Το παραμύθι ενός ραγισμένου Έρωτα...

preview_player
Показать описание
Ο άνθρωπος που μπήκε ήταν πια ώριμος να εγκαταλείψει τη ζωή. Έφεγγε από διαφάνεια σαν να 'ταν από χαρτί. Ό,τι είχε αφήσει η λαιμαργία της ζωής το 'τρωγε λίγο-λίγο η ποίηση. Υποχώρησε κι αυτός στα παρακάλια κι απήγγειλε. Ο στίχος του ήταν λεπτός, απελπισμένος, ανάγγελλε την επερχόμενη δύση.
Τότε μια κορμοστασιά μπήκε κι ακούμπησε στην κορνίζα της πόρτας. Στάθηκε και κείνη να τον ακούσει. Ο Μέλιος συγκλονίστηκε. Ήταν η Δόξα. Τι ήθελε η λέαινα εδώ; Τι ήρθε να κατασπαράξει; Ταράχτηκαν οι ποιητές. Η Μούσα, η άπιαστη θεά –που την επικαλούνται μόνο στη μοναξιά τους– άφησε τη χρυσή της ομίχλη και μπήκε στο σπίτι τους. Άραγε να τον είδε; Αλλά τι να δει; Βλέπουν ποτέ κείνοι που γεννήθηκαν για να τους βλέπουν; Είναι τυφλοί!
– Μα τι πάθατε; είπε η Κλεοπάτρα. Τι έχετε;
– Τι έχω;..
– Μήπως είναι α υ τ ή ;
– Ποια;
– Η Αγράμπελη. Καθώς ξέρω δεν ήταν έτσι.
Δέχτηκε άλλη μια δόση ταραχής.
– Μου γεννάτε μια υποψία, της λέει αυτός. Ότι μπορεί –ναι– μπορεί και να είναι αυτή και να μεταμορφώθηκε για να με ξαναπιάσει απ' την αρχή. Μπορεί. Αλλά και να μην είναι αυτή, ανήκει στη «φουρνιά» αυτήν που φέρνει στον κόσμο η ζωή για να τιμωρήσει την αγγελικότητα των αθώων.
– Την ξέρετε;
– Ναι. Αλλά... ξέρετε; Είναι παράξενο. Ίσα με τώρα ήμουν βέβαιος ότι ερχόταν στη βιβλιοθήκη μου. Τώρα άρχισα να πιστεύω ότι ερχόταν μόνο στα όνειρά μου.
– Ώστε αυτή ήταν που μ' έδιωξε; έκανε πικρά...
– Από πού; τη ρώτησε κείνος αφηρημένα, αλλά αρκετά αυστηρά.
– Έχετε δίκιο. Πώς βρήκατε τους στίχους του κ. Κουντουρά;
– Ευαίσθητους, αληθινούς, ραγισμένους... όπως κι ο ίδιος.
– Αυτή είναι η αληθινή έκφραση... είπε η Ανθούλα παίρνοντας μέρος στη συζήτηση. Ξέρετε... είναι ερωτευμένες όλες οι μαθήτριες μαζί του.
– Και θέλει να πεθάνει;
– Μα... θέλει;
– Θαρρώ πως... κάτι τέτοιο συμβαίνει. Και απορώ πώς φέρεται τόσο σκληρά στον εαυτό του;
– Είναι κι αυτός βιαστικός. Μόνο που αυτός πέρασε α' τη ζωή αγέρωχα. Μήπως... τον ξέρετε;
– Λίγο. Κείνος όμως δε με ξέρει καθόλου. Κάποτε τον βάλανε να με ταπεινώσει. Θα μπορούσε. Τίποτε δε θα του στοίχιζε. Εύκολο, ακίνδυνο...
– Το 'κανε;
– Όχι. Ταπείνωσε κείνους που τον έβαλαν να με ταπεινώσει.
– Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς.
– Τώρα που τον ξαναείδα, που τον άκουσα, θαρρώ κι εγώ πως δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Μα... τι κάνετε;
– Ειδοποιώ την κ. Ακριβοπούλου ότι ήρθε η σειρά σας.
– Χάθηκα...
– Χάθηκαν όλοι οι «Τζούροι». Uάρρος και τους πνίξατε.
Η κυρία με το γενικό πρόσταγμα σηκώθηκε.
– Αγαπητοί μας προσκαλεσμένοι. Η Ανθούλα (*) μας –που έχει γίνει τελευταία συλλέκτρια «άστρων»– με ειδοποιεί ότι έχει ανακαλύψει το φωτεινότερο της συλλεκτικής της καριέρας και το 'φερε σήμερα εδώ. Είναι ο κύριος... αλλά ας μας τα πει καλύτερα η ίδια.
Η Ανθούλα σηκώθηκε ροδοκόκκινη κάτω απ' το σταρένιο της πρόσωπο.
– Δεν είναι ακριβώς έτσι. Ο κύριος που θα σας παρουσιάσω κατέχεται από υπερβολική μετριοφροσύνη. Ούτε απαγγέλλει ούτε δημοσιεύει γραπτά. Ίσως γιατί φρονεί ότι δεν είναι ακόμη καιρός. Και τώρα θα σας εξομολογηθώ κι εγώ μιαν αμαρτία μου. Στην πραγματικότητα ούτε κι εγώ διάβασα τίποτα δικό του. Πείστηκα από τις διαβεβαιώσεις μιας φίλης που δεν ξέρει να ψεύδεται. Και κάτι άλλο. Τον γνώρισα... σαν άνθρωπο. Έτσι πιστεύω πως είναι αδύνατο να 'ναι αλλιώτικος σαν ποιητής. Σας τον παρουσιάζω: Είναι ο κ. Μέλιος Καδράς!
Η Δόξα δονήθηκε σύγκορμη. Ο κ. Μανάιλας;; Και λέγεται Καδράς! Και είναι ένας κοινός απατεώνας... Για να δούμε τι τερατωδίες θα μας πει.
Αλλά με μιας σταμάτησε τον εσωτερικό της μονόλογο γιατί η απαγγελία του «απατεώνα» είχε αρχίσει:

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΕΝΟΣ ΡΑΓΙΣΜΕΝΟΥ ΕΡΩΤΑ

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ
Από το μυθιστόρημα: «Κάτω από τα άστρα της ελπίδας...»
[Συμπεριλαμβάνεται και στην Ποιητική συλλογή: «Κοντσέρτο για δυο μυδράλια κι ένα αηδόνι...» (37/46)]

(*) ΑΝΘΟΥΛΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ–ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΥ (1909 -1935)
Рекомендации по теме