filmov
tv
Σκοπευτήριο - Γιάννης Χαραλαμπάκης / β' φωνή Κατερίνα Τσιρίδου (Oficial Audio Release HQ)

Показать описание
Βιβλίο & CD " Χάραμα Καισαριανής, Μετρονόμος Φεβρ. 2023
Τραγούδι: Γιάννης Χαραλαμπάκης, β΄ φωνή Κατερίνα Τσιρίδου
Μουσική: Γιάννης Τσιαντής
Στίχοι: Τάσος Κακλαμάνης
Πρωτομαγιά 1944, Σκοπευτήριο Καισαριανής
Μπουζούκια: Γιάννης Χαραλαμπάκης
Κιθάρα : Νίκος Πρωτόπαπας
Ακορντεόν: Δήμος Βουγιούκας
Κρουστά: Δημήτρης Σταματέλος
Ηχογράφηση: Studio Fleeze
Mix-Mastering: Άκης Γκολφίδης
" Χάραμα Καισαριανής " / Επιλέξτε την υπηρεσία μουσικής που προτιμάται:
Ενορχήστρωση: Νίκος Πρωτόπαπας - Γιάννης Τσιαντής
Ζωγραφικό έργο: Κώστας Βλαχόπουλος
Σκοπευτήριο
Χαϊδάρι Σκοπευτήριο
Γερμανικό κομβόι
Της μάνας σα μαρτύριο
ακούς το μοιρολόι
R...
Κι ένα αγόρι τάζοντας
Το βλέμμα του σε εμένα
Δεν θέλω λέει τινάζοντας
Τα μάτια μου δεμένα
Τα νειάτα δε τα χάρηκε
Φυτεύτηκε στο χώμα
Το κόκκινο δε φθάρηκε
Γαρύφαλο στο στόμα
Πάνω απ´ το Σκοπευτήριο
Διακόσια περιστέρια
Στήσανε χορό μυστήριο
Μπήξαν Θεού νυστέρια
Απόσπασμα από το Βιβλίο& CD " Χάραμα Καισαριανής "
" Χαϊδάρι – Σκοπευτήριο Καισαριανής, Πρωτομαγιά ’44
Ξημέρωνε Πρωτομαγιά…
Η ανακοίνωση της εκτέλεσης διακοσίων κρατουμένων ως αντίποινα για τον θάνατο του Γερμανού στρατηγού και των τριών αξιωματικών στους Μολάους είχε δημοσιευτεί στον κατοχικό τύπο μια ημέρα πριν. Για τον κάθε Γερμανό δολοφονηθέντα, πενήντα κρατούμενοι. Οι Ακροναυπλιώτες κρατούμενοι λες και μυρίστηκαν τον θάνατό τους. Στο μπλοκ των μελλοθάνατων συγκεντρώθηκαν από νωρίς το απόγευμα στον θάλαμο και αποχαιρετίζονταν με τραγούδια και χορό. Ένα ολόκληρο στρατόπεδο, μέσα από τα καγκελωτά παραθύρια, κραύγαζε ολονυχτίς συνθήματα, αναθεματισμούς και παρηγοριά. «Καλή αντάμωση, αδέλφιααα», άκουγες να ξεστομίζεται από τα γύρω μπλοκ. «Σ’ αγαπώ Δημήτρηηη», τράνταζαν τα αναφιλητά των γυναικείων κελιών. «Θα το ’βρετε από τον γιο μου» αναφωνούσαν οι νεαροί μπαμπάδες. «Να ’ναι γλυκό το βόλι», ψιθύρισε ο Παύλος και σώπασε. Τον θάνατο τον αντίκριζαν με ένα περίεργο σθένος που δεν ικέτευε χαριστήρια αλλά αντιλαμβανόταν τη θυσία ως πανανθρώπινη διακονία. Οι σύντροφοι αγκαλιαστήκανε και πιαστήκανε ο ένας από το χέρι του αλλουνού. Κάμποσοι με δάκρυα αποχαιρετισμού, άλλοι με βλέμμα μεθυστικής έκστασης και άλλοι τόσοι με μιαν έκφραση αποστολικής πληρότητας, χόρευαν ηπειρώτικα, τσάμικα, ποντιακά και κρητικά. Ένας βηματισμός ελευθερίας που έρχεται από τα βάθη των αιώνων, λες και είναι κυτταρικό χαρακτηριστικό του Ρωμιού που έμαθε να θυσιάζεται με τέρψη και κυκλωτικό χορό. Όπως εκείνος ο συρτός στα γκρέμνια των γυναικών του Ζαλόγγου και εκείνων των γυναικόπαιδων της Νάουσας που πνίγηκαν στον ποταμό. Σαν εκείνο το τσάμικο που σου δίνει δύναμη και λεβεντιά πριν την μεγάλη έξοδο του Μεσολογγίου. Όπως το τραγούδι της τάβλας πριν το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων.
Ο Παύλος καθότανε μονάχος του με τα μάτια πρησμένα από αγωνία και άδειασμα. Ο Σουκατζίδης τον πλησίασε και του έσφιξε τον ώμο.
- Τι σκέφτεσαι, Παύλο;
- Τίποτα, χαμένος είμαι.
- Τράβα να χορέψεις. Θα σε ανακουφίσει. Θέλει γλέντι το φευγιό.
- Πώς μπορείτε, ρε Ναπολέων;
- Έρχεται μονάχο του. Ο Έλληνας γλεντά τη ζωή και τον θάνατο.
- Δε σε πικραίνει που αφήνεις πίσω τους δικούς σου;
- Ποιος σου είπε ότι η πίκρα και το μαράζι δεν τραγουδιούνται και δεν χορεύονται;
- Και εγώ που δεν έχω κανέναν, πλέον, πίσω; Για ποιον να στροφάρω;
- Για σένα και για αυτούς που θα συναντήσεις. Να φύγεις ανάλαφρος, πλήρης και χορτάτος από συναίσθημα και σεβντά.
- Έχεις μάθει τη λίστα, γιαυτό μού τα λες. Λέγε! Είμαι μέσα;
- Δεν έμαθα. Το πρωί θα ανακοινωθούν τα ονόματα. Δεν βγάζει, όμως, πουθενά να κάθεσαι μονάχος και να τυραννιέσαι. Άσε τις τελευταίες ώρες να σε συντροφεύσουν αδελφοσύνη και συμπόνεση. Δεν φεύγουμε μόνοι μας!
- Η στερνή ώρα! Αυτό είναι που με σακατεύει. Δεν χόρτασα τη γαμημένη τη ζωή. Θέλω να γνωρίσω τον κόσμο, να ερωτευτώ, να κάνω παιδιά, ρε Ναπολέων. Δεν είμαι ούτε τριάντα χρονών.
- Μπορεί να είμαι εγώ. Μπορεί και ο διπλανός. Μπορεί και εσύ. Ακόμα και όλοι μας. Το αποχαιρετιστήριο, όμως, θα το χορέψουμε όλοι μαζί! Είτε εμείς για τα καλοτάξιδα του αδελφού μας, είτε οι σύντροφοι για τη δική μας καλή ανάπαυση...
Τα καμιόνια βάλαν μπρος τις μηχανές.
Δέκα φορτηγά φορτωμένα με τους διακόσους ξεκίνησαν το οδοιπορικό προς το σκοπευτήριο της Καισαριανή. Στον δρόμο οι αγωνιστές φώναζαν συνθήματα και πετούσαν πληθώρα από σημειώματα, ρούχα, ακόμα και κομμάτια από ύφασμα, δίνοντας στη θυσία τους μια θέση ονοματεπώνυμης ύπαρξης. Τα σημειώματα δεν ήταν ούτε δακρύβρεχτα ούτε παρακαλετά. Είχαν μια γραφή ηρωισμού, ξεσηκωμού, και ενός σιγαλού αντίο προς τη μάνα, τον πατέρα, τη γυναίκα, το παιδί. Σαν λίπασμα από μερικές αράδες που πέσανε στην αθηναϊκή γη για να ψηλώσουν και να γιατρέψουν ανάστημα και σωθικά.
Τα φορτηγά περάσανε την Βασιλίσσης Σοφίας και μπήκανε Φορμίωνος αφήνοντας πίσω τους μια μαύρη σκόνη και κάτι αιωρούμενα χαρτάκια που πέφτανε στο έδαφος όπως τα φθινοπωρινά επιθανάτια φύλλα... "
Τραγούδι: Γιάννης Χαραλαμπάκης, β΄ φωνή Κατερίνα Τσιρίδου
Μουσική: Γιάννης Τσιαντής
Στίχοι: Τάσος Κακλαμάνης
Πρωτομαγιά 1944, Σκοπευτήριο Καισαριανής
Μπουζούκια: Γιάννης Χαραλαμπάκης
Κιθάρα : Νίκος Πρωτόπαπας
Ακορντεόν: Δήμος Βουγιούκας
Κρουστά: Δημήτρης Σταματέλος
Ηχογράφηση: Studio Fleeze
Mix-Mastering: Άκης Γκολφίδης
" Χάραμα Καισαριανής " / Επιλέξτε την υπηρεσία μουσικής που προτιμάται:
Ενορχήστρωση: Νίκος Πρωτόπαπας - Γιάννης Τσιαντής
Ζωγραφικό έργο: Κώστας Βλαχόπουλος
Σκοπευτήριο
Χαϊδάρι Σκοπευτήριο
Γερμανικό κομβόι
Της μάνας σα μαρτύριο
ακούς το μοιρολόι
R...
Κι ένα αγόρι τάζοντας
Το βλέμμα του σε εμένα
Δεν θέλω λέει τινάζοντας
Τα μάτια μου δεμένα
Τα νειάτα δε τα χάρηκε
Φυτεύτηκε στο χώμα
Το κόκκινο δε φθάρηκε
Γαρύφαλο στο στόμα
Πάνω απ´ το Σκοπευτήριο
Διακόσια περιστέρια
Στήσανε χορό μυστήριο
Μπήξαν Θεού νυστέρια
Απόσπασμα από το Βιβλίο& CD " Χάραμα Καισαριανής "
" Χαϊδάρι – Σκοπευτήριο Καισαριανής, Πρωτομαγιά ’44
Ξημέρωνε Πρωτομαγιά…
Η ανακοίνωση της εκτέλεσης διακοσίων κρατουμένων ως αντίποινα για τον θάνατο του Γερμανού στρατηγού και των τριών αξιωματικών στους Μολάους είχε δημοσιευτεί στον κατοχικό τύπο μια ημέρα πριν. Για τον κάθε Γερμανό δολοφονηθέντα, πενήντα κρατούμενοι. Οι Ακροναυπλιώτες κρατούμενοι λες και μυρίστηκαν τον θάνατό τους. Στο μπλοκ των μελλοθάνατων συγκεντρώθηκαν από νωρίς το απόγευμα στον θάλαμο και αποχαιρετίζονταν με τραγούδια και χορό. Ένα ολόκληρο στρατόπεδο, μέσα από τα καγκελωτά παραθύρια, κραύγαζε ολονυχτίς συνθήματα, αναθεματισμούς και παρηγοριά. «Καλή αντάμωση, αδέλφιααα», άκουγες να ξεστομίζεται από τα γύρω μπλοκ. «Σ’ αγαπώ Δημήτρηηη», τράνταζαν τα αναφιλητά των γυναικείων κελιών. «Θα το ’βρετε από τον γιο μου» αναφωνούσαν οι νεαροί μπαμπάδες. «Να ’ναι γλυκό το βόλι», ψιθύρισε ο Παύλος και σώπασε. Τον θάνατο τον αντίκριζαν με ένα περίεργο σθένος που δεν ικέτευε χαριστήρια αλλά αντιλαμβανόταν τη θυσία ως πανανθρώπινη διακονία. Οι σύντροφοι αγκαλιαστήκανε και πιαστήκανε ο ένας από το χέρι του αλλουνού. Κάμποσοι με δάκρυα αποχαιρετισμού, άλλοι με βλέμμα μεθυστικής έκστασης και άλλοι τόσοι με μιαν έκφραση αποστολικής πληρότητας, χόρευαν ηπειρώτικα, τσάμικα, ποντιακά και κρητικά. Ένας βηματισμός ελευθερίας που έρχεται από τα βάθη των αιώνων, λες και είναι κυτταρικό χαρακτηριστικό του Ρωμιού που έμαθε να θυσιάζεται με τέρψη και κυκλωτικό χορό. Όπως εκείνος ο συρτός στα γκρέμνια των γυναικών του Ζαλόγγου και εκείνων των γυναικόπαιδων της Νάουσας που πνίγηκαν στον ποταμό. Σαν εκείνο το τσάμικο που σου δίνει δύναμη και λεβεντιά πριν την μεγάλη έξοδο του Μεσολογγίου. Όπως το τραγούδι της τάβλας πριν το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων.
Ο Παύλος καθότανε μονάχος του με τα μάτια πρησμένα από αγωνία και άδειασμα. Ο Σουκατζίδης τον πλησίασε και του έσφιξε τον ώμο.
- Τι σκέφτεσαι, Παύλο;
- Τίποτα, χαμένος είμαι.
- Τράβα να χορέψεις. Θα σε ανακουφίσει. Θέλει γλέντι το φευγιό.
- Πώς μπορείτε, ρε Ναπολέων;
- Έρχεται μονάχο του. Ο Έλληνας γλεντά τη ζωή και τον θάνατο.
- Δε σε πικραίνει που αφήνεις πίσω τους δικούς σου;
- Ποιος σου είπε ότι η πίκρα και το μαράζι δεν τραγουδιούνται και δεν χορεύονται;
- Και εγώ που δεν έχω κανέναν, πλέον, πίσω; Για ποιον να στροφάρω;
- Για σένα και για αυτούς που θα συναντήσεις. Να φύγεις ανάλαφρος, πλήρης και χορτάτος από συναίσθημα και σεβντά.
- Έχεις μάθει τη λίστα, γιαυτό μού τα λες. Λέγε! Είμαι μέσα;
- Δεν έμαθα. Το πρωί θα ανακοινωθούν τα ονόματα. Δεν βγάζει, όμως, πουθενά να κάθεσαι μονάχος και να τυραννιέσαι. Άσε τις τελευταίες ώρες να σε συντροφεύσουν αδελφοσύνη και συμπόνεση. Δεν φεύγουμε μόνοι μας!
- Η στερνή ώρα! Αυτό είναι που με σακατεύει. Δεν χόρτασα τη γαμημένη τη ζωή. Θέλω να γνωρίσω τον κόσμο, να ερωτευτώ, να κάνω παιδιά, ρε Ναπολέων. Δεν είμαι ούτε τριάντα χρονών.
- Μπορεί να είμαι εγώ. Μπορεί και ο διπλανός. Μπορεί και εσύ. Ακόμα και όλοι μας. Το αποχαιρετιστήριο, όμως, θα το χορέψουμε όλοι μαζί! Είτε εμείς για τα καλοτάξιδα του αδελφού μας, είτε οι σύντροφοι για τη δική μας καλή ανάπαυση...
Τα καμιόνια βάλαν μπρος τις μηχανές.
Δέκα φορτηγά φορτωμένα με τους διακόσους ξεκίνησαν το οδοιπορικό προς το σκοπευτήριο της Καισαριανή. Στον δρόμο οι αγωνιστές φώναζαν συνθήματα και πετούσαν πληθώρα από σημειώματα, ρούχα, ακόμα και κομμάτια από ύφασμα, δίνοντας στη θυσία τους μια θέση ονοματεπώνυμης ύπαρξης. Τα σημειώματα δεν ήταν ούτε δακρύβρεχτα ούτε παρακαλετά. Είχαν μια γραφή ηρωισμού, ξεσηκωμού, και ενός σιγαλού αντίο προς τη μάνα, τον πατέρα, τη γυναίκα, το παιδί. Σαν λίπασμα από μερικές αράδες που πέσανε στην αθηναϊκή γη για να ψηλώσουν και να γιατρέψουν ανάστημα και σωθικά.
Τα φορτηγά περάσανε την Βασιλίσσης Σοφίας και μπήκανε Φορμίωνος αφήνοντας πίσω τους μια μαύρη σκόνη και κάτι αιωρούμενα χαρτάκια που πέφτανε στο έδαφος όπως τα φθινοπωρινά επιθανάτια φύλλα... "
Комментарии