Τον Μίγγα τον εκρέμασαν

preview_player
Показать описание
Ο Αντώνης Μίγγας ή Μίγκας (Νάουσα, 1876 - Καρυδιά Πέλλας, 7 Ιουλίου 1907) ήταν Έλληνας Μακεδονομάχος με καταγωγή από την Νάουσα. Ήταν στενός συνεργάτης του Μακεδονομάχου Τέλλου Αγαπηνού και απαγχονίστηκε μαζί του στις 7 Ιουνίου 1907, στο χωριό Τέχοβο (Καρυδιά) Πέλλας, μετά από ενέδρα των κομιτατζήδων της ΕΜΕΟ Κασάπτσε, Ζλάταν και Χαντούρη.
Η θυσία του Αντώνη Μίγγα αποτελεί λαμπρό παράδειγμα, αφού αν και μπορούσε να γλιτώσει τη ζωή του, προτίμησε να θυσιαστεί δίπλα στον αρχηγό του και να ταφούν μαζί. "Μαζί ήρθαμε, μαζί θα πεθάνουμε, σαν θέλει ο Θεός και όπου θα πεθάνει ο αρχηγός μου, εκεί θα πεθάνω κι εγώ" ήταν τα τελευταία λόγια του Ναουσαίου εθνομάρτυρα Μακεδονομάχου, σύμφωνα με αυτόπτες, ο οποίος έπεσε τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος, προσδοκώντας την απελευθέρωση της Μακεδονίας, η οποία ήρθε 5 χρόνια αργότερα, το 1912.
“Ο Αντώνης Μίγγας ήταν αυτοδημιούργητος Ναουσαίος "τερζής", δηλαδή γουναροποιός. Έξυπνος επιχειρηματίας είχε αποκτήσει σημαντική περιουσία. Θα μπορούσε να ασχολείται με την επέκταση της επιχείρησης του και να απολαμβάνει τα αγαθά της ευμάρειας και του πλούτου. Όμως εκείνος ήταν ιδεολόγος, αγνός και αυθόρμητος. Εργασία και περιουσία τα έβαζε πολύ χαμηλά στην αξιολόγηση της ζωής του, σε σχέση με την ελευθερία της Μακεδονίας και την ένταξη της στην Μητέρα Ελλάδα. Προσέφερε τεράστιες υπηρεσίες στον Μακεδονικό Αγώνα, ακόμη και την ίδια του τη ζωή, κοντά στον αρχηγό του Τέλλο Άγρα. Τον ακολούθησε στον Γολγοθά του και τον συντροφεύει και μετά θάνατο ακόμη, αφού κοιμούνται μαζί σε τάφους αδελφωμένους, που τους περιβάλλει το ίδιο κιγκλίδωμα. Ο δεσμός της αγάπης, της πιστότητας και της φιλίας των δύο ανδρών έμεινε παροιμιώδης. Μόνο όσοι έχουν υψηλά ιδανικά, όπως είναι αυτά της λατρείας προς τον Θεό και της Φιλοπατρίας, μπορούν να αναπτύξουν τέτοια φιλία ανιδιοτελή και θυσιαστική μέχρι θανάτου.Τη φιλοπατρία του Αντ. Μίγγα αποδίδουν γλαφυρά τα λόγια που είπε στον Θεόδ. Κανελόπουλο η χήρα του Ευγενία: " Είχαμε μανία να ιδούμε το ελληνικό' ο άντρας μου φιλούσε το όπλο. Ο Αντώνης ήταν δοσμένος εκεί, άφηνε τη δουλειά του' κι εγώ ήθελα την ελευθερία, η καρδιά μου πετούσε, ποθούσε η ψυχή μου την ελευθερία…" (αυτ. σελ. 146).
Рекомендации по теме