filmov
tv
Περιπλανώμενος - Γύρνα Πίσω

Показать описание
Κλειδωμένη, μέσα στο μπάνιο σου δακρυσμένη,
αποκομμένη, κανένας πια δεν σε καταλαβαίνει.
Τι μένει; Κάτι δεν κατάλαβες καλά,
το οπτικό σου πεδίο για τον κόσμο στρέβλωσε οριστικά.
Κεριά έχεις ανάψει για συντροφιά,
λυγμοί έχουνε ντύσει τον χώρο μελαγχολικά,
έχεις αφήσει το νερό στο μπάνιο κ τρέχει,
πια ξεχείλισε και τις πετσέτες που' χεις κάτω βρέχει.
Καυτοί ατμοί θολώνει ο καθρέφτης κι εσύ
χαϊδεύεις το ξυράφι που αγόρασες το πρωί,
τόσο κοφτερό, όταν το ακούμπησες σου έσκισε το δέρμα
κόβει μέχρι κι όταν το κοιτάς το βλέμμα.
Μια ώρα το περνάς από παλάμη σε παλάμη,
διστάζεις και το ξέρεις μα η ώρα πια φτάνει.
Μπαίνεις στην μπανιέρα κ ξαπλώνεις νιώθεις μισή,
παίρνεις κουράγιο, σιγά - σιγά, πίνεις κρασί.
Εσύ που γέλαγες πάντα σαν το παιδί,
εσύ, που πέταγες στους ουρανούς σα να 'σουνα πουλί.
Εσύ κράταγες την ψυχή σου πάντοτε αγνή
Τώρα τι σ' έπιασε; Πες μου τι σε ενόχλησε; Τι;
Μα δυστυχώς ήσουν διαβασμένη και σωστά
τσουλάς την κόψη στην αριστερή φλέβα αρμονικά
κι αρχίζει το αίμα να κυλά μες τα νερά να κολυμπά,
πλημμυρίζεις, τώρα πια είναι αργά.
Γύρνα πίσω, πιάσε το χέρι να σε κρατήσω
όσο πιο σφιχτά μπορώ, εγώ δε θα σ' αφήσω.
Το χρόνο και τον πόνο εγώ θα δεις θα νικήσω
κι αν την πατήσω τότε θα σ'ακολουθήσω.
Γύρνα πίσω, πιάσε το χέρι να σε κρατήσω
όσο πιο σφιχτά μπορώ θα πάω και θα μιλήσω,
εγώ προσωπικά στο θεριστή, θα του ψιθυρίσω
αν δεν σ' αφήσει να 'ρθεις θα τον τιμωρήσω.
Έχεις αράξει τώρα κάτω στης μπανιέρας τον πάτο
θυμάσαι την γαλήνη που 'χες στον αμνιακό σου σάκο.
Κι ενώ περιμένεις σαν τότε να γεννηθείς
ξάφνου κρυώνεις, ανοίγεις τα μάτια και απορείς.
Γιατί δεν είδες κάποιο τούνελ με φως, σαφώς,
αρχίζει τώρα να σε πιάνει πανικός προφανώς.
Το ταβάνι μοιάζει σαν σκοτεινός ουρανός
οι τοίχοι λιώνουν σα παγόβουνα, γίνεται σεισμός.
Δε σε περίμεναν αγγέλοι στην πύλη του παραδείσου
μα απόλυτο σκοτάδι σαν αυτό της αβύσσου.
Θυμήσου πως ήταν να κοιμάσαι. Θυμάσαι;
Δίχως να βλέπεις όνειρα, έτσι πάντα θα'σαι.
Στροβιλίζεται το φόντο και μετάνιωσες πικρά,
δεν έχει κάτι αγαπημένη μου απ' την άλλη πλευρά.
Τώρα ξέρεις, τα μόνα αληθινά είναι τα φθαρτά
ενώ η καρδιά σου διώχνει το αίμα από το σώμα μακριά.
Και σε παίρνει το σκοτάδι αγκαλιά, το τελευταίο
που θυμάσαι φεύγοντας είναι μια κόκκινη καρδιά
μ'ένα βέλος, που παλιά σου χάρισε ένα μέλος
της τάξης σου στο δημοτικό, πλησιάζει το τέλος.
Ώρα θανάτου τρεις και δεκατρία πρώτα λεπτά,
τα όρια της ζωής είναι τόσο λεπτά.
Δεν έχει νόημα που τρέχω είναι αργά
μα τρέχω πανικόβλητος για να σου πω ψιθυριστά :
αποκομμένη, κανένας πια δεν σε καταλαβαίνει.
Τι μένει; Κάτι δεν κατάλαβες καλά,
το οπτικό σου πεδίο για τον κόσμο στρέβλωσε οριστικά.
Κεριά έχεις ανάψει για συντροφιά,
λυγμοί έχουνε ντύσει τον χώρο μελαγχολικά,
έχεις αφήσει το νερό στο μπάνιο κ τρέχει,
πια ξεχείλισε και τις πετσέτες που' χεις κάτω βρέχει.
Καυτοί ατμοί θολώνει ο καθρέφτης κι εσύ
χαϊδεύεις το ξυράφι που αγόρασες το πρωί,
τόσο κοφτερό, όταν το ακούμπησες σου έσκισε το δέρμα
κόβει μέχρι κι όταν το κοιτάς το βλέμμα.
Μια ώρα το περνάς από παλάμη σε παλάμη,
διστάζεις και το ξέρεις μα η ώρα πια φτάνει.
Μπαίνεις στην μπανιέρα κ ξαπλώνεις νιώθεις μισή,
παίρνεις κουράγιο, σιγά - σιγά, πίνεις κρασί.
Εσύ που γέλαγες πάντα σαν το παιδί,
εσύ, που πέταγες στους ουρανούς σα να 'σουνα πουλί.
Εσύ κράταγες την ψυχή σου πάντοτε αγνή
Τώρα τι σ' έπιασε; Πες μου τι σε ενόχλησε; Τι;
Μα δυστυχώς ήσουν διαβασμένη και σωστά
τσουλάς την κόψη στην αριστερή φλέβα αρμονικά
κι αρχίζει το αίμα να κυλά μες τα νερά να κολυμπά,
πλημμυρίζεις, τώρα πια είναι αργά.
Γύρνα πίσω, πιάσε το χέρι να σε κρατήσω
όσο πιο σφιχτά μπορώ, εγώ δε θα σ' αφήσω.
Το χρόνο και τον πόνο εγώ θα δεις θα νικήσω
κι αν την πατήσω τότε θα σ'ακολουθήσω.
Γύρνα πίσω, πιάσε το χέρι να σε κρατήσω
όσο πιο σφιχτά μπορώ θα πάω και θα μιλήσω,
εγώ προσωπικά στο θεριστή, θα του ψιθυρίσω
αν δεν σ' αφήσει να 'ρθεις θα τον τιμωρήσω.
Έχεις αράξει τώρα κάτω στης μπανιέρας τον πάτο
θυμάσαι την γαλήνη που 'χες στον αμνιακό σου σάκο.
Κι ενώ περιμένεις σαν τότε να γεννηθείς
ξάφνου κρυώνεις, ανοίγεις τα μάτια και απορείς.
Γιατί δεν είδες κάποιο τούνελ με φως, σαφώς,
αρχίζει τώρα να σε πιάνει πανικός προφανώς.
Το ταβάνι μοιάζει σαν σκοτεινός ουρανός
οι τοίχοι λιώνουν σα παγόβουνα, γίνεται σεισμός.
Δε σε περίμεναν αγγέλοι στην πύλη του παραδείσου
μα απόλυτο σκοτάδι σαν αυτό της αβύσσου.
Θυμήσου πως ήταν να κοιμάσαι. Θυμάσαι;
Δίχως να βλέπεις όνειρα, έτσι πάντα θα'σαι.
Στροβιλίζεται το φόντο και μετάνιωσες πικρά,
δεν έχει κάτι αγαπημένη μου απ' την άλλη πλευρά.
Τώρα ξέρεις, τα μόνα αληθινά είναι τα φθαρτά
ενώ η καρδιά σου διώχνει το αίμα από το σώμα μακριά.
Και σε παίρνει το σκοτάδι αγκαλιά, το τελευταίο
που θυμάσαι φεύγοντας είναι μια κόκκινη καρδιά
μ'ένα βέλος, που παλιά σου χάρισε ένα μέλος
της τάξης σου στο δημοτικό, πλησιάζει το τέλος.
Ώρα θανάτου τρεις και δεκατρία πρώτα λεπτά,
τα όρια της ζωής είναι τόσο λεπτά.
Δεν έχει νόημα που τρέχω είναι αργά
μα τρέχω πανικόβλητος για να σου πω ψιθυριστά :