filmov
tv
«Ο Θοδωράκης κάθεται...», ιστορικό, καθιστικό (Πελοπόννησος) ~ Λεωνίδας Σταρόγιαννης |25.3.2021|

Показать описание
Από το Λεωνίδα Σταρόγιαννη στη φωνή, το Νίκο Τσίπα στο κλαρίνο και τον Παναγιώτη Ρουσάκο στο λαούτο, ακούμε σε ζωντανή ερασιτεχνική λήψη εικόνας και ήχου, το ιστορικό, καθιστικό τραγούδι με τίτλο : «Ο Θοδωράκης κάθεται στη Ζάκυνθο στο κάστρο...», με προέλευση από την Αρκαδία Πελοποννήσου, το οποίο σχετίζεται με τους διωγμούς που εξαπέλυσαν το 1806 οι Οθωμανοί κατά των κλεφτών.
Τότε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αφού αγωνίσθηκε σκληρά επί τρεις μήνες κατά των Τούρκων, αναγκάσθηκε να ζητήσει άσυλο στη Ζάκυνθο.
Εκεί τον βρήκε ο λαϊκός ποιητής ν' αγναντεύει τα βουνά της πατρίδας του και να θρηνεί εκ νοσταλγίας.
«Ο Θοδωράκης κάθεται στην Ζάκυνθο στο Κάστρο
και με το κιάλι αγνάντευε και με το κιάλι βλέπει,
βλέπει τα πέλαγα πλατιά, και το Μοριά καψάλα,
τον πήρε το παράπονο...»
''Το Τραγούδι των Κολοκοτρωναίων''
(Η αρχαιότερη σωζόμενη παραλλαγή)
Από τη Συλλογή του Werner Von Haxthausen "Neugriechische Volkslieder" (1814)
Επανέκδοση από τον Gustav Soyter (Munster 1935), αριθμός 3
«Χριστέ, και τι να γίνανε οι Κολοκοτρωναίοι;
Μηδέ στη Μάνη φαίνονται μηδέ στο Μέγα Λάκκο.
Ο Θοδωράκης κάθεται στη Ζάκυθο, στο Κάστρο
και το Μοριά (ν) αγνάντευε, και το Μοριά 'γναντεύει.
Γλιέπει τους κάμπους πράσινους και τα βουνά μαυρίζουν.
Και τού 'ρθε 'σαν παράπονο κι αρχίνησε (ν) να κλαίγει.
Γιαννάκη! Πού 'ν τ' αδέρφια μας ο Κώστας κι ο Θανάσης
και Γιώργος που πάντά ' τανε ο δόλιος παλικάρι;
Μωρ' κειο τους τρεις τους κλείσανε μέσ' 'σ 'το μαναστηράκι.
Τρεις μέρες κάναν πόλεμο και τρία μερονύχτ (γ) ια
Χωρίς ψωμί. Χωρίς νερό. Χωρίς κανένα πράμα.
Και το γιουρούσι εκάμανε με το σπαθί στο χέρι.
Τον Γιώργο τον σκοτώσανε. Τους άλλους ελαβώσαν».
Τότε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αφού αγωνίσθηκε σκληρά επί τρεις μήνες κατά των Τούρκων, αναγκάσθηκε να ζητήσει άσυλο στη Ζάκυνθο.
Εκεί τον βρήκε ο λαϊκός ποιητής ν' αγναντεύει τα βουνά της πατρίδας του και να θρηνεί εκ νοσταλγίας.
«Ο Θοδωράκης κάθεται στην Ζάκυνθο στο Κάστρο
και με το κιάλι αγνάντευε και με το κιάλι βλέπει,
βλέπει τα πέλαγα πλατιά, και το Μοριά καψάλα,
τον πήρε το παράπονο...»
''Το Τραγούδι των Κολοκοτρωναίων''
(Η αρχαιότερη σωζόμενη παραλλαγή)
Από τη Συλλογή του Werner Von Haxthausen "Neugriechische Volkslieder" (1814)
Επανέκδοση από τον Gustav Soyter (Munster 1935), αριθμός 3
«Χριστέ, και τι να γίνανε οι Κολοκοτρωναίοι;
Μηδέ στη Μάνη φαίνονται μηδέ στο Μέγα Λάκκο.
Ο Θοδωράκης κάθεται στη Ζάκυθο, στο Κάστρο
και το Μοριά (ν) αγνάντευε, και το Μοριά 'γναντεύει.
Γλιέπει τους κάμπους πράσινους και τα βουνά μαυρίζουν.
Και τού 'ρθε 'σαν παράπονο κι αρχίνησε (ν) να κλαίγει.
Γιαννάκη! Πού 'ν τ' αδέρφια μας ο Κώστας κι ο Θανάσης
και Γιώργος που πάντά ' τανε ο δόλιος παλικάρι;
Μωρ' κειο τους τρεις τους κλείσανε μέσ' 'σ 'το μαναστηράκι.
Τρεις μέρες κάναν πόλεμο και τρία μερονύχτ (γ) ια
Χωρίς ψωμί. Χωρίς νερό. Χωρίς κανένα πράμα.
Και το γιουρούσι εκάμανε με το σπαθί στο χέρι.
Τον Γιώργο τον σκοτώσανε. Τους άλλους ελαβώσαν».
Комментарии