filmov
tv
ΚΟΡΗ ΞΑΝΘΗ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ - Καθιστικό Θράκης (Πεντάλοφος Έβρου)

Показать описание
Επιτραπέζιο τραγούδι - Παραλογή από το χωριό Πεντάλοφος του νομού Έβρου. Πρόκειται για μία από τις πολλές θρακιώτικες εκδοχές της Παραλογής της Λυγερής, οι οποίες ανιχνεύονται σε όλο τον γεωγραφικό χώρο της πάλαι ποτέ ενιαίας Θράκης.
Παραλογές είναι τα τραγούδια με πλαστή , παραποιημένη υπόθεση, που δεν μεταφέρουν στον ποιητικό χώρο ένα απλό επεισόδιο αλλά περιγράφουν μια ολοκληρωμένη πράξη. Οι παραλογές και στην περίπτωση που περιγράφουν ένα πραγματικό γεγονός, το εμφανίζουν σαν μια οριακή, ακραία κατάσταση, όπου προβάλλεται το ουσιώδες ενώ απωθείται το τυχαίο.
Το θέμα του παρόντος τραγουδιού εστιάζεται κυρίως στο φευγιό, στην ξενιτιά και κατ' επέκταση στην ερωτική εγκατάλειψη και στο τραγούδι-μοιρολόι της γυναίκας που μένει πίσω. Το παράπονό τους - μάλλον οικείο ως εμπειρία σε όλα τα ακροατήρια - συγκλονίζει τη φύση: καράβια αλλάζουν ρότα, γεφύρια ραγίζουν, ποτάμια στέκονται, στοιχειά συγκινούνται. Εκείνες, ανήμπορες ν' αλλάξουν τη μοίρα, καταφεύγουν στο μόνο όπλο που διαθέτουν οι γυναίκες, καθηλωμένες κι αδύναμες: την κατάρα, την επίκληση δηλαδή της θείας δίκης για τιμωρία της αβάστακτης αδικίας ή στην προκειμένη περίπτωση του αβάσταχτου πόνου.
Τραγούδι: Λουλούδω Κιοσέ (από τον Πεντάλοφο Έβρου)
Ημερομηνία ηχογράφησης: 3/4/1996
Ερευνητές: Άννα Μιχαλακέλη, Μιράντα Τερζοπούλου
Οι στίχοι:
Κόρη ξανθή τραγούδαγε στης Τρίχας το γεφύρι,
ψιλά τραγούδια ν έλιγε και παραπονεμένα
κι από το θλιβερό σκοπό, το θλιβερό τραγούδι
και το γεφύρ’ εράγισε και το ποτάμι εστάθη
κι ένας διαβάτης φώναξε ’πό πέρα ’πό τη ράχη:
- Άλλαξε κόρη μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι
για να κινήσ’ ο ποταμός, να σμίξει το γεφύρι
και το στοιχειό του ποταμιού στον τόπο του να πάει.
- Εγώ δεν ετραγούδησα για βάρκες, για καράβια
γιατί έχω πόνο στην καρδιά, στα χείλη το μαράζι
μάνα και κύρη έχασα κι εννιά αδερφούς στρατιώτες
έχω και τον πολυαγαπό* άρρωστο στο κρεβάτι.
Αρρωστικό μου γύριψε το τι δεν είν’ στον κόσμο
μου γύριψε λαγού τυρί κι από αγριογίδα γάλα.
Όσο να πάω στα έρημα βουνά να κατιβώ στους κάμπους
να στήσω μαρμαρόμαντρα και να τυροκομήσω
πολυαγαπός παντρεύτηκε κι άλλη γυναίκα παίρνει
παίρνει την πλάκα πιθερά τη μαύρη γης γυναίκα.
*πολυαγαπός: ονομασία του αγαπητικού από ονοματοποιημένο ρήμα
Παραλογές είναι τα τραγούδια με πλαστή , παραποιημένη υπόθεση, που δεν μεταφέρουν στον ποιητικό χώρο ένα απλό επεισόδιο αλλά περιγράφουν μια ολοκληρωμένη πράξη. Οι παραλογές και στην περίπτωση που περιγράφουν ένα πραγματικό γεγονός, το εμφανίζουν σαν μια οριακή, ακραία κατάσταση, όπου προβάλλεται το ουσιώδες ενώ απωθείται το τυχαίο.
Το θέμα του παρόντος τραγουδιού εστιάζεται κυρίως στο φευγιό, στην ξενιτιά και κατ' επέκταση στην ερωτική εγκατάλειψη και στο τραγούδι-μοιρολόι της γυναίκας που μένει πίσω. Το παράπονό τους - μάλλον οικείο ως εμπειρία σε όλα τα ακροατήρια - συγκλονίζει τη φύση: καράβια αλλάζουν ρότα, γεφύρια ραγίζουν, ποτάμια στέκονται, στοιχειά συγκινούνται. Εκείνες, ανήμπορες ν' αλλάξουν τη μοίρα, καταφεύγουν στο μόνο όπλο που διαθέτουν οι γυναίκες, καθηλωμένες κι αδύναμες: την κατάρα, την επίκληση δηλαδή της θείας δίκης για τιμωρία της αβάστακτης αδικίας ή στην προκειμένη περίπτωση του αβάσταχτου πόνου.
Τραγούδι: Λουλούδω Κιοσέ (από τον Πεντάλοφο Έβρου)
Ημερομηνία ηχογράφησης: 3/4/1996
Ερευνητές: Άννα Μιχαλακέλη, Μιράντα Τερζοπούλου
Οι στίχοι:
Κόρη ξανθή τραγούδαγε στης Τρίχας το γεφύρι,
ψιλά τραγούδια ν έλιγε και παραπονεμένα
κι από το θλιβερό σκοπό, το θλιβερό τραγούδι
και το γεφύρ’ εράγισε και το ποτάμι εστάθη
κι ένας διαβάτης φώναξε ’πό πέρα ’πό τη ράχη:
- Άλλαξε κόρη μ’ τον ηχό και πες άλλο τραγούδι
για να κινήσ’ ο ποταμός, να σμίξει το γεφύρι
και το στοιχειό του ποταμιού στον τόπο του να πάει.
- Εγώ δεν ετραγούδησα για βάρκες, για καράβια
γιατί έχω πόνο στην καρδιά, στα χείλη το μαράζι
μάνα και κύρη έχασα κι εννιά αδερφούς στρατιώτες
έχω και τον πολυαγαπό* άρρωστο στο κρεβάτι.
Αρρωστικό μου γύριψε το τι δεν είν’ στον κόσμο
μου γύριψε λαγού τυρί κι από αγριογίδα γάλα.
Όσο να πάω στα έρημα βουνά να κατιβώ στους κάμπους
να στήσω μαρμαρόμαντρα και να τυροκομήσω
πολυαγαπός παντρεύτηκε κι άλλη γυναίκα παίρνει
παίρνει την πλάκα πιθερά τη μαύρη γης γυναίκα.
*πολυαγαπός: ονομασία του αγαπητικού από ονοματοποιημένο ρήμα