Τραγούδια Καφέ Αμάν & Σμυρναίικου ύφους (Μικρασιάτικη σχολή)

preview_player
Показать описание
Ο όρος καφέ αμάν είναι τσιγγάνικη παραποίηση στον τούρκικο όρο mani kahvesi, που χαρακτήριζε όσα καφενεία διέθεταν 2 ή 3 τραγουδιστές που αυτοσχεδίαζαν στίχους (λεγόμενους mani).
Στην Αθήνα το πρώτο λειτούργησε το 1873, στην Ιερά Οδό. Το συγκρότημα χρησιμοποιεί βιολιά και από τους τακτικότερους πελάτες είναι ιεροψάλτες οι οποίοι συχνάζουν εκεί «δια να μανθάνωσι τους ήχους και τας αναβάσεις και καταβασίας των αμανέδων και λοιπών τραγουδιών». Εφημερίδα «Αλήθεια» 3-07-1873. Χρησιμοποιείται όμως ο όρος «καφέ σαντούρ» (ωδικά καφενεία ανατολικής μουσικής). Συναντάμε τον όρο «καφέ αμάν» μόνο μετά το 1886. Το 1871 λειτούργησε το πρώτο «καφέ σαντάν» με γερμανίδες χορεύτριες, στο ʼντρον Νυμφών, στις όχθες του Ιλισού οι οποίες με όπλο τα γυναικεία θέλγητρα προσελκύουν ανέλπιστα πλήθη πιστών στην ευρωπαϊκή μουσική, μια εύπεπτη εκδοχή της οποίας προσφέρουν τα ζωηρά τραγουδάκια τους.
Το 1874 επαναλαμβάνεται το πείραμα του 1873 με ακόμη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία. Το συγκρότημα προέρχεται από την Σμύρνη και αποτελείται από δύο τραγουδιστές (Βασίλειος Κονταξής και Αναστάσιος Βελέντζας) δύο βιολιστές (Παναγός Βογιατζής και Κοκόλης Σιλάλης), έναν λαουτιέρη (Δημήτριος Βογιατζής) και έναν σαντουριέρη (Κυριάκος Τσορβάς. Από άρθρο της εφημερίδας «Εφημερίς» 17-07-1874.
Τα επόμενα δώδεκα χρόνια (1874-1886) τα σαντούρια εισβάλλουν σταδιακά σε χώρους ψυχαγωγίας που βρίσκονταν πλησιέστερα το κέντρο. Μέχρι το 1886, που σημειώνεται η μεγάλη έκρηξη του αμανέ στην Αθήνα και εγκαινιάζεται η δεκάχρονη περίπου περίοδος της απόλυτης κυριαρχίας του, δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, αν οι επισκέψεις των ανατολίτικων συγκροτημάτων γίνονται σε μόνιμη ετήσια βάση.
Το 1883 στο αριστοκρατικότερο θέατρο της πρωτεύουσας, το θέατρο του Φαλήρου, εμφανίζεται ένας αρμένικος λυρικός θίασος. Δίπλα σε πασίγνωστες και αξιοπρεπέστατα παιγμένες γαλλικές οπερέτες, παρουσίαζαν και κάποια αρμένικα έργα, σαν τον Λαπλεπιτζή Χορ-Χορ Αγά του Αρμένιου συνθέτη Ντικράν Τσουχατζιάν, τον Αρίφ και τους Ζεϊμπέκους. Στους Ζεϊμπέκους παρουσίαζαν μάλιστα επί σκηνής σαντούρια, ντέφια και άλλα μη ευρωπαϊκά λαϊκά όργανα. Οι μελωδίες του Λαπλεπιτζή Χορ-Χορ Αγά συνδυασμένες με ελληνικούς στίχους εισβάλλουν την Αποκριά του 1886 στα αριστοκρατικά σαλόνια.
Το 1886 η Αθήνα έχει κατακλυστεί από καφέ αμάν. Δύο εξέχουσες φυσιογνωμίες είναι η Πολίτισσα Φωτεινή (Φωτεινή Κονδυλάκη) και η Σμυρνιά Κιόρ Κατίνα. Η Φωτεινή Κονδυλάκη, ή χανεντέ Φώτω, πλαισιωμένη από τον Πελοποννήσιο βιολιτζή Δημήτριο Ρόμπο, από ένα σαντούρι, ένα λαούτο και ένα κλαρίνο. Το τουρκόφωνο τραγούδι της «Μέμο» τραγουδήθηκε με πάθος.
Πρέπει να παρατηρήσουμε πως οι γυναικείες μορφές είναι περισσότερες από τις αντρικές. Αξίζει να αναφερθεί η περίπτωση της Ευθαλίας Δημητρίου, η οποία θαμπώνει με τους αισθησιακούς της χορούς. Οι γυναίκες αυτές κατάγονται κυρίως από την Σμύρνη και την Πόλη. Υπάρχουν όμως και Τουρκάλες, Αρμένισσες και Εβραίες.
Οι άντρες διακρίνονται ως οργανοπαίκτες κυρίως και μπορούν να αναδειχτούν σε αστέρες του καφέ αμάν μόνο όταν κατέχουν τη θέση του πρώτου βιολιστή.
Πέρα από τα τούρικα και αράβικα (αμανέδες, σαρκιά, γιαρέδες (αργά παθητικά τραγούδια), σαμπαϊ, ελφαζιέ(τραγούδια εσωτερικού άλγους) κ.λ.π.), εκτελεσμένα σε ελληνική, τουρκική, αρμένικη και αραβική γλώσσα, τα προγράμματα τους προσέφεραν πλήθος ελληνικά δημοτικά τραγούδια (γιαννιώτικα, κλέφτικα, μοραΐτικα κ.α.), λαϊκά των αστικών κέντρων της Ανατολής (Σμύρνη, Πόλη), αρβανίτικα (γκέκικα), ρουμάνικα (βλάχικα), βουλγάρικα και αιγυπτιακά.
Την ατμόσφαιρα στην πρώτη περίοδο μας την παρουσιάζουν σαν ένα είδος ησυχαστηρίου. Το κοινό αποτελούνταν από φιλήσυχο κόσμο νωχελών νοικοκυραίων με τις ρεμβώδεις οικοδέσποινες κι θυγατέρες τους, καθώς επίσης και από υπαξιωματικούς «γενναίους και ιππότας». Από το 1886 όμως αλλάζουν τα πράγματα. Τα καφέ αμάν ανοίγουν στην προκυμαία του Πειραιά, στην αγορά τροφίμων της Αθήνας και σε άλλα σημεία όπου το κοινό δεν μπορούσε να είναι «οικογενειακό». Το κοινό τώρα αποτελείται από ναύτες, εργάτες, εμποροϋπάλληλους και αμαξάδες. Η παρουσία γυναικών δεν μνημονεύεται. Λίγο αργότερα το κοινό χαρακτηρίζεται κουτσαβάκικο. Μια εξήγηση για αυτή την αντιφατική εικόνα του καφέ αμάν είναι η εξής: τα καφέ αμάν διαδόθηκαν ευρύτατα. Η διάδοση τους είναι τόσο μεγάλη που ακόμη και τα καφέ σαντάν συμπληρώνουν το δυναμικό τους με ανατολίτες καλλιτέχνες, οι πρωταγωνίστριες της λαϊκής Παντομίμας αρχίζουν στα διαλείμματα να τραγουδούν και να χορεύουν ελληνικούς και αράπικους ρυθμούς, τα θέατρα για μικρό χρονικό διάστημα εξοπλίζονται με τραγουδιστές και οργανοπαίκτες ανατολικού ιδιώματος, ενώ ο Φασουλής και ο Καραγκιόζης κάνουν το ίδιο. Είναι λοιπόν φυσικό να δημιουργήθηκαν καφέ αμάν με διαφορετικής προέλευσης κοινό.
Рекомендации по теме