filmov
tv
ΜΙΑ ΛΥΓΕΡΗ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ (Πάρος) - Νησιώτικα τραγούδια

Показать описание
Παραδοσιακό νησιώτικο τραγούδι από το νησί της Πάρου. Πρόκειται για ένα τραγούδι - Παραλογή, δηλ. πολύστιχο αφηγηματικό τραγούδι με πολλά παραμυθιακά στοιχεία, με τραγικό συνήθως περιεχόμενο και χρονική καταγωγή την ύστερη Βυζαντινή εποχή. Το θέμα του παρόντος τραγουδιού εστιάζεται κυρίως στο φευγιό, στην ξενιτιά και κατ' επέκταση στην ερωτική εγκατάλειψη και στο τραγούδι-κατάρα της γυναίκας που μένει πίσω.
Μια μεγάλη ομάδα μακρόσυρτων τραγουδιών αφηγούνται ιστορίες για κοπέλες που προδόθηκαν ή εγκαταλείφθηκαν από τον άντρα που αγάπησαν. Άλλες μετρούν τους μήνες ενόσω τα σημάδια της εγκυμοσύνης γίνονται όλο και πιο φανερά, άλλες πεθαίνουν, άλλες ψάχνοντας το ανέφικτο γιατρικό για να τον θεραπεύσουν, βλέπουν τον αγαπημένο τους να παίρνει άλλη γυναίκα. Το παράπονό τους -μάλλον οικείο ως εμπειρία σε όλα τα ακροατήρια- συγκλονίζει τη φύση: καράβια αλλάζουν ρότα, γεφύρια ραγίζουν, ποτάμια στέκονται, στοιχειά συγκινούνται. Εκείνες, ανήμπορες ν' αλλάξουν τη μοίρα, καταφεύγουν στο μόνο όπλο που διαθέτουν οι γυναίκες, καθηλωμένες κι αδύναμες: την κατάρα, την επίκληση δηλαδή της θείας δίκης για τιμωρία της αβάσταχτης αδικίας ή στην προκειμένη περίπτωση του αβάσταχτου πόνου.
Στο τραγούδι η Δόμνα Σαμίου
Πολίτικη λύρα : Σωκράτης Σινόπουλος
Λαούτο: Κώστας Φιλιππίδης
Μπεϊντίρ: Βαγγέλης Καρίπης
Οι στίχοι:
Μια λυγερή τραγούδησε όξω στο φεγγαράκι
μα ήταν αέ- μα ήταν αέρας ταπεινός,
μα ήταν αέρας ταπεινός και πήρε τη λαλιά της
και πήρε την και πήγε την ανάμεσα πελάου
κι όσα καράβια τ’ άκουσαν όλα ιμαϊνάραν*.
Μα ένα καράβι σφακιανό, απ’ τα Σφακιά Σφακιώτες,
να μαϊνάρει δεν μπορεί, ν’ αράξει δεν ηξέρει.
– Ναύτες μαϊνάρτε τα πανιά*, βάλτε τις τέντες κάτω,
ν’ ακούσομε τη λυγερή ίντα τραγούδι λέει.
Ναύτες μαϊνάρτε τα πανιά.
*μαϊνάρω: χαλαρώνω, κατεβάζω
*μαϊνάρω τα πανιά: μαζεύω τα πανιά
Μια μεγάλη ομάδα μακρόσυρτων τραγουδιών αφηγούνται ιστορίες για κοπέλες που προδόθηκαν ή εγκαταλείφθηκαν από τον άντρα που αγάπησαν. Άλλες μετρούν τους μήνες ενόσω τα σημάδια της εγκυμοσύνης γίνονται όλο και πιο φανερά, άλλες πεθαίνουν, άλλες ψάχνοντας το ανέφικτο γιατρικό για να τον θεραπεύσουν, βλέπουν τον αγαπημένο τους να παίρνει άλλη γυναίκα. Το παράπονό τους -μάλλον οικείο ως εμπειρία σε όλα τα ακροατήρια- συγκλονίζει τη φύση: καράβια αλλάζουν ρότα, γεφύρια ραγίζουν, ποτάμια στέκονται, στοιχειά συγκινούνται. Εκείνες, ανήμπορες ν' αλλάξουν τη μοίρα, καταφεύγουν στο μόνο όπλο που διαθέτουν οι γυναίκες, καθηλωμένες κι αδύναμες: την κατάρα, την επίκληση δηλαδή της θείας δίκης για τιμωρία της αβάσταχτης αδικίας ή στην προκειμένη περίπτωση του αβάσταχτου πόνου.
Στο τραγούδι η Δόμνα Σαμίου
Πολίτικη λύρα : Σωκράτης Σινόπουλος
Λαούτο: Κώστας Φιλιππίδης
Μπεϊντίρ: Βαγγέλης Καρίπης
Οι στίχοι:
Μια λυγερή τραγούδησε όξω στο φεγγαράκι
μα ήταν αέ- μα ήταν αέρας ταπεινός,
μα ήταν αέρας ταπεινός και πήρε τη λαλιά της
και πήρε την και πήγε την ανάμεσα πελάου
κι όσα καράβια τ’ άκουσαν όλα ιμαϊνάραν*.
Μα ένα καράβι σφακιανό, απ’ τα Σφακιά Σφακιώτες,
να μαϊνάρει δεν μπορεί, ν’ αράξει δεν ηξέρει.
– Ναύτες μαϊνάρτε τα πανιά*, βάλτε τις τέντες κάτω,
ν’ ακούσομε τη λυγερή ίντα τραγούδι λέει.
Ναύτες μαϊνάρτε τα πανιά.
*μαϊνάρω: χαλαρώνω, κατεβάζω
*μαϊνάρω τα πανιά: μαζεύω τα πανιά
Комментарии