filmov
tv
Άρη, Καψούρα Μου Μεγάλη (Ακουστικά Συνθήματα)
Показать описание
•Subscribe and follow me at•
•Support/Donate•
Η υπομονή κατά γενική ομολογία είναι μια σπουδαία αρετή, και μία αρετή που επίσης κατά γενική ομολογία ποτέ δεν είχα. Τα στερεότυπα είναι για να σπάνε όμως, και έτσι λοιπόν κατάφερα να κάνω υπομονή σχεδόν 9 μήνες μέχρι το ντέρμπι Άρης – ΠΑΟΚ καθώς ήθελα η περίσταση κυκλοφορίας αυτού του συνθήματος να είναι ιδιαίτερη.
Σήμερα λοιπόν ξαναγυρνάμε στο Κλεάνθης Ψυχιατρίδης και στις αγαπημένες μου γειτονιές της Θεσσαλονίκης, τις ανατολικές, να τσαλακώσουμε* γυράκι απο τον Σωκράτη (όχι απο το 157 - μιεχ), κοντοσούβλι απο την κορυφή (κορυφή) και για επιδόρπιο εξωπραγματικό ρυζόγαλο από Λέανδρο.
Το σημερινό κείμενο δεν θα έχει ποδοσφαιρικό χαρακτήρα. Πριν από ενάμιση περίπου χρόνο το Ελληνικό underground έχασε μια από τις τελευταίες ατόφιες μορφές που κρατούσαν ζωντανή την αισθητική, την αλητεία και τον ρομαντισμό μιας άλλης εποχής. Τον (μεταξύ άλλων) εμβληματικό οπαδό του Άρη, "Κουκ", ή Νίκο, ή "Γέρακα", "Γέρο",
"Ψυχάρα" και χίλια δυό άλλα.
Τα προβλήματα υγείας του τα τελευταία χρόνια ήταν πολύ σοβαρά, και όταν έγινε έκκληση βοήθειας, ανταποκρίθηκαν σύνδεσμοι σχεδόν από όλες τις ομάδες τις Ελλάδας και αρκετοί του εξωτερικού. Τελικά ο Κουκ, ένας τύπος που όσοι τον ζήσανε παλαιότερα αν ακούγανε πως "ένα τανκς επιτέθηκε στον Κούκ" θα σχολίαζαν "κρίμα για το Τανκς", απεδείχθη, προς μεγάλη έκπληξη, θνητός, και έχασε τη μάχη. Μετά τον θάνατο του, πολλοί δημοσίευσαν κείμενα με τις προσωπικές τους εμπειρίες μαζί του, συντελώντας στην Υστεροφημία του.
Όπως έχω ξαναπεί, εγώ με τα οπαδικά δεν είχα ποτέ καμία σχέση, πέραν από πολλούς φίλους που ασχολούνταν. Για τον Κουκ άκουγα ιστορίες, και τον έβλεπα σε όλα τα στέκια της πόλης, από τις πρώτες μέρες που πάτησα το πόδι μου στην Θεσσαλονίκη (2006 περίπου), όμως η πρώτη μου έντονη ανάμνηση του Κούκ ήταν σε μια πορεία για την δολοφονία Γρηγορόπουλου. Εν πάση περιπτώσει, η κατάσταση είχε ως εξής : Στην οδό Καραολή και Δημητρίου (στο ύψος των Seven) η πορεία σπάει στη μέση από τα ΜΑΤ πάνω και κάτω, και εν ολίγοις γίνεται γης μαδιάμ, με ΑΜΕΤΡΗΤΑ δακρυγόνα, σε τρομερά περιορισμένο χώρο, πολύ ξύλο με γκλοπιές, κλωτσιές, βρισίδια, μπουνιές και τα συναφή. Το ξύλο από μπάτσους δεν είναι για τους περισσότερους πρωτόγνωρη εμπειρία, αλλά το «τώρα θα πεθάνουμε» είναι. Όσο επικρατεί λοιπόν ο χαμός, όλοι οι δικοί μου (ένας κι ένας, μπουμπούκια όλοι!) έχουν ανέβει στην ταράτσα μιας οικοδομής όπου έχουν βρει καταφύγιο όλοι οι μουτζαχεντίν της πορείας. Εγώ έχω ξεμείνει κάτω με έναν ακόμα. Οι υπόλοιποι γύρω μας σχετικά συμβατικοί φοιτητές, εγώ με σωλήνα, μοϊκάνα, σκουλαρίκια και μπορντό φλάι. "Αυτό ήταν Γκουρ, μάζευε λεφτά για δικαστήριο", σκέφτηκα. Οι μπάτσοι λοιπόν μετά από πολύωρη περιποίηση, καταλήγουν στο εξής deal : "Αν κατέβουν οι μουτζαχεντίν από την Ταράτσα δεν θα κάνουμε σε εσάς προσαγωγές". Μετά από λίγη ώρα, ανοίγει η πόρτα της οικοδομής, και πρώτο-πρώτο, βλέπω τον Κουκ, με στυλ κάτι ανάμεσα σε Ναπολέοντα και Lemmy, να βγαίνει, κραδαίνοντας ένα κοντάρι, να μη μασάει κυριολεκτικά τ'αρχίδια του και να ηγείται της μαυροντυμένης ορδής.
Στα χρόνια που ακολούθησαν γνωριστήκαμε και προσωπικά, καθώς κινούμασταν σε ίδους κύκλους και παρέες λόγω Punk μουσικής. Από την πρώτη στιγμή που είχα δει το ραφτό Buzzcocks κάτω δεξιά στο μπουφάν του με τη λεοπαραδαλέ επένδυση ήξερα πως αυτός ο τύπος είχε κλάση. Νομίζω το πιο έντονο χαρακτηριστικό του ήταν το πόσο εξωφρενικά εύστοχες, γρήγορες, πανέξυπνες, ξεκαρδιστικές και διαχρονικές ήταν οι ατάκες του, και τα παρατσούκλια που έβγαζε στροφάροντας σε ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Το πώς κάποιος ονόματι «Περικλής» καταλήγει να αποκαλείται «Γκλίνκγι» είναι κάτι που με ξεπερνά. Για την ιστορία εμένα ο Κούκ με αποκαλούσε "Το Σλοθάκι το καλό", λόγω αυτιών και «ομοιότητας» με το Sloth από τα Goonies (τρελαινόταν με δωρεάν DVD παλιών blockbusters από εφημερίδες - "Τσαλάκωσα Free Willy από Ελευθεροτυπία").
Οι ιστορίες είναι αμέτρητες και ανούσιο να αναφερθούν αλλά θα κλείσω με την εξής διήγηση που ξέρω από φίλο. Παίρνουν την μηχανή για να πάνε μαζί με Κουκ γήπεδο σε Ντέρμπι με Ηρακλή. Στην πορεία τους σταματάει η αστυνομία για έλεγχο, ο οποίος ο Κούκ κάνει πως δεν συμβαίνει καν. Ο αστυνομικός απηυδεί και τον παρακαλάει ενώ ο Κουκ αρνείται επανειλημμένα το ψάξιμο καταλήγοντας στο:
- Έλα ρε συ Νίκο, και γω Αρειανός είμαι.
- ....Ένα αρχίδι. (με φωνή κουκ)
Μετά από αρκετή ώρα ο Κουκ υποκύπτει και βγάζει την (εντός πολλών εισαγωγικών) "ταυτότητα" του, η οποία είναι απλά ένα διαλυμένο χαρτί Α4 σε άθλια κατάσταση, γεμάτο καφέ λεκέδες, γεγονός που οδηγεί τον αστυνομικό σε απόγνωση...
- "Τι είναι αυτό ρε συ Νίκο...??"
- "... έπινα φράπες και το είχα για σουβέρ..."
Ξέρω πως το Ίντερνετ είναι ένα πολύ φλώρικο μέσο για τέτοιες μορφές γνήσιας αλητείας, αλλά αυτός είναι ένας μικρός φόρος τιμής, ελπίζω να σας αρέσει.
*μέχρι και το "τσαλακώνω" ατάκα Κούκ είναι, επειδή συνήθιζε να τσαλακώνει τα κουτάκια μπύρας όταν τα τελείωνε.
•Support/Donate•
Η υπομονή κατά γενική ομολογία είναι μια σπουδαία αρετή, και μία αρετή που επίσης κατά γενική ομολογία ποτέ δεν είχα. Τα στερεότυπα είναι για να σπάνε όμως, και έτσι λοιπόν κατάφερα να κάνω υπομονή σχεδόν 9 μήνες μέχρι το ντέρμπι Άρης – ΠΑΟΚ καθώς ήθελα η περίσταση κυκλοφορίας αυτού του συνθήματος να είναι ιδιαίτερη.
Σήμερα λοιπόν ξαναγυρνάμε στο Κλεάνθης Ψυχιατρίδης και στις αγαπημένες μου γειτονιές της Θεσσαλονίκης, τις ανατολικές, να τσαλακώσουμε* γυράκι απο τον Σωκράτη (όχι απο το 157 - μιεχ), κοντοσούβλι απο την κορυφή (κορυφή) και για επιδόρπιο εξωπραγματικό ρυζόγαλο από Λέανδρο.
Το σημερινό κείμενο δεν θα έχει ποδοσφαιρικό χαρακτήρα. Πριν από ενάμιση περίπου χρόνο το Ελληνικό underground έχασε μια από τις τελευταίες ατόφιες μορφές που κρατούσαν ζωντανή την αισθητική, την αλητεία και τον ρομαντισμό μιας άλλης εποχής. Τον (μεταξύ άλλων) εμβληματικό οπαδό του Άρη, "Κουκ", ή Νίκο, ή "Γέρακα", "Γέρο",
"Ψυχάρα" και χίλια δυό άλλα.
Τα προβλήματα υγείας του τα τελευταία χρόνια ήταν πολύ σοβαρά, και όταν έγινε έκκληση βοήθειας, ανταποκρίθηκαν σύνδεσμοι σχεδόν από όλες τις ομάδες τις Ελλάδας και αρκετοί του εξωτερικού. Τελικά ο Κουκ, ένας τύπος που όσοι τον ζήσανε παλαιότερα αν ακούγανε πως "ένα τανκς επιτέθηκε στον Κούκ" θα σχολίαζαν "κρίμα για το Τανκς", απεδείχθη, προς μεγάλη έκπληξη, θνητός, και έχασε τη μάχη. Μετά τον θάνατο του, πολλοί δημοσίευσαν κείμενα με τις προσωπικές τους εμπειρίες μαζί του, συντελώντας στην Υστεροφημία του.
Όπως έχω ξαναπεί, εγώ με τα οπαδικά δεν είχα ποτέ καμία σχέση, πέραν από πολλούς φίλους που ασχολούνταν. Για τον Κουκ άκουγα ιστορίες, και τον έβλεπα σε όλα τα στέκια της πόλης, από τις πρώτες μέρες που πάτησα το πόδι μου στην Θεσσαλονίκη (2006 περίπου), όμως η πρώτη μου έντονη ανάμνηση του Κούκ ήταν σε μια πορεία για την δολοφονία Γρηγορόπουλου. Εν πάση περιπτώσει, η κατάσταση είχε ως εξής : Στην οδό Καραολή και Δημητρίου (στο ύψος των Seven) η πορεία σπάει στη μέση από τα ΜΑΤ πάνω και κάτω, και εν ολίγοις γίνεται γης μαδιάμ, με ΑΜΕΤΡΗΤΑ δακρυγόνα, σε τρομερά περιορισμένο χώρο, πολύ ξύλο με γκλοπιές, κλωτσιές, βρισίδια, μπουνιές και τα συναφή. Το ξύλο από μπάτσους δεν είναι για τους περισσότερους πρωτόγνωρη εμπειρία, αλλά το «τώρα θα πεθάνουμε» είναι. Όσο επικρατεί λοιπόν ο χαμός, όλοι οι δικοί μου (ένας κι ένας, μπουμπούκια όλοι!) έχουν ανέβει στην ταράτσα μιας οικοδομής όπου έχουν βρει καταφύγιο όλοι οι μουτζαχεντίν της πορείας. Εγώ έχω ξεμείνει κάτω με έναν ακόμα. Οι υπόλοιποι γύρω μας σχετικά συμβατικοί φοιτητές, εγώ με σωλήνα, μοϊκάνα, σκουλαρίκια και μπορντό φλάι. "Αυτό ήταν Γκουρ, μάζευε λεφτά για δικαστήριο", σκέφτηκα. Οι μπάτσοι λοιπόν μετά από πολύωρη περιποίηση, καταλήγουν στο εξής deal : "Αν κατέβουν οι μουτζαχεντίν από την Ταράτσα δεν θα κάνουμε σε εσάς προσαγωγές". Μετά από λίγη ώρα, ανοίγει η πόρτα της οικοδομής, και πρώτο-πρώτο, βλέπω τον Κουκ, με στυλ κάτι ανάμεσα σε Ναπολέοντα και Lemmy, να βγαίνει, κραδαίνοντας ένα κοντάρι, να μη μασάει κυριολεκτικά τ'αρχίδια του και να ηγείται της μαυροντυμένης ορδής.
Στα χρόνια που ακολούθησαν γνωριστήκαμε και προσωπικά, καθώς κινούμασταν σε ίδους κύκλους και παρέες λόγω Punk μουσικής. Από την πρώτη στιγμή που είχα δει το ραφτό Buzzcocks κάτω δεξιά στο μπουφάν του με τη λεοπαραδαλέ επένδυση ήξερα πως αυτός ο τύπος είχε κλάση. Νομίζω το πιο έντονο χαρακτηριστικό του ήταν το πόσο εξωφρενικά εύστοχες, γρήγορες, πανέξυπνες, ξεκαρδιστικές και διαχρονικές ήταν οι ατάκες του, και τα παρατσούκλια που έβγαζε στροφάροντας σε ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Το πώς κάποιος ονόματι «Περικλής» καταλήγει να αποκαλείται «Γκλίνκγι» είναι κάτι που με ξεπερνά. Για την ιστορία εμένα ο Κούκ με αποκαλούσε "Το Σλοθάκι το καλό", λόγω αυτιών και «ομοιότητας» με το Sloth από τα Goonies (τρελαινόταν με δωρεάν DVD παλιών blockbusters από εφημερίδες - "Τσαλάκωσα Free Willy από Ελευθεροτυπία").
Οι ιστορίες είναι αμέτρητες και ανούσιο να αναφερθούν αλλά θα κλείσω με την εξής διήγηση που ξέρω από φίλο. Παίρνουν την μηχανή για να πάνε μαζί με Κουκ γήπεδο σε Ντέρμπι με Ηρακλή. Στην πορεία τους σταματάει η αστυνομία για έλεγχο, ο οποίος ο Κούκ κάνει πως δεν συμβαίνει καν. Ο αστυνομικός απηυδεί και τον παρακαλάει ενώ ο Κουκ αρνείται επανειλημμένα το ψάξιμο καταλήγοντας στο:
- Έλα ρε συ Νίκο, και γω Αρειανός είμαι.
- ....Ένα αρχίδι. (με φωνή κουκ)
Μετά από αρκετή ώρα ο Κουκ υποκύπτει και βγάζει την (εντός πολλών εισαγωγικών) "ταυτότητα" του, η οποία είναι απλά ένα διαλυμένο χαρτί Α4 σε άθλια κατάσταση, γεμάτο καφέ λεκέδες, γεγονός που οδηγεί τον αστυνομικό σε απόγνωση...
- "Τι είναι αυτό ρε συ Νίκο...??"
- "... έπινα φράπες και το είχα για σουβέρ..."
Ξέρω πως το Ίντερνετ είναι ένα πολύ φλώρικο μέσο για τέτοιες μορφές γνήσιας αλητείας, αλλά αυτός είναι ένας μικρός φόρος τιμής, ελπίζω να σας αρέσει.
*μέχρι και το "τσαλακώνω" ατάκα Κούκ είναι, επειδή συνήθιζε να τσαλακώνει τα κουτάκια μπύρας όταν τα τελείωνε.
Комментарии