Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν είναι ένα ποίημα που έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός το 1823.Τον Απαγγέλλω

preview_player
Показать описание
Εθνικός Ύμνος Ελλάδας: Όλοι οι στίχοι και η ιστορία του!Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν είναι ένα ποίημα που έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός το 1823, τμήμα του οποίου αποτελεί τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας από το 1865 και της Κύπρου από το 1966.Πρόκειται για τον μεγαλύτερο Εθνικό Ύμνο στον κόσμο σε μέγεθος, καθώς αποτελείται από 158 στροφές ή διαφορετικά 632 στίχους.

Το ποίημα γράφτηκε τον Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο και έναν χρόνο αργότερα τυπώθηκε στο Μεσολόγγι. Συνδυάζει στοιχεία από τον ρομαντισμό αλλά και τον κλασικισμό, οι στροφές που χρησιμοποιούνται είναι τετράστιχες, ενώ στους στίχους παρατηρείται εναλλαγή τροχαϊκών οκτασύλλαβων και επτασύλλαβων.

Το 1828 μελοποιήθηκε από τον Κερκυραίο Νικόλαο Μάντζαρο πάνω σε λαϊκά μοτίβα, για τετράφωνη ανδρική χορωδία και έκτοτε ακουγόταν τακτικά σε εθνικές γιορτές, αλλά και στα σπίτια των Κερκυραίων αστών και αναγνωρίστηκε στη συνείδηση των Ιονίων ως άτυπος ύμνος της Επτανήσου. Ακολούθησαν και άλλες μελοποιήσεις από τον Μάντζαρο (2η το 1837 και 3η το 1839-'40), ο οποίος υπέβαλε το έργο του στον Βασιλιά Όθωνα.
Οι 24 πρώτες τετράστιχες στροφές του ποίηματος «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» καθιερώθηκαν ως εθνικός ύμνος το 1865. Οι δύο πρώτες ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές. Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσής του αποδίδονται ορθίως τιμές στρατιωτικού χαιρετισμού «εν ακινησία».Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Τότε εσήκωνες το βλέμμα μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα πλήθος αίμα ελληνικό.

Με τα ρούχα αιματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά.

Μοναχή το δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή·
δεν είν' εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλεί.

'Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια, αλλ' ανάσαση καμμιά·
άλλος σου έταξε βοήθεια και σε γέλασε φρικτά.

΄Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου οπού εχαίροντο πολύ,
«σύρε νά 'βρεις τα παιδιά σου, σύρε», έλεγαν οι σκληροί.

Φεύγει οπίσω το ποδάρι και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι που τη δόξα σού ενθυμεί.

Ταπεινότατη σου γέρνει η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει κι είναι βάρος του η ζωή.

Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή,
πού ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή.

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Μόλις είδε την ορμή σου ο ουρανός που για τσ' εχθρούς
εις τη γη τη μητρική σου έτρεφ' άνθια και καρπούς,

εγαλήνεψε· και εχύθει καταχθόνια μια βοή,
και του Ρήγα σού απεκρίθη πολεμόκραχτη η φωνή.

΄Ολοι οι τόποι σου σ' εκράξαν χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν όσα αισθάνετο η καρδιά.

Εφωνάξανε ως τ' αστέρια του Ιονίου και τα νησιά,
κι εσηκώσανε τα χέρια για να δείξουνε χαρά,

μ' όλον πού 'ναι αλυσωμένο το καθένα τεχνικά,
και εις το μέτωπο γραμμένο έχει: «Ψεύτρα Ελευθεριά».

Γκαρδιακά χαροποιήθει και του Βάσιγκτον η γη,
και τα σίδερα ενθυμήθει που την έδεναν κι αυτή.

Απ' τον πύργο του φωνάζει, σα να λέει σε χαιρετώ,
και τη χήτη του τινάζει το λιοντάρι το Ισπανό.

Ελαφιάσθη της Αγγλίας το θηρίο, και σέρνει ευθύς
κατά τ' άκρα της Ρουσίας τα μουγκρίσματα τσ' οργής.

Εις το κίνημα του δείχνει πως τα μέλη ειν' δυνατά·
και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει μια σπιθόβολη ματιά.

Σε ξανοίγει από τα νέφη και το μάτι του Αετού,
που φτερά και νύχια θρέφει με τα σπλάχνα του Ιταλού·

και σ' εσέ καταγυρμένος, γιατί πάντα σε μισεί,
έκρωζ' έκρωζ' ο σκασμένος, να σε βλάψει, αν ημπορεί.

΄Αλλο εσύ δεν συλλογιέσαι πάρεξ που θα πρωτοπάς·
δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι στες βρισιές οπού αγρικάς·

σαν το βράχο οπού αφήνει κάθε ακάθαρτο νερό
εις τα πόδια του να χύνει ευκολόσβηστον αφρό·

οπού αφήνει ανεμοζάλη και χαλάζι και βροχή
να του δέρνουν τη μεγάλη, την αιώνιαν κορυφή.

Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του, οποιανού θέλει βρεθεί
στο μαχαίρι σου αποκάτου και σ' εκείνο αντισταθεί.

Το θηρίο π' ανανογιέται πως του λείπουν τα μικρά,
περιορίζεται, πετιέται, αίμα ανθρώπινο διψά·

τρέχει, τρέχει όλα τα δάση, τα λαγκάδια, τα βουνά,
κι όπου φθάσει, όπου περάσει, φρίκη, θάνατος, ερμιά·

Ερμιά, θάνατος και φρίκη όπου επέρασες κι εσύ·
ξίφος έξω από τη θήκη πλέον ανδρείαν σου προξενεί.

Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει της αθλίας Τριπολιτσάς·
τώρα τρόμου αστροπελέκι να της ρίψεις πιθυμάς.

Μεγαλόψυχο το μάτι δείχνει πάντα οπώς νικεί,
κι ας ειν' άρματα γεμάτη και πολέμιαν χλαλοή.

Σου προβαίνουνε και τρίζουν για να ιδείς πως ειν' πολλά·
δεν ακούς που φοβερίζουν άνδρες μύριοι και παιδιά;

Λίγα μάτια, λίγα στόματα θα σας μείνουνε ανοιχτά.
για να κλαύσετε τα σώματα που θε νά 'βρει η συμφορά!

Κατεβαίνουνε, και ανάφτει του πολέμου αναλαμπή·
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει, λάμπει, κόφτει το σπαθί.

Γιατί η μάχη εστάθει ολίγη; Λίγα τα αίματα γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φύγει και στο κάστρο ν' ανεβεί.

Μέτρα! Ειν' άπειροι οι φευγάτοι, οπού φεύγοντας δειλιούν·
τα λαβώματα στην πλάτη δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.
Рекомендации по теме
Комментарии
Автор

ΓΝΩΡΙΣΤΕ ΜΑΣ www.siteskounoupieres.gr

chrisvatos