filmov
tv
365 Ποιήματα | Ωδή Πέμπτη [XV] Εις Σούλι - Ανδρέας Κάλβος #341

Показать описание
Χαίρετε, αγαπητοί φίλοι του βιβλίου!
Σε αυτήν την σειρά βίντεο, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας την αγάπη μου για την ποίηση. Θα προσπαθήσω για 365 μέρες να σας χαρίζω και ένα ποίημα κάποιου γνωστού ή και άγνωστου ποιητή.
Ανδρέας Κάλβος, Ωδή Πέμπτη [XV] Εις Σούλι
Φυσάει σφοδρός ο αέρας,
και το δάσος κυμαίνεται
της Σελλαιίδος· φθάνουσι
μακράν εδώ, όπου κάθομαι,
μουσικά μέτρα.
Αφροντίστων ποιμένων
στίχοι δεν είναι, ή γάμου,
ή πανηγυριζόντων
νέων γυναικών και ανθρώπων,
μήτε ιερέων.
Άλλη λαμπρά πανήγυρις
την σήμερον εορτάζεται
εις την Ελλάδα· ο άγγελος
χορεύει του πολέμου·
δάφνας μοιράζει.
Βράχοι υψηλοί, διαβόητοι,
βουνά του τετραχώρου,
από σας καταβαίνουσι
πολλοί και δυνατοί
αδάμαστοι άνδρες.
Κάθε χέρι, κλαδί·
κάθε κεφάλι φέρνει
στέφανον· από βράχον
πηδάουν εις βράχον ψάλλοντες
πολέμιον άσμα.
«Μακράν και σκοτεινήν
ζωήν τα παλικάρια
μισούν· όνομα αθάνατον
θέλουν και τάφον έντιμον
αντίς διά στρώμα.»
Ούτως εβόουν· συμφώνως
τ’ άρματά τους εβρόνταον
και τ’ άντρα… — Ω δεν ακούω
πλέον παρά τον άνεμον
και τους χειμάρρους. —
Εσύ οπού τρέχεις, πρόσμενε
ω στρατιώτα· ειπέ μου,
και ας μη σε κυνηγήσει
βόλι του εχθρού, πού υπήγαν
οι σύντροφοί σου;—
«Λείπει ο καιρός. Αν έχεις
ελαφρά τα ποδάρια,
και στήθος, ακολούθα με·
τρέξε και συ μ’ εμένα·
μας φεύγει η ώρα.»—
Γνωρίζω την φωνήν σου.
Οδήγει. — Οι βράχοι φεύγουσι
τώρα υπό τα πατήματα
συχνά, φεύγουν οπίσω
σπήλαια και δένδρα.
Των ποταμών πλατέα
νερά, βαθέα λαγκάδια,
έρημα μονοπάτια,
δάση, βουνά, χωράφια,
φεύγουν οπίσω.
Ιδού το Καρπενήσι·
αυτού από τα ψηλώματα,
όπου αναμένω, βλέπω
κρυπτόν στεφανωμένων
σύνταγμα ηρώων.
Και αντίκρυ τα αναθρέμματα
του Οσμάν με δίχως τάξιν,
πλην χιλιάδας, χιλιάδας
βλέπω συγκεχυμένων
πεζών και ιππέων.
Ως εις χώραν εορτάζουσαν
συντρέχει μεν ο κόσμος
πολύς, κλαγγάς δε οργάνων,
φωνάς δε ανδρών χαιρόντων
ακούεις και κρότον.
Ούτω και εις το στρατόπεδον
των βαρβάρων ακούεις
κραυγάς, τύμπανα, κτύπους·
όμως ατρέμα ο θάνατος
στέκων τους βλέπει.
Ωστόσον της ημέρας
το φως εγίνηκ’ άφαντον·
τους ουρανούς σκεπάζει
το φοβερόν σου κάλυμμα
ιερά νύκτα.
Μητέρα φρονημάτων
υψηλών, συνεργέ
ψυχών τολμηροτάτων,
νύκτα ουρανία και σύγχρονε
δικαιοσύνης.
Συχνά από σε παιδεύονται
λαοί άφρονες, άσωτοι·
συχνά και των τυράννων
αλλάζεις την χρυσήν
ζώνην εις στάκτην.
Τώρα εδώ το πυκνότερον
σκότος σου χύσαι. Άνθρωπος
άνθρωπον ας μη βλέπει,
ας μη ξανοίγει μάτι
χείρα οπλισμένην.
Το πνεύμα ταραγμένον
των εχθρών της πατρίδος μου
ας πλάσσει φοβερούς
γίγαντας, και ας φαντάζεται
παντού μαχαίρας.
Ακούω, ακούω τον θόρυβον
ως αρχομένης μάχης·
κουφοβροντάει τοιούτως,
ότε επάνω εις τους βράχους
ρίχνεται η θάλασσα.
Δάσος βοάει τοιούτως,
οπότε από τα σύγνεφα
σκληρώς το δέρνει ο άνεμος·
ξηρά τα φύλλα φεύγουσιν
εις τον αέρα.
Νά, των σπαθιών ο κρότος
προδήλως τώρα ακούεται·
νά, πέφτουν ως ουράνιαι
βρονταί, πολλά, απροσδόκητα
βόλια θανάτου.
Νά, πανταχού σηκώνονται
ομού και των νικώντων,
και των νενικημένων
οι φωναί, τρομερή
φρικτή αρμονία.
Ω άγγελοι, οπού ετάχθητε
φύλακες των δικαίων,
της Σελλαιίδος σώσατε
τα τέκνα και τον Μπότσαρην
διά την Ελλάδα.
Έπαυσ’ η μάχη ολότελα,
αναχωρεί και η νύκτα·
ιδού που τ’ άστρα αχνύζουσι,
και οι καθαροί λευκαίνονται
αιθέριοι κάμποι.
Πυκναί, πυκναί ως ομίχλη,
περνάουν απ’ έμπροσθέν μου
των ψυχών οι χιλιάδες·
τα χέρια των ακόμα
στάζουσιν αίμα.
Άνομοι, τον σταυρόν
εχθρόν επήραν· και άγγελος
τους οδηγεί· εις το πρόσωπον
του λάμπει η καταδίκη,
ρομφαία στο χέρι.
Ιδού ανά δεκάδας,
πετάουν και των Ελλήνων
τα πνεύματα ελαφρά·
αστράπτουν ως οι ακτίνες
του πρώτου ηλίου.
Φέρνει σταυρόν και βάια
ο πτερωμένος άγγελος
που τους ηγεμονεύει·
ψάλλοντες αναβαίνουσιν
υπέρ τα νέφη.
Ψυχαί μαρτύρων χαίρετε·
την αρετήν σας άμποτε
να μιμηθώ εις τον κόσμον,
και να φέρω την λύραν μου
με σας να ψάλλω.
Μουσική: Concerto No.4 In F Minor Op. 8 No. 4, Rv297, Winter - Vivaldi
©Δεν έχω πνευματικά δεδομένα επί του έργου. Η αναπαραγωγή γίνεται αυστηρά για εκπαιδευτικούς σκοπούς.
#365ποιήματα #ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ #ΠΟΙΗΣΗ
Σε αυτήν την σειρά βίντεο, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας την αγάπη μου για την ποίηση. Θα προσπαθήσω για 365 μέρες να σας χαρίζω και ένα ποίημα κάποιου γνωστού ή και άγνωστου ποιητή.
Ανδρέας Κάλβος, Ωδή Πέμπτη [XV] Εις Σούλι
Φυσάει σφοδρός ο αέρας,
και το δάσος κυμαίνεται
της Σελλαιίδος· φθάνουσι
μακράν εδώ, όπου κάθομαι,
μουσικά μέτρα.
Αφροντίστων ποιμένων
στίχοι δεν είναι, ή γάμου,
ή πανηγυριζόντων
νέων γυναικών και ανθρώπων,
μήτε ιερέων.
Άλλη λαμπρά πανήγυρις
την σήμερον εορτάζεται
εις την Ελλάδα· ο άγγελος
χορεύει του πολέμου·
δάφνας μοιράζει.
Βράχοι υψηλοί, διαβόητοι,
βουνά του τετραχώρου,
από σας καταβαίνουσι
πολλοί και δυνατοί
αδάμαστοι άνδρες.
Κάθε χέρι, κλαδί·
κάθε κεφάλι φέρνει
στέφανον· από βράχον
πηδάουν εις βράχον ψάλλοντες
πολέμιον άσμα.
«Μακράν και σκοτεινήν
ζωήν τα παλικάρια
μισούν· όνομα αθάνατον
θέλουν και τάφον έντιμον
αντίς διά στρώμα.»
Ούτως εβόουν· συμφώνως
τ’ άρματά τους εβρόνταον
και τ’ άντρα… — Ω δεν ακούω
πλέον παρά τον άνεμον
και τους χειμάρρους. —
Εσύ οπού τρέχεις, πρόσμενε
ω στρατιώτα· ειπέ μου,
και ας μη σε κυνηγήσει
βόλι του εχθρού, πού υπήγαν
οι σύντροφοί σου;—
«Λείπει ο καιρός. Αν έχεις
ελαφρά τα ποδάρια,
και στήθος, ακολούθα με·
τρέξε και συ μ’ εμένα·
μας φεύγει η ώρα.»—
Γνωρίζω την φωνήν σου.
Οδήγει. — Οι βράχοι φεύγουσι
τώρα υπό τα πατήματα
συχνά, φεύγουν οπίσω
σπήλαια και δένδρα.
Των ποταμών πλατέα
νερά, βαθέα λαγκάδια,
έρημα μονοπάτια,
δάση, βουνά, χωράφια,
φεύγουν οπίσω.
Ιδού το Καρπενήσι·
αυτού από τα ψηλώματα,
όπου αναμένω, βλέπω
κρυπτόν στεφανωμένων
σύνταγμα ηρώων.
Και αντίκρυ τα αναθρέμματα
του Οσμάν με δίχως τάξιν,
πλην χιλιάδας, χιλιάδας
βλέπω συγκεχυμένων
πεζών και ιππέων.
Ως εις χώραν εορτάζουσαν
συντρέχει μεν ο κόσμος
πολύς, κλαγγάς δε οργάνων,
φωνάς δε ανδρών χαιρόντων
ακούεις και κρότον.
Ούτω και εις το στρατόπεδον
των βαρβάρων ακούεις
κραυγάς, τύμπανα, κτύπους·
όμως ατρέμα ο θάνατος
στέκων τους βλέπει.
Ωστόσον της ημέρας
το φως εγίνηκ’ άφαντον·
τους ουρανούς σκεπάζει
το φοβερόν σου κάλυμμα
ιερά νύκτα.
Μητέρα φρονημάτων
υψηλών, συνεργέ
ψυχών τολμηροτάτων,
νύκτα ουρανία και σύγχρονε
δικαιοσύνης.
Συχνά από σε παιδεύονται
λαοί άφρονες, άσωτοι·
συχνά και των τυράννων
αλλάζεις την χρυσήν
ζώνην εις στάκτην.
Τώρα εδώ το πυκνότερον
σκότος σου χύσαι. Άνθρωπος
άνθρωπον ας μη βλέπει,
ας μη ξανοίγει μάτι
χείρα οπλισμένην.
Το πνεύμα ταραγμένον
των εχθρών της πατρίδος μου
ας πλάσσει φοβερούς
γίγαντας, και ας φαντάζεται
παντού μαχαίρας.
Ακούω, ακούω τον θόρυβον
ως αρχομένης μάχης·
κουφοβροντάει τοιούτως,
ότε επάνω εις τους βράχους
ρίχνεται η θάλασσα.
Δάσος βοάει τοιούτως,
οπότε από τα σύγνεφα
σκληρώς το δέρνει ο άνεμος·
ξηρά τα φύλλα φεύγουσιν
εις τον αέρα.
Νά, των σπαθιών ο κρότος
προδήλως τώρα ακούεται·
νά, πέφτουν ως ουράνιαι
βρονταί, πολλά, απροσδόκητα
βόλια θανάτου.
Νά, πανταχού σηκώνονται
ομού και των νικώντων,
και των νενικημένων
οι φωναί, τρομερή
φρικτή αρμονία.
Ω άγγελοι, οπού ετάχθητε
φύλακες των δικαίων,
της Σελλαιίδος σώσατε
τα τέκνα και τον Μπότσαρην
διά την Ελλάδα.
Έπαυσ’ η μάχη ολότελα,
αναχωρεί και η νύκτα·
ιδού που τ’ άστρα αχνύζουσι,
και οι καθαροί λευκαίνονται
αιθέριοι κάμποι.
Πυκναί, πυκναί ως ομίχλη,
περνάουν απ’ έμπροσθέν μου
των ψυχών οι χιλιάδες·
τα χέρια των ακόμα
στάζουσιν αίμα.
Άνομοι, τον σταυρόν
εχθρόν επήραν· και άγγελος
τους οδηγεί· εις το πρόσωπον
του λάμπει η καταδίκη,
ρομφαία στο χέρι.
Ιδού ανά δεκάδας,
πετάουν και των Ελλήνων
τα πνεύματα ελαφρά·
αστράπτουν ως οι ακτίνες
του πρώτου ηλίου.
Φέρνει σταυρόν και βάια
ο πτερωμένος άγγελος
που τους ηγεμονεύει·
ψάλλοντες αναβαίνουσιν
υπέρ τα νέφη.
Ψυχαί μαρτύρων χαίρετε·
την αρετήν σας άμποτε
να μιμηθώ εις τον κόσμον,
και να φέρω την λύραν μου
με σας να ψάλλω.
Μουσική: Concerto No.4 In F Minor Op. 8 No. 4, Rv297, Winter - Vivaldi
©Δεν έχω πνευματικά δεδομένα επί του έργου. Η αναπαραγωγή γίνεται αυστηρά για εκπαιδευτικούς σκοπούς.
#365ποιήματα #ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ #ΠΟΙΗΣΗ
Комментарии