filmov
tv
Μάνα με κακοπάντρεψες (φωνητικό) 1/04/20

Показать описание
Ένα τραγούδι μηνυματάρικο (ζαχαριάρικο) το οποίο τραγουδιόταν την Κυριακή την ημέρα του γάμου, καθώς επέστρεφαν οι καλεσμένοι με τους νεονύμφους στο σπίτι του γαμπρού, πομπή όπου τους περίμενε η μάνα του γαμπρού να τους καλωσορίσει στο καινούριο τους σπιτικό.
Ακόμη τραγουδιόταν και την πρώτη Κυριακή μετά το γάμο το απόγευμα η νύφη με συνοδούς τον άνδρα της και τα πεθερικά της, επισκέπτονταν τους γονείς της. Η πεθερά της πρόσφερε στη συμπεθέρα γλυκίσματα και κρασί για να τη καλοπιάσει. Η νύφη διηγιόταν στη μάνα της τη νέα της ζωή. Αυτά ήταν τα λεγόμενα πιστρόφια. Από 'δω και πέρα η νύφη θα μπορούσε να επισκέπτεται μόνη της τη μητέρα της, χωρίς συνοδεία. Έτσι τελείωνε όλη η ιεροτελεστία του γάμου και οι νεόνυμφοι ακολουθούσαν το δρόμο της ζωής τους, με αγάπη και αφοσίωση.
Όταν θέριζε η επιδημία της ελονοσίας, ο θυμόσοφος λαός έκανε το πόνο του τραγούδι, με καρτερία και αισιοδοξία για να 'ξορκίσει το κακό !
Μάνα με κακοπάντρεψες
και μ'έδωσες στους κάμπους.
Εγώ στους κάμπους δε βαστώ,
νερό ζεστό δε πίνω.
Εδώ ο κούκος δε λαλεί,
πέρδικα δε το λέει.
Το λέει ο πετροκότσυφας,
το λέει κ' η τρυγόνια.
Μόν' καρτερώ την άνοιξη,
το Μάη το καλοκαίρι,
να λουλουδιάσουν τα κλαριά,
να βγάζει η γης χορτάρι,
ν'ανθίσει ο γάβρος κ' η οξιά,
να 'σιώσουν τα λημέρια,
να βγουν οι Βλάχοι στα βουνά,
να βγουν κ' οι Βλαχοπούλες,
να βγουν τα λάγια πρόβατα,
με τ'αργυρά κουδούνια,
να βγουν τ'αρνάκια παίζοντας,
σε πράσινο λιβάδι,
να βγουν και τα Βλαχόπουλα,
λαλώντας τη φλογέρα.
Να βγω κι εγώ ο μαύρος μου,
με τη βαριά αρρώστια,
να μπαίνω-βγαίνω στο μαντρί,
ν' αδράξω μια Βλαχούλα ,
να τη φορτώσω μάλαμα,
να τη φορτώσω ασήμι,
που απόκτησα στην ξενιτιά!!!
Ακόμη τραγουδιόταν και την πρώτη Κυριακή μετά το γάμο το απόγευμα η νύφη με συνοδούς τον άνδρα της και τα πεθερικά της, επισκέπτονταν τους γονείς της. Η πεθερά της πρόσφερε στη συμπεθέρα γλυκίσματα και κρασί για να τη καλοπιάσει. Η νύφη διηγιόταν στη μάνα της τη νέα της ζωή. Αυτά ήταν τα λεγόμενα πιστρόφια. Από 'δω και πέρα η νύφη θα μπορούσε να επισκέπτεται μόνη της τη μητέρα της, χωρίς συνοδεία. Έτσι τελείωνε όλη η ιεροτελεστία του γάμου και οι νεόνυμφοι ακολουθούσαν το δρόμο της ζωής τους, με αγάπη και αφοσίωση.
Όταν θέριζε η επιδημία της ελονοσίας, ο θυμόσοφος λαός έκανε το πόνο του τραγούδι, με καρτερία και αισιοδοξία για να 'ξορκίσει το κακό !
Μάνα με κακοπάντρεψες
και μ'έδωσες στους κάμπους.
Εγώ στους κάμπους δε βαστώ,
νερό ζεστό δε πίνω.
Εδώ ο κούκος δε λαλεί,
πέρδικα δε το λέει.
Το λέει ο πετροκότσυφας,
το λέει κ' η τρυγόνια.
Μόν' καρτερώ την άνοιξη,
το Μάη το καλοκαίρι,
να λουλουδιάσουν τα κλαριά,
να βγάζει η γης χορτάρι,
ν'ανθίσει ο γάβρος κ' η οξιά,
να 'σιώσουν τα λημέρια,
να βγουν οι Βλάχοι στα βουνά,
να βγουν κ' οι Βλαχοπούλες,
να βγουν τα λάγια πρόβατα,
με τ'αργυρά κουδούνια,
να βγουν τ'αρνάκια παίζοντας,
σε πράσινο λιβάδι,
να βγουν και τα Βλαχόπουλα,
λαλώντας τη φλογέρα.
Να βγω κι εγώ ο μαύρος μου,
με τη βαριά αρρώστια,
να μπαίνω-βγαίνω στο μαντρί,
ν' αδράξω μια Βλαχούλα ,
να τη φορτώσω μάλαμα,
να τη φορτώσω ασήμι,
που απόκτησα στην ξενιτιά!!!