Μαραμπού Νίκου Καββαδία / ποίημα / απαγγελία Γιάννης Κατσέλης

preview_player
Показать описание
"μαραμπού: εξωτικό πουλί, συγγενές προς τον πελαργό, με φτέρωμα άσπρο και γκρίζο, γυμνό ροζ λαιμό και κεφάλι, και με χαρακτηριστικό φουσκωτό θύλακο στη βάση του λαιμού του, ισχυρό και χοντρό ράμφος και πολύ λεπτά και μακριά πόδια. Ζει στην αφρική και τη ΝΑ Ασία. Η λέξη προέρχεται από τα αραβικά, όπου σημαίνει ασκητής, ερημίτης."

Το Μαραμπού είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1933 στον Κύκλο. Έκτοτε εκδόθηκε 4 φορές στις εκδ. Γαλαξίας (1961-1971), 16 φορές στις εκδ. Κέδρος (1975-1989) και, από τον Απρίλιο 1990 μέχρι τον Ιούνιο 2000, 13 φορές στις εκδ. Άγρα.
Περιέχει τα 22 παρακάτω τετράστιχα ποιήματα (γραμμένα μ'ένα μεθοδικό συνδυασμό εν μέρει παροξύτονης και εν μέρει πλεκτής ομοιοκαταληξίας) : Μαραμπού, Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου, Οι γάτες των φορτηγών, Ένα μαχαίρι, Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ, Ο πιλότος Νάγκελ, Έχω μια πίπα, Η μαϊμού του ινδικού λιμανιού, Ένας νεγρός θερμαστής από το Τζιμπουτί, Gabrielle Didot, Οι προσευχές των ναυτικών, A bord de l'"Aspasia", Γράμμα από τη Μαρσίλια, Ο πλοίραχος Φλέτσερ, Γράμμα ενός αρρώστου, Mal du depart, Η πλώρη μας, William George Allum, Καφάρ, Coaliers, Μαύρη λίστα, Παραλληλισμοί.
Η συλλογή είναι αφιερωμένη στο φίλο του Μέμα Γαλιατσάτο.
Κοσμείται με προμετωπίδα του Γιάννη Τσαρούχη. (Από την ιστοσελίδα του εκδότη)

Μαραμπού
Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐζήσαμε μαζὶπὼς εἶμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,πὼς τὶς γυναῖκες μ᾿ ἕνα τρόπον ὕπουλο μισῶκι ὅτι μ᾿ αὐτὲς νὰ κοιμηθῶ ποτέ μου δὲν πηγαίνω.
Ἀκόμα, λένε πὼς τραβῶ χασίσι καὶ κοκό,πὼς κάποιο πάθος μὲ κρατεῖ φριχτὸ καὶ σιχαμένο,κι ὁλόκληρο ἔχω τὸ κορμὶ μὲ ζωγραφιὲς αἰσχρές,σιχαμερὰ παράξενες, βαθιὰ στιγματισμένο.
Ἀκόμα, λένε πράματα φριχτὰ πάρα πολύ,ποὺ εἶν᾿ ὅμως ψέματα χοντρὰ καὶ κατασκευασμένα,κι αὐτὸ ποὺ ἐστοίχισε σὲ μὲ πληγὲς θανατερὲςκανεὶς δὲν τό ῾μαθε, γιατὶ δὲν τό ῾πα σὲ κανένα.
Μ᾿ ἀπόψε, τώρα ποὺ ἔπεσεν ἡ τροπικὴ βραδιά,καὶ φεύγουν πρὸς τὰ δυτικὰ τῶν Μαραμποὺ τὰ σμήνη,κάτι μὲ σπρώχνει ἐπίμονα νὰ γράψω στὸ χαρτί,ἐκεῖνο, ποὺ παντοτινὴ κρυφὴ πληγή μου ἐγίνη.
Ἤμουνα τότε δόκιμος σ᾿ ἕνα λαμπρὸ ποστάλκαὶ ταξιδεύαμε Αἴγυπτο γραμμὴ Νότιο Γαλλία.Τότε τὴ γνώρισα -σὰν ἄνθος ἐμοίαζε ἀλπικὸ-καὶ μία στενὴ μᾶς ἔδεσεν ἀδελφικὴ φιλία.
Ἀριστοκρατική, λεπτὴ καὶ μελαγχολική,κόρη ἑνὸς πλούσιου Αἰγύπτιου ὁπού ῾χε αὐτοκτονήσει,ταξίδευε τὴ λύπη της σὲ χῶρες μακρινές,μήπως ἐκεῖ γινότανε νὰ τήνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδὸν τῆς Μπασκιρτσὲφ κρατοῦσε τὸ Ζουρνάλ,καὶ τὴν Ἁγία της Ἄβιλας παράφορα ἀγαποῦσε,συχνὰ στίχους ἀπάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,κι ὧρες πολλὲς πρὸς τὴ γαλάζιαν ἔκταση ἐκοιτοῦσε.
Κι ἐγώ, ποὺ μόνον ἑταιρῶν ἐγνώριζα κορμιά,κι εἶχα μίαν ἄβουλη ψυχὴ δαρμένη ἀπ᾿ τὰ πελάη,μπροστά της ἐξανάβρισκα τὴν παιδικὴ χαρὰκαί, σὰν προφήτη, ἐκστατικὸς τὴν ἄκουα νὰ μιλάει.
Ἕνα μικρὸ τῆς πέρασα σταυρὸν ἀπ᾿ τὸ λαιμὸκι ἐκείνη ἕνα μοῦ χάρισε μεγάλο πορτοφόλικι ἤμουν ὁ πιὸ δυστυχισμένος ἄνθρωπος τῆς γῆς,ὅταν ἐφθάσαμε σ᾿ αὐτὴν ποὺ θά ῾φευγε, τὴν πόλη.
Τὴν ἐσκεφτόμουνα πολλὲς φορὲς στὰ φορτηγά,ὡς ἕνα παραστάτη μου κι ἄγγελο φύλακά μου,καὶ μία φωτογραφία της στὴν πλώρη ἦταν γιὰ μὲὄαση, ποὺ ἕνας συναντᾶ μὲς στὴν καρδιὰ τῆς Ἄμμου.
Νομίζω πὼς θὲ νά ῾πρεπε νὰ σταματήσω ἐδῶ.Τρέμει τὸ χέρι μου, ὁ θερμὸς ἀγέρας μὲ φλογίζει.Κάτι ἄνθη ἐξαίσια τροπικὰ τοῦ ποταμοῦ βρωμοῦν,κι ἕνα βλακῶδες Μαραμποὺ παράμερα γρυλίζει.
Θὰ προχωρήσω!... Μία βραδιὰ σὲ πόρτο ξενικὸεἶχα μεθύσει τρομερὰ μὲ οὐίσκυ, τζὶν καὶ μπύρα,καὶ κατὰ τὰ μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,τὸ δρόμο πρὸς τὰ βρωμερά, χαμένα σπίτια ἐπῆρα.
Αἰσχρὲς γυναῖκες τράβαγαν ἐκεῖ τους ναυτικούς,κάποια μ᾿ ἅρπαξ᾿ ἀπότομα, γελώντας, τὸ καπέλο(παλιὰ συνήθεια γαλλικὴ τοῦ δρόμου τῶν πορνῶν)κι ἐγὼ τὴν ἀκολούθησα σχεδὸν χωρὶς νὰ θέλω.
Μία κάμαρα στενή, μικρή, σὰν ὅλες βρωμερή,οἱ ἀσβέστες ἀπ᾿ τοὺς τοίχους της ἐπέφτανε κομμάτια,κι αὐτὴ ράκος ἀνθρώπινο ποὺ ἐμίλαγε βραχνά,μὲ σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
Τῆς εἶπα κι ἔσβησε τὸ φῶς. Ἐπέσαμε μαζί.Τὰ δάχτυλά μου καθαρὰ μέτρααν τὰ κόκαλά της.Βρωμοῦσε ἀψέντι. Ἐξύπνησα, ὡς λένε οἱ ποιητές,«μόλις ἐσκόρπιζεν ἡ αὐγὴ τὰ ροδοπέταλά της».
Ὅταν τὴν εἶδα καὶ στὸ φῶς τ᾿ ἀχνὸ τὸ πρωινό,μοῦ φάνηκε λυπητερή, μὰ κολασμένη τόσο,ποὺ μ᾿ ἕνα δέος ἀλλόκοτο, σὰ νά ῾χα φοβηθεῖ,τὸ πορτοφόλι μου ἔβγαλα γοργὰ νὰ τὴν πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μὰ ἔβγαλε μία φωνή,κι εἶδα μία ἐμένα νὰ κοιτᾶ μὲ μάτι ἀγριεμένο,καὶ μία τὸ πορτοφόλι μου... Μ᾿ ἀπόμεινα κι ἐγὼἕνα σταυρὸν ἀπάνω της σὰν εἶδα κρεμασμένο.
Ξεχνώντας τὸ καπέλο μου βγῆκα σὰν τὸν τρελό,σὰν τὸν τρελὸ ποὺ ἀδιάκοπα τρικλίζει καὶ χαζεύει,φέρνοντας μέσα στὸ αἷμα μου μία ἀρρώστια τρομερή,ποὺ ἀκόμα βασανιστικὰ τὸ σῶμα μου παιδεύει.
Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐκάμαμε μαζὶπὼς χρόνια τώρα μὲ γυναίκα ἐγὼ δὲν ἔχω πέσει,πῶς εἶμαι παλιοτόμαρο καὶ πὼς τραβάω κοκό.Μ᾿ ἂν ἤξεραν οἱ δύστυχοι, θὰ μ᾿ εἶχαν συχωρέσει...
Τὸ χέρι τρέμει... Ὁ πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ,ἀσάλευτο ἕνα Μαραμποὺ στὴν ὄχθη νὰ κοιτάζω.Κι ἔτσι καθὼς ἐπίμονα κι ἐκεῖνο μὲ κοιτᾶ,νομίζω πὼς στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ βλακεία τοῦ μοιάζω ...
Рекомендации по теме
Комментарии
Автор

Υπέροχο φίλε Γιάννη! Συγχαρητήρια! Συνέχισε έτσι!

Gino
Автор

Εξαιρετικό, μπράβο φίλε Γιάννη, συνέχισε !

tasospaspalas