Μάνος Χατζιδάκις - Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΦΟΝΙΑΣ - Νίκος Γκάτσος

preview_player
Показать описание
Ένα συγκλονιστικό τρίλεπτο μονόπρακτο που θα το ζήλευε ακόμη και ο Μπέκετ.

Το κάθε τραγούδι μόλις γεννηθεί στη διαδρομή του γράφει κάποια ιστορία. Η ιστορία τους μοιάζει σαν την ιστορία και την πορεία των ανθρώπων. Για άλλους είναι σημαντική, λαμπερή, ευλογημένη και χειροκροτημένη. Και για άλλους μικρή, χωρίς ιδιαίτερες εκφάνσεις, πολλές φορές ασήμαντη και αδιάφορη.
Συνήθως όμως πίσω από ένα τραγούδι κρύβεται μία ιστορία που μπορεί να είναι συγκινητική, συγκλονιστική, με τρομερό ενδιαφέρον και περιέργεια.
Μία τέτοια περίπτωση είναι η ιστορία για το καταπληκτικό τραγούδι του Χατζιδάκι και του Γκάτσου «Ο Γιάννης ο φονιάς» που ερμηνεύει συγκλονιστικά ο Μανώλης Μητσιάς.
Ο Γκάτσος δε μίλησε ποτέ δημόσια για το ποιος ήταν ο ήρωας του τραγουδιού αυτού. Δύο όμως είναι οι πιο πιθανές εκδοχές. Με την πρώτη να υποστηρίζει ότι σε ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας το 1950 και λίγο μετά από ένα φρικτό εμφύλιο που κατάπιε την Ελλάδα και ένα μεγάλο μέρος της ευαισθησίας και της τρυφερότητας της, ο Γιάννης ένα παιδί 15 χρονών σκότωσε τη μάνα του και τον εραστή της.
Η δεύτερη εκδοχή ίσως και η πιο πιθανή, την οποία διηγείται ο συγχωρεμένος ο Γιουργομέγγουλης, επιστήθιος φίλος του Λοΐζου, επικαλείται ότι του είπε ο Γκάτσος ότι ο Γιάννης ο φονιάς δεν σκότωσε ποτέ κανέναν. Ο αδελφός του Γιάννη, πατέρας τεσσάρων παιδιών σκότωσε για λόγους τιμής έναν συγχωριανό του και ο Γιάννης που ήταν αρραβωνιασμένος με το Φροσί πήρε το φονικό απάνω του για να μην ορφανέψει η φαμίλια του αδερφού του και να έχουν καλύτερη φροντίδα οι γονείς του.
Οπωσδήποτε, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι δεν ισχύει τίποτα από τα παραπάνω και απλώς είναι μία μυθοπλασία του Γκάτσου. Ο Γκάτσος στο τραγούδι «ο Γιάννης ο φονιάς», ουσιαστικά στήνει ένα συγκλονιστικό τρίλεπτο μονόπρακτο που θα το ζήλευε ακόμη και ο Μπέκετ. Ένα δωμάτιο με ένα τραπέζι, μερικές καρέκλες, ένας δίσκος με ένα ποτηράκι μέντα και ένα γλυκό κουταλιού.
Μερικά πρόσωπα βγαλμένα μέσα από Ελληνική τραγωδία με κυρίαρχο ήχο για μουσική επένδυση την απέραντη σιωπή και ένα βουβό κλάμα. Μέσα στο δωμάτιο να αιωρούνται ερωτήματα, μυστικά, ενοχές, συμβιβασμοί, ανεκπλήρωτοι έρωτες και χαμένα όνειρα. Και όλα αυτά σε ένα ολιγοσύλλαβο και λαχανιασμένο στίχο, σε μία δραματουργική σκηνή που μόνο ο Γκάτσος θα μπορούσε να δημιουργήσει, αρματωμένος καθώς ήταν με θεατρική φόρτιση και παιδεία.
Με κάτι τέτοια αριστουργήματα σαν αυτό του Γκάτσου και του Χατζιδάκι πρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας πολύ τυχερούς ότι κάποια ιερά τέρατα σαν αυτούς ανάσαιναν και βάδιζαν κάποτε δίπλα μας σε αυτόν τον ρηχό και κακόπλαστο κόσμο.

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς

"Αθανασία" Δίσκος 1976

Ο Γιάννης ο φονιάς,
παιδί μιας πατρινιάς
κι ενός Μεσολογγίτη,
προχτές την Κυριακή
μετά απ' τη φυλακή,
επέρασ' απ' το σπίτι.

Του βγάλαμε γλυκό
τού βγάλαμε και μέντα,
μα για το φονικό
δεν είπαμε κουβέντα.

Μονάχα το Φροσί,
με δάκρυ θαλασσί
στα μάτια τα μεγάλα,
τού φίλησε βουβά
τα χέρια τ’ ακριβά,
και βγήκε από τη σάλα.

Δεν μπόρεσε κανείς
τον πόνο της ν’ αντέξει,
κι ούτε ένας συγγενής
να πει δεν βρήκε λέξη.

Κι ο Γιάννης ο φονιάς,
στην άκρη της γωνιάς
με του καημού τ’ αγκάθι,
θυμήθηκε ξανά
φεγγάρια μακρινά,
και τ’ όνειρο που εχάθη.
Рекомендации по теме
Комментарии
Автор

Ο ποιητικός πρόγονος του «Γιάννη του φονιά»
Κατευθείαν ποιητικός «πρόγονος» του «Γιάννη του φονιά» έχω τη γνώμη ότι είναι «Το μεσολογγίτικο» (1914), ένα από τα πιο ευτυχισμένα ποιήματα του Μιλτιάδη Μαλακάση και της ελληνικής ποίησης

Το Μεσολογγίτικο
Η κόρη ενός θαλασσινού κ’ ενός λιμνιώτη η αδερφή,
Κ’ η μοσκοθυγατέρα
Τραγουδισμένης με καημούς μάνας, που στάθηκε κορφή
Στη νύχτα και στη μέρα,
Τι με τ’ αστρί παράβγαινε και θάμπωνε τον ήλιο —
Της Κυρ’ Αννιώς η Μπίλιω,
Πρώτη μου αγάπη, αυγερινός, μου μήνυσ’ ως ξανάρθα εδώ,
Πρι’ φύγω πάλε πίσω,
Για την ερμιά, την ξενιτιά, να πάω μια μέρα να τη δω,
Να δει α θα τη γνωρίσω.

Χρόνια, και δεν ξανάσανε στον κύκλο κόσμο τον επά,
Δεξά και κλειδοκράτα,
Που μήτε και το σπίτι της πήρε χαράς ποτέ παπά,
Κι ίδια της άλλη στράτα,
Παρά το δρόμο το στρωτό που πάει στο κοιμητήρι,
Για μάνα και για κύρη,
Τον άστρωτον ανήφορο της έγνοιας και της συλλογής,
Της θύμησης που τρώει
Πιότερο κι απ’ τα σερπετά σκουλήκια της χλιμμένης γης
Κι από το μοιρολόι.

Χηράμενη της ερωτιάς, κι απ’ την παλιά καταλαλιά,
Στο πατρικό ρημάδι,
Στα μαύρα και στα σκοτεινά, σαν την κεραυνωμένη ελιά,
Την ηύρα το άλλο βράδυ,
Που και στ’ αχνό της πρόσωπο, μαντεύονταν μονάχα,
Θαμπά και νυχτομάχα,
Σημάδια του καλού καιρού, τα μυγδαλάτα της τα δυό,
–Που να μπορούσα να ‘σκυβα δροσιά την πίκρα τους να πιώ! –
Στα δάκρυα βουτηγμένα,
Για κείνη και για μένα…
Μιλτιάδης Μαλακάσης

OrpheusDionysus
Автор

"Ο Γιάννης ο φονιάς" - Η άγνωστη ιστορία του Ηλείου πρωταγωνιστή του γνωστού τραγουδιού
Μια μέρα, λοιπόν, του αφηγήθηκα μια σύγχρονη τραγωδία, ένα έγκλημα τιμής που συνέβη το 1960 στο χωριό μου και ήμουν αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυρας για λίγα δευτερόλεπτα μέχρι η μητέρα μου να μου κλείσει με το χέρι της τα μάτια μου και να με κλειδώσει μέσα στο σπίτι. Δεν τον έλεγαν Γιάννη αλλά θα ακολουθήσω για πολλούς λόγους την ονοματοδοσία του ποιητή στους πρωταγωνιστές του Δράματος. Ο Γιάννης, λοιπόν, και το Φροσί.
Ο Γιάννης είχε κλέψει από έρωτα τη γυναίκα του και είχαν ήδη εφτά παιδιά, έξι αγόρια και μία κόρη, το Φροσί, υπηρέτρια στην Αθήνα από τα 16 της. Ο Γιάννης ήταν μουσικός, έπαιζε κιθάρα και τραγούδαγε όμορφα τα δημοτικά, και παρέα με έναν συγχωριανό που έπαιζε βιολί κάναν πολλά πανηγύρια, γάμους βαφτίσια και γλέντια σε ορεινή Ηλεία και Γορτυνία. Τα καλοκαίρια δεν ήταν λίγα τα βράδια που έφερναν τα όργανα στο καφενείο του χωριού και το αυτοσχέδιο γλέντι κράταγε ως το πρωί - ονειρεμένα βράδια, φεγγάρια ολόγιομα.
Μετά από ένα τέτοιο γλέντι και μέσω μιας άτυχης στιγμής ο Γιάννης ανακαλύπτει πως ο κολλητός του βιολιστής διατηρεί σχέση με τη γυναίκα του. Το κακό δεν άργησε να συμβεί, ο Γιάννης πάνω στη ροδαυγή σκότωσε τη γυναίκα του και πήγε φυλακή. Ήταν Αύγουστος, η δίκη έγινε στην Πάτρα τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου.
Ο Γιάννης αθωώθηκε με το “εν βρασμώ ψυχής” και όταν η είδηση έφτασε στο χωριό το χωριό πανηγύρισε. Ήταν ο ήρωας που καθάρισε την προσβολή. Οι ίδιοι άνθρωποι που στην αντίθετη περίπτωση θα τον καθιστούσαν αποσυνάγωγο, αυτή η κοινωνία της σκυθικής επαρχίας τού όπλισε το χέρι, αυτό επέβαλε η κοινωνική νόρμα.
Ο Γιάννης ήταν ο μικρός αδελφός του παππού μου και μετά την αθώωση τον υποδέχτηκαν στη σάλα του πατρικού μου μαζί με τα παιδιά του όλοι οι συγγενείς, ήρθε και το Φροσί από την Αθήνα και την ίδια μέρα έφυγε ξανά για την Αθήνα όπου εργαζόταν. Λίγους μήνες μετά το κακό δίπλωσε, το Φροσί, μην αντέχοντας το χαμό της μάνας της αυτοκτόνησε στα 18 της,
Για τους Αρκάδες και τους Πελοποννήσιους γενικά η σάλα του σπιτιού δεν είναι ένα απλό δωμάτιο, η σάλα ως χρήση αλλά και συμβολισμός είναι ο ανοιχτός χώρος κάθε οικογένειας, εκεί υποδέχονται και φιλοξενούν τον ξένο, εκεί η κοινότητα μοιράζεται τις χαρές και τις λύπες της οικογένειας, κι ο Γκάτσος γνωρίζει αυτή τη διάσταση της σάλας από τα γενοφάσκια του. Στην αποστροφή του λόγου του “Μονάχα το Φροσί, με δάκρυ θαλασσί στα μάτια τα μεγάλα του φίλησε βουβά τα χέρια τ’ ακριβά και βγήκε από τη σάλα” δεν υπάρχει άλλη ερμηνεία, όποιος “βγαίνει” από τη σάλα αφήνει δια παντός πίσω του τον κόσμο - και η λογική συνέπεια “Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς με του καημού τ’ αγκάθι, θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη” - Έκτοτε ο παππούς Γιάννης καθόταν σε μια γωνιά της αυλής με το βλέμμα απλανές προς τα Δάση του Πόθου.
Γιώργος Μητρόπουλος

OrpheusDionysus