Γκολφίδης
Ενορχήστρωση: Νίκος Πρωτόπαπας - Γιάννης Τσιαντής
Ζωγραφικό έργο: Κώστας Βλαχόπουλος
"Χάραμα Καισαριανής" / Επιλέξτε την υπηρεσία μουσικής που προτιμάται:
ΠΑΜΕ ΞΑΝΑ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ
Φόρεσε πάλι τα καλά σου
κι ας είναι καθημερινή
άστα λυμένα τα μαλλιά σου
και πάμε στην Καισαριανή
που ‘χει ακόμη στις αυλές της
γεράνια και βασιλικούς
άσπρος στον τοίχο ο ασβέστης
σβήνει τους μαύρους τους καιρούς
R…
Κι αν έκλεισε το Χάραμα
πάμε στου Κορακάκη
που ‘χει τραγούδια μάλαμα
σαν σπίρτο και προσάναμμα
φτιαγμένα με μεράκι
Βάλε στα χείλη κοκκινάδι
κόψε κι ανθάκια γιασεμί
και πάμε και αυτό το βράδυ
μ όλη τη μνήμη μας υγρή
Εκεί στη μάντρα που θυμάται
και τόσα χρόνια δεν ξεχνά
όποιος το δίκιο συλλογάται
δεν σκύβει ούτε προσκυνά
Απόσπασμα από το βιβλίο " Χάραμα Καισαριανής"
Έφτασα κοντά στην είσοδο. Αντηχούσε ένα ορχηστρικό καμηλιέρικο του Βασίλη. Με καλωσόρισαν στην πόρτα χωρίς να με ρωτήσουνε εάν έχω κάνει κράτηση και τα τοιαύτα. Καλή διασκέδαση μου είπανε και πέρασα μέσα…
Οι νότες του Τσιτσάνη σε χτένιζαν από πάνω μέχρι κάτω. Καθαρές και στακάτες, χωρίς να ακούγεται από τα γύρω τραπέζια χάβρα αλλά μήτε και ψίθυροι. Στο κέντρο καθισμένος ο Βασίλης. Ξερακιανός με λεπτά και μακριά δάχτυλα, όπως οι άγιοι στα ξωκλήσια. Η κάθε μελωδία του και ένα απόσταγμα από Βυζάντιο και νεότερη Ελλάδα. Ο κιθαρίστας Γιάννης Δέδες και η Βαγγελιώ Μαργαρώνη στο πιάνο δεν λείψανε ποτέ από δίπλα του, ακόμα και μέχρι τα τελευταία του. Το μαγαζί ήταν ήδη γεμάτο, μα κόσμος έμπαινε ακόμα. Στην πίστα είχε ήδη σηκωθεί μια παρέα και χόρευε αργά και δωρικά ένα σερβικάκι που μίλαγε για έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Τα μπροστινά και κεντρικά τραπέζια ήταν φίσκα από αγκαλιαστές παρέες. Κοίταγα δεξιά-αριστερά και προς τις άκρες μπας και δω κανέναν μαγκούφη. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε έναν πενηντάρη που τα έπινε μόνος του. Πλησίασα διακριτικά, και με ευγένεια τον ρώτησα αν είναι ο κύριος Νίκος. Μου χαμογέλασε και μου έκανε νόημα με τα μάτια να κάτσω στην απέναντί του καρέκλα. Στα πρώτα πέντε λεπτά δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Προσπάθησα, δηλαδή, να συστηθώ αλλά με στόπαρε απότομα γιατί μόλις είχε αρχίσει το κουπλέ… «Περνούν οι ώρες θλιβερές σ’ ένα παλιό ρολόι, κι ’γώ τους αναστεναγμούς τους παίζω κομπολόι».
Μου ’βαλε ουίσκι στο ποτήρι. Το τσούγκρισε κιόλας, άναψε ένα τσιγάρο κι άρχισε να τραγουδάει με βροντερή φωνή το ρεφρέν, μαζί με το υπόλοιπο μαγαζί!
«Αντιλαλούνε τα βουνάάά , σαν κλαίω εγώώώ τα δειλινάάά».
Το κέντρο σειότανε από τον αναστεναγμό του καθενός. Σαν εκκλησίασμα. Όπως το εδάφιο «Χριστός Ανέστη» που ψέλνουμε με δύναμη και πίστη για να ξορκίσουμε τον θάνατο. Το βίωμα ήταν ορατό στο πρόσωπό του. Η έκφραση πρόδιδε βάσανα αλλά ταυτόχρονα και σθένος. Το δικό μου θάρρος εξαφανίστηκε. Μετάνιωσα που ήρθα να τον συναντήσω. Ήθελα να κρυφτώ μαζί με το μυστικό του πατέρα μου. Ήπια σφήνα το ουίσκι και εκείνος μου το ξαναγέμισε. Με το που τελείωσε το τραγούδι δεν με ρώτησε πώς με λένε, παρά μονάχα εάν χορεύω. Δεν τον ευχαρίστησα. Του είπα με ειλικρίνεια ότι δεν έχω τολμήσει να χορέψω ποτέ. Με κοίταξε με λύπηση.
Ήπια απανωτά δυο σφηνοπότηρα. Ο κύριος Νίκος χόρευε με προσήλωση και με τα χέρια του να αιωρούνται, όπως ο μαέστρος που διευθύνει το έργο της ζωής του. Σηκώθηκα όρθιος. Στο χέρι μου κρατούσα τα άφιλτρα Santé και το γράμμα. Έκανα δυο βήματα προς την πίστα και κοντοστάθηκα. Ο κύριος Νίκος μού έκανε νεύμα να συνεχίσω. Πήρα μια βαθιά ανάσα και βρέθηκα στην πίστα αντίκρυ του…
«Εκρίζωση θέλω! Μ’ ακούς! Να κοπεί αυτή η κακοριζιά από το χέρι του ίδιου του παιδιού του», φώναξα και του πρόσφερα τα Santé και το γράμμα.
Ο κύριος Νίκος κοκκάλωσε τον χορό. Με κοίταξε συντετριμμένος. Τα μάτια του βούρκωσαν και τα δάκρυα αυλάκωσαν το καταπονημένο του πρόσωπο. Έβαλε το πακέτο στη χούφτα του, διάβασε από μέσα του τις αράδες του Γληνού, και το φίλησε.
Με πλησίασε μες στα μούτρα μου και με ξανακοίταξε μες στα μάτια. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Άνοιξε το πακέτο και τράβηξε δυο τσιγάρα. Το ένα το έβαλε στο στόμα του και το άλλο στο δικό μου. Ένα ξεραμένο χαρμάνι σαράντα ετών. Έβγαλε τον αναπτήρα και άναψε τα Santé. Πήραμε μια βαθιά τζούρα και κλείσαμε τα μάτια μας. Ζαλιστήκαμε από το βαρύ φορτίο που κουβαλούσε αυτό το πακέτο. Μας μέθυσε πόνο. Μας λύγισε τα γόνατα από την πίσσα. Μας έκανε να βήξουμε τον καρκίνο της ιστορίας.
Τα χέρια μας παίρναν δειλά δειλά τον ανήφορο και την ανάταση. Τα πόδια μας άρχισαν να βηματίζουν στον απτάλικο ρυθμό του Τσιτσάνη. Οι φιγούρες απλές και δωρικές. Οι στροφές μας ομοιόμορφες όπως ο κύκλος της ζωής.
Χορέψαμε αργά και αντικριστά σαν τους πολεμιστές του χρέους και της Ειρήνης!
Τραγούδι: Κατερίνα Τσιρίδου
Μουσική: Γιάννης Τσιαντής, Στίχοι: Δημήτρης Λέντζος
Φωνητικά: Τάσος Γιαννούσης, Γιάννης Τσιαντής & Νίκος Πρωτόπαπας
Μπουζούκι, τζουρά, στρέλα και μπαγλαμά: Τάσος Γιαννούσης
Κιθάρα: Νίκος Πρωτόπαπας, Ακορντεόν: Δήμος Βουγιούκας
Κρουστά: Κατερίνα Τσιρίδου
Ηχογράφηση: Studio Fleeze / Mix-Mastering: Άκης Γκολφίδης
Ενορχήστρωση: Νίκος Πρωτόπαπας - Γιάννης Τσιαντής
Ζωγραφικό έργο: Κώστας Βλαχόπουλος
"Χάραμα Καισαριανής" / Επιλέξτε την υπηρεσία μουσικής που προτιμάται:
ΠΑΜΕ ΞΑΝΑ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ
Φόρεσε πάλι τα καλά σου
κι ας είναι καθημερινή
άστα λυμένα τα μαλλιά σου
και πάμε στην Καισαριανή
που ‘χει ακόμη στις αυλές της
γεράνια και βασιλικούς
άσπρος στον τοίχο ο ασβέστης
σβήνει τους μαύρους τους καιρούς
R…
Κι αν έκλεισε το Χάραμα
πάμε στου Κορακάκη
που ‘χει τραγούδια μάλαμα
σαν σπίρτο και προσάναμμα
φτιαγμένα με μεράκι
Βάλε στα χείλη κοκκινάδι
κόψε κι ανθάκια γιασεμί
και πάμε και αυτό το βράδυ
μ όλη τη μνήμη μας υγρή
Εκεί στη μάντρα που θυμάται
και τόσα χρόνια δεν ξεχνά
όποιος το δίκιο συλλογάται
δεν σκύβει ούτε προσκυνά
Απόσπασμα από το βιβλίο " Χάραμα Καισαριανής"
Έφτασα κοντά στην είσοδο. Αντηχούσε ένα ορχηστρικό καμηλιέρικο του Βασίλη. Με καλωσόρισαν στην πόρτα χωρίς να με ρωτήσουνε εάν έχω κάνει κράτηση και τα τοιαύτα. Καλή διασκέδαση μου είπανε και πέρασα μέσα…
Οι νότες του Τσιτσάνη σε χτένιζαν από πάνω μέχρι κάτω. Καθαρές και στακάτες, χωρίς να ακούγεται από τα γύρω τραπέζια χάβρα αλλά μήτε και ψίθυροι. Στο κέντρο καθισμένος ο Βασίλης. Ξερακιανός με λεπτά και μακριά δάχτυλα, όπως οι άγιοι στα ξωκλήσια. Η κάθε μελωδία του και ένα απόσταγμα από Βυζάντιο και νεότερη Ελλάδα. Ο κιθαρίστας Γιάννης Δέδες και η Βαγγελιώ Μαργαρώνη στο πιάνο δεν λείψανε ποτέ από δίπλα του, ακόμα και μέχρι τα τελευταία του. Το μαγαζί ήταν ήδη γεμάτο, μα κόσμος έμπαινε ακόμα. Στην πίστα είχε ήδη σηκωθεί μια παρέα και χόρευε αργά και δωρικά ένα σερβικάκι που μίλαγε για έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Τα μπροστινά και κεντρικά τραπέζια ήταν φίσκα από αγκαλιαστές παρέες. Κοίταγα δεξιά-αριστερά και προς τις άκρες μπας και δω κανέναν μαγκούφη. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε έναν πενηντάρη που τα έπινε μόνος του. Πλησίασα διακριτικά, και με ευγένεια τον ρώτησα αν είναι ο κύριος Νίκος. Μου χαμογέλασε και μου έκανε νόημα με τα μάτια να κάτσω στην απέναντί του καρέκλα. Στα πρώτα πέντε λεπτά δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Προσπάθησα, δηλαδή, να συστηθώ αλλά με στόπαρε απότομα γιατί μόλις είχε αρχίσει το κουπλέ… «Περνούν οι ώρες θλιβερές σ’ ένα παλιό ρολόι, κι ’γώ τους αναστεναγμούς τους παίζω κομπολόι».
Μου ’βαλε ουίσκι στο ποτήρι. Το τσούγκρισε κιόλας, άναψε ένα τσιγάρο κι άρχισε να τραγουδάει με βροντερή φωνή το ρεφρέν, μαζί με το υπόλοιπο μαγαζί!
«Αντιλαλούνε τα βουνάάά , σαν κλαίω εγώώώ τα δειλινάάά».
Το κέντρο σειότανε από τον αναστεναγμό του καθενός. Σαν εκκλησίασμα. Όπως το εδάφιο «Χριστός Ανέστη» που ψέλνουμε με δύναμη και πίστη για να ξορκίσουμε τον θάνατο. Το βίωμα ήταν ορατό στο πρόσωπό του. Η έκφραση πρόδιδε βάσανα αλλά ταυτόχρονα και σθένος. Το δικό μου θάρρος εξαφανίστηκε. Μετάνιωσα που ήρθα να τον συναντήσω. Ήθελα να κρυφτώ μαζί με το μυστικό του πατέρα μου. Ήπια σφήνα το ουίσκι και εκείνος μου το ξαναγέμισε. Με το που τελείωσε το τραγούδι δεν με ρώτησε πώς με λένε, παρά μονάχα εάν χορεύω. Δεν τον ευχαρίστησα. Του είπα με ειλικρίνεια ότι δεν έχω τολμήσει να χορέψω ποτέ. Με κοίταξε με λύπηση.
Ήπια απανωτά δυο σφηνοπότηρα. Ο κύριος Νίκος χόρευε με προσήλωση και με τα χέρια του να αιωρούνται, όπως ο μαέστρος που διευθύνει το έργο της ζωής του. Σηκώθηκα όρθιος. Στο χέρι μου κρατούσα τα άφιλτρα Santé και το γράμμα. Έκανα δυο βήματα προς την πίστα και κοντοστάθηκα. Ο κύριος Νίκος μού έκανε νεύμα να συνεχίσω. Πήρα μια βαθιά ανάσα και βρέθηκα στην πίστα αντίκρυ του…
«Εκρίζωση θέλω! Μ’ ακούς! Να κοπεί αυτή η κακοριζιά από το χέρι του ίδιου του παιδιού του», φώναξα και του πρόσφερα τα Santé και το γράμμα.
Ο κύριος Νίκος κοκκάλωσε τον χορό. Με κοίταξε συντετριμμένος. Τα μάτια του βούρκωσαν και τα δάκρυα αυλάκωσαν το καταπονημένο του πρόσωπο. Έβαλε το πακέτο στη χούφτα του, διάβασε από μέσα του τις αράδες του Γληνού, και το φίλησε.
Με πλησίασε μες στα μούτρα μου και με ξανακοίταξε μες στα μάτια. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Άνοιξε το πακέτο και τράβηξε δυο τσιγάρα. Το ένα το έβαλε στο στόμα του και το άλλο στο δικό μου. Ένα ξεραμένο χαρμάνι σαράντα ετών. Έβγαλε τον αναπτήρα και άναψε τα Santé. Πήραμε μια βαθιά τζούρα και κλείσαμε τα μάτια μας. Ζαλιστήκαμε από το βαρύ φορτίο που κουβαλούσε αυτό το πακέτο. Μας μέθυσε πόνο. Μας λύγισε τα γόνατα από την πίσσα. Μας έκανε να βήξουμε τον καρκίνο της ιστορίας.
Τα χέρια μας παίρναν δειλά δειλά τον ανήφορο και την ανάταση. Τα πόδια μας άρχισαν να βηματίζουν στον απτάλικο ρυθμό του Τσιτσάνη. Οι φιγούρες απλές και δωρικές. Οι στροφές μας ομοιόμορφες όπως ο κύκλος της ζωής.
Χορέψαμε αργά και αντικριστά σαν τους πολεμιστές του χρέους και της Ειρήνης!