filmov
tv
Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΛΟΙΜΟΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ, ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ.

Показать описание
Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΛΟΙΜΟΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Εὔτακτός τε ἦν τὴν δίαιταν οὕτως ὥστε πολλάκις Ἀθήνησι λοιμῶν γενομένων μόνος οὐκ ἐνόσησε.
Ο Σωκράτης, είχε την ζωή του (δίαιτα) σε απόλυτη τάξη και πειθαρχία (εὔτακτος), σε τέτοιον βαθμό που ενώ πολλές φορές οι Αθηναίοι προσβλήθηκαν από διάφορους λοιμούς, αυτός ήταν ο μόνος που δεν νόσησε.
εὔτακτος = τηρώ στην ζωή μου τάξη και μέτρο. Πειθαρχώ, δεν κάνω αταξίες.
δίαιτα = τρόπος ζωής, προκαθορισμένος ιατρικά ή υγειονομικά τρόπος ζωής.
λοιμός = ονομασία κάθε επιδημίας που προέρχεται από γνωστή ή άγνωστη μολυσματική ασθένεια, η οποία συνήθως είναι θανατηφόρα.
(Α.) Οὗτος μέντοι πεινῶν οὕτως οὐπώποτ’ ἔτλη κολακεῦσαι.
Ο Σωκράτης (οὗτος) ακόμα και αν δεν έχει τίποτε να φάει (πεινῶν), θα υπομείνει χωρίς διαμαρτυρία αυτή την κατάσταση (ἔτλη) και δεν πρόκειται να ζητήσει ποτέ από κανέναν (οὐπώποτ’) να του δώσει,
κολακεύοντάς τον.
τλάω = υπομένω δυσχέρειες και δυσκολίες.
Ἔλεγέ τε τοὺς μὲν ἄλλους ἀνθρώπους ζῆν ἵν’ ἐσθίοιεν•
Εξάλλου, ως προς το θέμα του φαγητού, συνήθιζε να λέει πως όλοι οι άλλοι (ἄλλους) άνθρωποι θεωρούν ότι ο βασικός λόγος που ζουν (ζῆν) είναι για να τρώνε (ἐσθοίεν).
αὐτὸν δὲ ἐσθίειν ἵνα ζῴη.
Για τον Σωκράτη όμως (αὐτόν), ο βασικός λόγος που θεωρούσε ότι έπρεπε να τρώει (ἐσθίειν) ήταν για να εξακολουθεί να ζει.
Καὶ ἔλεγεν ἥδιστα ἐσθίων ἥκιστα ὄψου προσδεῖσθαι•
Του άρεσε μάλιστα να λέει, ότι αν κάποιος φτάσει στο σημείο να πεινάσει πάρα πολύ (προσδεῖσθαι), τότε θα φάει (ἐσθίων) με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση (ἥδιστα), χωρίς να τον ενδιαφέρει καθόλου (ἥκιστα) το πόσο νόστιμο (ὄψου) είναι το φαγητό.
ἥδιστα = πολύ ευχάριστος, πολύ γλυκός.
ἥκιστα = ελάχιστα, καθόλου με κανέναν τρόπο.
ὄψον = τροφή, έδεσμα.
προσδέω = έχω ανάγκη κάποιου ακόμη. Είμαι ελλιπής ως προς κάτι.
οἴνου τ’ ἀπέχει κἀδηφαγίας καὶ τῶν ἄλλων ἀνοήτων.
Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, που δεν δίνεις καμμία σημασία (ἀπέχει) ούτε στο κρασί (οἴνου), ούτε στο φαγητό (κἀδηφαγίας), αλλά και σε οτιδήποτε άλλο δεν σχετίζεται με την εξέλιξη της νόησης (ἀνοήτων).
καὶ ἐλαχίστων δεόμενος ἔγγιστα εἶναι θεῶν.
Θεωρούσε επίσης, ότι αυτός που έχει ελαχιστοποιήσει τις ανάγκες στην ζωή του, βρίσκεται πολύ πιο κοντά στους θεούς, σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους.
Αὐτάρκης τε ἦν καὶ σεμνός.
Μπορούσε να καλύπτει μόνος του τις προσωπικές του ανάγκες και ήταν εξαιρετικά απλός στην ζωή του.
αὐτάρκεια = το να είναι κανείς επαρκής στις ίδιες του τις ανάγκες.
σεμνός = αυτός που δεν προκαλεί, ο απλός, ο μετριόφρων.
Καί ποτε Ἀλκιβιάδου, καθά φησί Παμφίλη ἐν τῷ ἑβδόμῳ τῶν Ὑπομνημάτων,
Σύμφωνα με την μαρτυρία της Παμφίλης, όπως μας δίνεται στο έβδομο βιβλίο των Υπομνημάτων της, κάποτε ο Αλκιβιάδης,
διδόντος αὐτῷ χώραν μεγάλην ἵνα οἰκοδομήσηται οἰκίαν φάναι,
του έδωσε ένα μεγάλο χωράφι προκειμένου να οικοδομήσει την οικία του.
Φάναι = απαρέμφατο ενεστώτα ενεργητικής φωνής του φημί = λέγω, ισχυρίζομαι βεβαιώ.
«Καὶ εἰ ὑποδημάτων ἔδει καὶ βύρσαν μοι ἐδίδους ἵν’ ἐμαυτῷ ὑποδήματα ποιησαίμην, καταγέλαστος ἂν ἦν λαβών.»
Τότε ο Σωκράτης του είπε: «Δηλαδή, αν χρειαζόμουν να φτιάξω ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια και μου έδινες γι αυτό ένα ολόκληρο κομμάτι από δέρμα, δεν θα ήμουν καταγέλαστος αν το έπαιρνα;»
Ἦν δ’ ἱκανὸς καὶ τῶν σκωπτόντων αὐτὸν ὑπερορᾶν.
Ο Σωκράτης, σε αντίθεση με τους συνηθισμένους ανθρώπους, είχε αποκτήσει την ικανότητα, να μπορεί να μην κρατάει καμμία κακία.
(ὑπερορᾶν) σε όσους ασκούσαν κακόβουλη κριτική εναντίον του (σκωπτόντων), καθώς τον χώριζε πολύ μεγάλη απόσταση από αυτού του είδους την λογική.
ὑπερορῶ = παραβλέπω κάτι, ανέρχομαι, περιφρονώ, καταφρονώ.
σκώπτω = κοροϊδεύω, περιπαίζω, χλευάζω, σατιρίζω.
Καὶ ἐσεμνύνετο ἐπὶ τῇ εὐτελείᾳ,
Θεωρούσε ότι έπρεπε να αισθάνεται περήφανος (ἐσεμνύνετο) για το γεγονός ότι είχε καταφέρει να έχει ελάχιστες ανάγκες στην ζωή του (εὐτελεία).
σεμνύομαι = είναι υπερήφανος για κάτι που αξίζει να με κάνει υπερήφανο.
εὐτέλεια = οικονομία, λιτότητα, ἐπ’ εὐτελεία = οικονομικῶς.
μισθόν τε οὐδένα εἰσεπράξατο.
Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν δεχόταν (εἰσεπράξατο) από κανέναν χρήματα (μισθόν), για τις υπηρεσίες που προσέφερε.
Ἔλεγε δὲ ὡς θαῦμα τὸ μὲν ἕκαστον εἰπεῖν ἂν ῥᾳδίως ὅσα ἔχει,
Έλεγε επίσης, ότι του προκαλεί πολύ μεγάλη έκπληξη το γεγονός, (θαῦμα) ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να ονομάσει πολύ εύκολα (ῥαδίως) όλα του τα περιουσιακά του στοιχεία, ένα προς ένα, (ἔκαστον)
φίλους δ’ οὐκ ἂν ὀνομάσαι ὁπόσους κέκτηται•
όμως δεν μπορεί να κατά τον ίδιο τρόπο να ονομάσει τους πραγματικούς του φίλους.
οὕτως ὀλιγώρως ἔχειν περὶ αὐτούς.
Τόσο μικρή είναι η φροντίδα που δείχνουμε (ὀλιγώρως), για το θέμα της φιλίας.
ὀλιγωρία = κρίσιμη έλλειψη ενδιαφέροντος και προσοχής από κάποιον κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
Περισσότερες πληροφορίες:
Android : Γιώργος Χαραλαμπίδης (εφαρμογή κινητού)
Εὔτακτός τε ἦν τὴν δίαιταν οὕτως ὥστε πολλάκις Ἀθήνησι λοιμῶν γενομένων μόνος οὐκ ἐνόσησε.
Ο Σωκράτης, είχε την ζωή του (δίαιτα) σε απόλυτη τάξη και πειθαρχία (εὔτακτος), σε τέτοιον βαθμό που ενώ πολλές φορές οι Αθηναίοι προσβλήθηκαν από διάφορους λοιμούς, αυτός ήταν ο μόνος που δεν νόσησε.
εὔτακτος = τηρώ στην ζωή μου τάξη και μέτρο. Πειθαρχώ, δεν κάνω αταξίες.
δίαιτα = τρόπος ζωής, προκαθορισμένος ιατρικά ή υγειονομικά τρόπος ζωής.
λοιμός = ονομασία κάθε επιδημίας που προέρχεται από γνωστή ή άγνωστη μολυσματική ασθένεια, η οποία συνήθως είναι θανατηφόρα.
(Α.) Οὗτος μέντοι πεινῶν οὕτως οὐπώποτ’ ἔτλη κολακεῦσαι.
Ο Σωκράτης (οὗτος) ακόμα και αν δεν έχει τίποτε να φάει (πεινῶν), θα υπομείνει χωρίς διαμαρτυρία αυτή την κατάσταση (ἔτλη) και δεν πρόκειται να ζητήσει ποτέ από κανέναν (οὐπώποτ’) να του δώσει,
κολακεύοντάς τον.
τλάω = υπομένω δυσχέρειες και δυσκολίες.
Ἔλεγέ τε τοὺς μὲν ἄλλους ἀνθρώπους ζῆν ἵν’ ἐσθίοιεν•
Εξάλλου, ως προς το θέμα του φαγητού, συνήθιζε να λέει πως όλοι οι άλλοι (ἄλλους) άνθρωποι θεωρούν ότι ο βασικός λόγος που ζουν (ζῆν) είναι για να τρώνε (ἐσθοίεν).
αὐτὸν δὲ ἐσθίειν ἵνα ζῴη.
Για τον Σωκράτη όμως (αὐτόν), ο βασικός λόγος που θεωρούσε ότι έπρεπε να τρώει (ἐσθίειν) ήταν για να εξακολουθεί να ζει.
Καὶ ἔλεγεν ἥδιστα ἐσθίων ἥκιστα ὄψου προσδεῖσθαι•
Του άρεσε μάλιστα να λέει, ότι αν κάποιος φτάσει στο σημείο να πεινάσει πάρα πολύ (προσδεῖσθαι), τότε θα φάει (ἐσθίων) με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση (ἥδιστα), χωρίς να τον ενδιαφέρει καθόλου (ἥκιστα) το πόσο νόστιμο (ὄψου) είναι το φαγητό.
ἥδιστα = πολύ ευχάριστος, πολύ γλυκός.
ἥκιστα = ελάχιστα, καθόλου με κανέναν τρόπο.
ὄψον = τροφή, έδεσμα.
προσδέω = έχω ανάγκη κάποιου ακόμη. Είμαι ελλιπής ως προς κάτι.
οἴνου τ’ ἀπέχει κἀδηφαγίας καὶ τῶν ἄλλων ἀνοήτων.
Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, που δεν δίνεις καμμία σημασία (ἀπέχει) ούτε στο κρασί (οἴνου), ούτε στο φαγητό (κἀδηφαγίας), αλλά και σε οτιδήποτε άλλο δεν σχετίζεται με την εξέλιξη της νόησης (ἀνοήτων).
καὶ ἐλαχίστων δεόμενος ἔγγιστα εἶναι θεῶν.
Θεωρούσε επίσης, ότι αυτός που έχει ελαχιστοποιήσει τις ανάγκες στην ζωή του, βρίσκεται πολύ πιο κοντά στους θεούς, σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους.
Αὐτάρκης τε ἦν καὶ σεμνός.
Μπορούσε να καλύπτει μόνος του τις προσωπικές του ανάγκες και ήταν εξαιρετικά απλός στην ζωή του.
αὐτάρκεια = το να είναι κανείς επαρκής στις ίδιες του τις ανάγκες.
σεμνός = αυτός που δεν προκαλεί, ο απλός, ο μετριόφρων.
Καί ποτε Ἀλκιβιάδου, καθά φησί Παμφίλη ἐν τῷ ἑβδόμῳ τῶν Ὑπομνημάτων,
Σύμφωνα με την μαρτυρία της Παμφίλης, όπως μας δίνεται στο έβδομο βιβλίο των Υπομνημάτων της, κάποτε ο Αλκιβιάδης,
διδόντος αὐτῷ χώραν μεγάλην ἵνα οἰκοδομήσηται οἰκίαν φάναι,
του έδωσε ένα μεγάλο χωράφι προκειμένου να οικοδομήσει την οικία του.
Φάναι = απαρέμφατο ενεστώτα ενεργητικής φωνής του φημί = λέγω, ισχυρίζομαι βεβαιώ.
«Καὶ εἰ ὑποδημάτων ἔδει καὶ βύρσαν μοι ἐδίδους ἵν’ ἐμαυτῷ ὑποδήματα ποιησαίμην, καταγέλαστος ἂν ἦν λαβών.»
Τότε ο Σωκράτης του είπε: «Δηλαδή, αν χρειαζόμουν να φτιάξω ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια και μου έδινες γι αυτό ένα ολόκληρο κομμάτι από δέρμα, δεν θα ήμουν καταγέλαστος αν το έπαιρνα;»
Ἦν δ’ ἱκανὸς καὶ τῶν σκωπτόντων αὐτὸν ὑπερορᾶν.
Ο Σωκράτης, σε αντίθεση με τους συνηθισμένους ανθρώπους, είχε αποκτήσει την ικανότητα, να μπορεί να μην κρατάει καμμία κακία.
(ὑπερορᾶν) σε όσους ασκούσαν κακόβουλη κριτική εναντίον του (σκωπτόντων), καθώς τον χώριζε πολύ μεγάλη απόσταση από αυτού του είδους την λογική.
ὑπερορῶ = παραβλέπω κάτι, ανέρχομαι, περιφρονώ, καταφρονώ.
σκώπτω = κοροϊδεύω, περιπαίζω, χλευάζω, σατιρίζω.
Καὶ ἐσεμνύνετο ἐπὶ τῇ εὐτελείᾳ,
Θεωρούσε ότι έπρεπε να αισθάνεται περήφανος (ἐσεμνύνετο) για το γεγονός ότι είχε καταφέρει να έχει ελάχιστες ανάγκες στην ζωή του (εὐτελεία).
σεμνύομαι = είναι υπερήφανος για κάτι που αξίζει να με κάνει υπερήφανο.
εὐτέλεια = οικονομία, λιτότητα, ἐπ’ εὐτελεία = οικονομικῶς.
μισθόν τε οὐδένα εἰσεπράξατο.
Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν δεχόταν (εἰσεπράξατο) από κανέναν χρήματα (μισθόν), για τις υπηρεσίες που προσέφερε.
Ἔλεγε δὲ ὡς θαῦμα τὸ μὲν ἕκαστον εἰπεῖν ἂν ῥᾳδίως ὅσα ἔχει,
Έλεγε επίσης, ότι του προκαλεί πολύ μεγάλη έκπληξη το γεγονός, (θαῦμα) ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να ονομάσει πολύ εύκολα (ῥαδίως) όλα του τα περιουσιακά του στοιχεία, ένα προς ένα, (ἔκαστον)
φίλους δ’ οὐκ ἂν ὀνομάσαι ὁπόσους κέκτηται•
όμως δεν μπορεί να κατά τον ίδιο τρόπο να ονομάσει τους πραγματικούς του φίλους.
οὕτως ὀλιγώρως ἔχειν περὶ αὐτούς.
Τόσο μικρή είναι η φροντίδα που δείχνουμε (ὀλιγώρως), για το θέμα της φιλίας.
ὀλιγωρία = κρίσιμη έλλειψη ενδιαφέροντος και προσοχής από κάποιον κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
Περισσότερες πληροφορίες:
Android : Γιώργος Χαραλαμπίδης (εφαρμογή κινητού)
Комментарии