filmov
tv
Το καπηλειό -Χαΐνηδες- Βεάκειο 12/7/2016

Показать описание
Από την μουσική παράσταση των Χαΐνηδων στο Βεάκειο στις 12/7/2016
Παίζουν και τραγουδούν:
Αποστολάκης Δημήτριος (λύρα, τραγούδι)
Ζαχαριουδάκης Δημήτριος (ακουστική κιθάρα, τραγούδι)
Κανέλλος Παναγιώτης (τύμπανα)
Μπάκα Σπυριδούλα (τραγούδι)
Μπρέντας Δημήτριος (γκάιντα, κλαρίνο, καβάλι, φλογέρα)
Νικόπουλος Μιχάλης (λαούτο, μαντολίνο, μπουζούκι, τραγούδι)
Νόνης Ιωάννης (μπάσο)
Στίχοι:Δημήτρης Αποστολάκης
Μουσική:Δημήτρης Αποστολάκης
Ερμηνείες:
1.Χαΐνηδες
2.Βασίλης Σκουλάς
Ήτανε όμορφο θαρρώ
εκείνο τον παλιό καιρό
το καπηλειό μου
γιαλός, καημός και τσικουδιά
βαρμένα μέσα στην καρδιά
με τ’ όνειρό μου.
Και κάθε μέρα από βραδύς
ντουγιουντισμένος ο Βαρδής
με το λαούτο
με το κρασί του στον οντά
στον αμανέ του να κεντά
τον κόσμο τούτο.
Κι ο Σταύρος πέρα στη γωνιά
που για δυο χείλια βυσσινιά
τα σιγοπίνει
παίρνει νερό σαν τραγουδεί
που το λαούτο του Βαρδή
τον πόνο σβήνει.
Κι ο Μύρος πιάνει το χορό
το χώμα μόνο έχει οχτρό
χρυσά παλάτια
σε κάποια θάλασσα πλατιά
θυμάται, κόκκινα φωτιά
τα δυο του μάτια.
Θυμούμαι κάθε χαραυγή
πού `λεγα ο ήλιος να μη βγει
στην αγκαλιά σου
όνειρο βάρκα με πανιά
να σεργιανίζω το ντουνιά
με τα φιλιά σου.
Αργό το ζάλο μου, βαρύ
ήτανε ψεύτικος μπορεί
ο έρωτάς σου
ρωτώ διαβάτες στα στενά
αν είδαν μάτια καστανά
σαν τα δικά σου.
Πως να δικάσω μια ζωή
κι ένα αστέρι το πρωί
που τρεμοσβήνει
στο ερειπωμένο καπηλειό
ένα μου όνειρο παλιό
έχει `πομείνει.
Παίζουν και τραγουδούν:
Αποστολάκης Δημήτριος (λύρα, τραγούδι)
Ζαχαριουδάκης Δημήτριος (ακουστική κιθάρα, τραγούδι)
Κανέλλος Παναγιώτης (τύμπανα)
Μπάκα Σπυριδούλα (τραγούδι)
Μπρέντας Δημήτριος (γκάιντα, κλαρίνο, καβάλι, φλογέρα)
Νικόπουλος Μιχάλης (λαούτο, μαντολίνο, μπουζούκι, τραγούδι)
Νόνης Ιωάννης (μπάσο)
Στίχοι:Δημήτρης Αποστολάκης
Μουσική:Δημήτρης Αποστολάκης
Ερμηνείες:
1.Χαΐνηδες
2.Βασίλης Σκουλάς
Ήτανε όμορφο θαρρώ
εκείνο τον παλιό καιρό
το καπηλειό μου
γιαλός, καημός και τσικουδιά
βαρμένα μέσα στην καρδιά
με τ’ όνειρό μου.
Και κάθε μέρα από βραδύς
ντουγιουντισμένος ο Βαρδής
με το λαούτο
με το κρασί του στον οντά
στον αμανέ του να κεντά
τον κόσμο τούτο.
Κι ο Σταύρος πέρα στη γωνιά
που για δυο χείλια βυσσινιά
τα σιγοπίνει
παίρνει νερό σαν τραγουδεί
που το λαούτο του Βαρδή
τον πόνο σβήνει.
Κι ο Μύρος πιάνει το χορό
το χώμα μόνο έχει οχτρό
χρυσά παλάτια
σε κάποια θάλασσα πλατιά
θυμάται, κόκκινα φωτιά
τα δυο του μάτια.
Θυμούμαι κάθε χαραυγή
πού `λεγα ο ήλιος να μη βγει
στην αγκαλιά σου
όνειρο βάρκα με πανιά
να σεργιανίζω το ντουνιά
με τα φιλιά σου.
Αργό το ζάλο μου, βαρύ
ήτανε ψεύτικος μπορεί
ο έρωτάς σου
ρωτώ διαβάτες στα στενά
αν είδαν μάτια καστανά
σαν τα δικά σου.
Πως να δικάσω μια ζωή
κι ένα αστέρι το πρωί
που τρεμοσβήνει
στο ερειπωμένο καπηλειό
ένα μου όνειρο παλιό
έχει `πομείνει.