filmov
tv
GEMMA – Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ ft.ΣΧΟΛΗ 'ΑΙΩΡΗΣΙΣ' – CHANIARTOON 8 – XANIA – 28.09.2024!

Показать описание
Μνήμες
Όμορφη μέρα, ανοιχτή θάλασσα,
τι όμορφη!
Όμορφη μέρα, ανοιχτή θάλασσα
όπως χρυσός ή ασήμι.
Χρυσά ή ασημένια κύματα, ανοιχτή θάλασσα
υπέροχη, υπέροχη μέχρι το βάθος – στο ακρωτήρι.
Ήρθα, όμως χρυσός κι ασήμι
βούλιαξαν∙ στον βυθό έλαμπαν.
Ακρωτήρι: στη μια μεριά του, οικοδομή∙
στον κήπο στέγνωναν τα τούβλα,
Τα τούβλα κατακόκκινα,
μέσα στο κτίσμα – ούτ’ άχνα.
Δίπλα στο κτίσμα κάθισα∙
για λίγο, για τσιγάρο.
Κάθισα και καπνίζοντας την ώρα μου περνούσα
και στ’ ανοιχτά της θάλασσας μούγκριζε το κύμα.
Στα ανοιχτά της θάλασσας, μούγκριζε το κύμα∙
εμένα όμως, δεν μ’ ένοιαζε, την ώρα μου περνούσα.
Την ώρα καθώς ξόδευα,
κεφάλι, σώμα ζέσταινα.
Ήταν ζεστά και όμορφα∙
τα έργα στο ακρωτήρι άγγιζαν τον ήλιο∙
και η οικοδομή: σιωπή∙
πιο πέρα στο άλσος: τα πουλιά.
Τ’ άκουγες; πουλιά – πιο πέρα κελαηδούσαν∙ οικοδομή,
ακίνητη ανάπαυση.
Τ’ άκουγες; πουλιά – πιο πέρα κελαηδούσαν∙ τούβλα,
άγγιζ’ ο ήλιος τζάμι.
Το τζάμι του παράθυρου που άγγιζε ο ήλιος,
φαινόταν τόσο δροσερό.
Ωραία, πρώιμη άνοιξη
οικοδομή – πέρα στο ακρωτήρι!
Αμέσως μετά η κεραμοποιία έκλεισε,
και έτσι καθώς έσβηνε,
τα τζάμια σπάσαν όλα.
Η κεραμοποιία έκλεισε, το κτίριο μαράζωσε,
μα ακόμα περιφέρονται,
δίπλα το άλσος, τ’ άκουγες – πουλιά πως κελαηδούσαν.
Στα ανοιχτά της θάλασσας τα κύματα μουγκρίζουν,
κι ο ήλιος λάμπει στο απαλό χώμα του παλιού κήπου, όμως
εργάτης δεν πατά,
ούτε κι εγώ πηγαίνω πια.
Οι καμινάδες κάποτε ξερνούσανε καπνούς –
στέκονται πια απόκοσμοι:
φρίκη σε μέρες βροχερές,
τρόμος σε μέρες φωτεινές.
Όμως ακόμα και αυτές οι αλλόκοτες
ούτ’ αχνό πια.
Τεράστιοι παλιοί στρατιώτες
– τα πικραμένα μάτια τους, τα μάτια τα απόκοσμα.
Τα μάτια τα τρομακτικά.
βγήκα στην παραλία πια, και κάθισα στην πέτρα,
χαμήλωσα συλλογισμένο βλέμμα.
Στο κύμα ανέβαινε η καρδιά∙ ύστερα βυθιζόταν.
–Νακαχάρα Τσούγια (中原 中也): Ποιήματα (μτφρ. Λαμπριάνα Οικονόμου)
Φωτογραφίες:
Περισσότερα για τους Gemma τσεκάρετε:
Όμορφη μέρα, ανοιχτή θάλασσα,
τι όμορφη!
Όμορφη μέρα, ανοιχτή θάλασσα
όπως χρυσός ή ασήμι.
Χρυσά ή ασημένια κύματα, ανοιχτή θάλασσα
υπέροχη, υπέροχη μέχρι το βάθος – στο ακρωτήρι.
Ήρθα, όμως χρυσός κι ασήμι
βούλιαξαν∙ στον βυθό έλαμπαν.
Ακρωτήρι: στη μια μεριά του, οικοδομή∙
στον κήπο στέγνωναν τα τούβλα,
Τα τούβλα κατακόκκινα,
μέσα στο κτίσμα – ούτ’ άχνα.
Δίπλα στο κτίσμα κάθισα∙
για λίγο, για τσιγάρο.
Κάθισα και καπνίζοντας την ώρα μου περνούσα
και στ’ ανοιχτά της θάλασσας μούγκριζε το κύμα.
Στα ανοιχτά της θάλασσας, μούγκριζε το κύμα∙
εμένα όμως, δεν μ’ ένοιαζε, την ώρα μου περνούσα.
Την ώρα καθώς ξόδευα,
κεφάλι, σώμα ζέσταινα.
Ήταν ζεστά και όμορφα∙
τα έργα στο ακρωτήρι άγγιζαν τον ήλιο∙
και η οικοδομή: σιωπή∙
πιο πέρα στο άλσος: τα πουλιά.
Τ’ άκουγες; πουλιά – πιο πέρα κελαηδούσαν∙ οικοδομή,
ακίνητη ανάπαυση.
Τ’ άκουγες; πουλιά – πιο πέρα κελαηδούσαν∙ τούβλα,
άγγιζ’ ο ήλιος τζάμι.
Το τζάμι του παράθυρου που άγγιζε ο ήλιος,
φαινόταν τόσο δροσερό.
Ωραία, πρώιμη άνοιξη
οικοδομή – πέρα στο ακρωτήρι!
Αμέσως μετά η κεραμοποιία έκλεισε,
και έτσι καθώς έσβηνε,
τα τζάμια σπάσαν όλα.
Η κεραμοποιία έκλεισε, το κτίριο μαράζωσε,
μα ακόμα περιφέρονται,
δίπλα το άλσος, τ’ άκουγες – πουλιά πως κελαηδούσαν.
Στα ανοιχτά της θάλασσας τα κύματα μουγκρίζουν,
κι ο ήλιος λάμπει στο απαλό χώμα του παλιού κήπου, όμως
εργάτης δεν πατά,
ούτε κι εγώ πηγαίνω πια.
Οι καμινάδες κάποτε ξερνούσανε καπνούς –
στέκονται πια απόκοσμοι:
φρίκη σε μέρες βροχερές,
τρόμος σε μέρες φωτεινές.
Όμως ακόμα και αυτές οι αλλόκοτες
ούτ’ αχνό πια.
Τεράστιοι παλιοί στρατιώτες
– τα πικραμένα μάτια τους, τα μάτια τα απόκοσμα.
Τα μάτια τα τρομακτικά.
βγήκα στην παραλία πια, και κάθισα στην πέτρα,
χαμήλωσα συλλογισμένο βλέμμα.
Στο κύμα ανέβαινε η καρδιά∙ ύστερα βυθιζόταν.
–Νακαχάρα Τσούγια (中原 中也): Ποιήματα (μτφρ. Λαμπριάνα Οικονόμου)
Φωτογραφίες:
Περισσότερα για τους Gemma τσεκάρετε: