filmov
tv
Παναγιώτης Πατρικόπουλος - Ματωμένα βράχια (Στη μνήμη της Ελένης Τοπαλούδη)

Показать описание
Ματωμένα βράχια
Ο απόηχος της βαριάς από τους πόνους στο κορμί αναπνοής της, όχι μόνο ακούγεται μέσα στην ησυχία της μικρής βραχώδεις ακτής, αλλά εμφανίζεται κιόλας με τη μορφή χνότων μες στο πυκνό σκοτάδι, εξαιτίας της παγωνιάς που επικρατεί στο τοπίο στο βάθος της νύχτας.
Με το πρόσωπο στραμμένο στο νερό, στάθηκε ακίνητη για λίγο προκειμένου να βεβαιωθεί πως η μαγεία της ζωής δεν είχε χαθεί. Αντιθέτως, εκείνη τη στιγμή η παρουσία της ήταν έντονα αισθητή.
Έστρεψε το βλέμμα της κοιτάζοντας πέρα. Τα βράχια κόβονται απότομα. Ο ωκεανός απλώνετε απέραντος, μοιάζει να έχει μόνο αρχή και όχι τέλος. Ένα ελαφρύ πέπλο ομίχλης την πλακώνει. Μόνο κάτι αστέρια χλωμά, πέρα απ’ τα σύννεφα, άλλοτε σαν πλοία, άλλοτε σαν νησιά, φωτίζουν στον ουρανό.
Ένα ξαφνικό αεράκι της σκορπίζει τις σκέψεις. Η ψύχρα του Νοέμβρη γίνεται οδυνηρή στη διάρκεια της νύχτας. Όλα τριγύρω άγνωστα, ψυχρά. Προσπαθώντας να τυλίξει το γυμνό πληγωμένο κορμί της με τα χέρια της, αντιλαμβάνεται ένα λευκό σημάδι στον ορίζοντα. ‘’Ξημερώνει’’ σκέφτηκε. Γύρισε να φύγει μα κάτι την κρατάει ακίνητη. Κουρνιασμένη πίσω απ’ τα βράχια, κρυώνει, ματώνει, πονάει, σιγοκλαίει. Το κλάμα της ακούγεται σαν απόκοσμος άνεμος που το βουητό του σκορπάει στα αφρισμένα κύματα. Βρίσκεται μόνη, τρομαγμένη κι αβοήθητη στην δύση του κόσμου.
Μπροστά σ’ αυτή τη άβυσσο, μονάχη κι άδυτη έμεινε να κοιτά το παρελθόν στο μαρμαρωμένο ουρανό και ν’ αναπολεί τα πάντα.
Το φεγγάρι χάθηκε και η ομίχλη διαλύθηκε. Τα δάκρυα της στέρεψαν.
Οι μορφές των δυο τεράτων με τα κρύα χέρια που την έσπρωξαν σε αυτό το αφιλόξενο τοπίο έσβησαν πάνω απ’ τις σχισμές των βράχων, με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου. Στη θέση τους, στην άκρη του γκρεμού, στέκονταν επιβλητικά δύο μεγάλα παράξενα κατάλευκα πουλιά. Πέταξαν πάνω απ’ τη σιωπή, μάζεψαν τα φτερά και στάθηκαν πλάι στο γυμνό και παγωμένο κορμί της.
Ήταν καθαρά σαν αστροφεγγιά και το φεγγοβόλημά τους ήταν απαλό και φιλικό. Όμως πιο όμορφο απ’ όλα ήταν ο τρόπος ο οποίος την κοιτούσαν.
Μια παράξενη λιακάδα έφεξε στο φοβισμένο πρόσωπό της.
‘’Ποιοι είστε;’’ αναρωτήθηκε μέσα της.
‘’Είμαστε τ’ αδέλφια σου Ελένη’’. Τα λόγια αντηχούσαν καθαρά και ήρεμα. ‘’ Ήρθαμε να σε πάμε σπίτι. Το σχολείο τελείωσε κ’ ήρθε η ώρα να φύγουμε’’.
Κοίταξε πέρα από τους ώμους της χαμογελώντας πικρά. Πήρε μια κοφτερή πέτρα, σηκώθηκε και χάραξε πάνω σε ένα βράχο ένα βέλος που σημάδευε προς τον ουρανό. Έριξε μια τελευταία ματιά στη Θάλασσά, που με τόσο πάθος είχε αγαπήσει, κι όπως το κύμα έπεφτε στη στεριά άφησε πάνω στο νερό το αγαπημένο της τριαντάφυλλο το οποίο έπαιρνε μαζί της πάντα και παντού.
‘’Είμαι έτοιμη’’ ψιθύρισε σχεδόν από μέσα της.
Η αναμονή στη φυλακή της μεταξένιας σαρκοφάγου της έληξε, αφού με το τέλος της νύχτας βρέθηκε να καμαρώνει τα καινούργια λευκόχρυσα ανοιχτά φτερά της.
Το παγωμένο πέλαγος κάτω από τον φωτισμένο ουρανό χάθηκαν, υποχρεώνοντας την να αναχωρήσει για άλλες ποιο φιλόξενες παραλλήλους.
Όλα είναι βουτηγμένα στη σιωπή. Μια λευκή σκιά απομακρύνεται, αφήνοντας πίσω της ίχνη ντροπής πάνω στα ματωμένα βράχια.
Η ομίχλη των ποιο πρόσφατων αναμνήσεων, σύρθηκε έξω από το κεφάλι της και οι ακτίνες του ήλιου κατέβηκαν και βυθίστηκαν στα μάτια της. Το πλοίο της ψυχής της την αποβίβασε στις ποιο παράξενες κι απόκρημνες ακτές.
Ξημέρωμα Τετάρτης 28 Νοεμβρίου 2018.
Κάπου μεταξύ της Ρόδου κι ενός άλλου τόπου.
Παναγιώτης Πατρικόπουλος. ''Ματωμένα βράχια''
Κείμενο - Μουσική: Παναγιώτης Πατρικόπουλος.
Πλήκτρα: Νίκος Χαραλάμπους.
Κιθάρα: Ανδρέας Ντούγιας.
Στη μνήμη της Ελένης Τοπαλούδη.
Ο απόηχος της βαριάς από τους πόνους στο κορμί αναπνοής της, όχι μόνο ακούγεται μέσα στην ησυχία της μικρής βραχώδεις ακτής, αλλά εμφανίζεται κιόλας με τη μορφή χνότων μες στο πυκνό σκοτάδι, εξαιτίας της παγωνιάς που επικρατεί στο τοπίο στο βάθος της νύχτας.
Με το πρόσωπο στραμμένο στο νερό, στάθηκε ακίνητη για λίγο προκειμένου να βεβαιωθεί πως η μαγεία της ζωής δεν είχε χαθεί. Αντιθέτως, εκείνη τη στιγμή η παρουσία της ήταν έντονα αισθητή.
Έστρεψε το βλέμμα της κοιτάζοντας πέρα. Τα βράχια κόβονται απότομα. Ο ωκεανός απλώνετε απέραντος, μοιάζει να έχει μόνο αρχή και όχι τέλος. Ένα ελαφρύ πέπλο ομίχλης την πλακώνει. Μόνο κάτι αστέρια χλωμά, πέρα απ’ τα σύννεφα, άλλοτε σαν πλοία, άλλοτε σαν νησιά, φωτίζουν στον ουρανό.
Ένα ξαφνικό αεράκι της σκορπίζει τις σκέψεις. Η ψύχρα του Νοέμβρη γίνεται οδυνηρή στη διάρκεια της νύχτας. Όλα τριγύρω άγνωστα, ψυχρά. Προσπαθώντας να τυλίξει το γυμνό πληγωμένο κορμί της με τα χέρια της, αντιλαμβάνεται ένα λευκό σημάδι στον ορίζοντα. ‘’Ξημερώνει’’ σκέφτηκε. Γύρισε να φύγει μα κάτι την κρατάει ακίνητη. Κουρνιασμένη πίσω απ’ τα βράχια, κρυώνει, ματώνει, πονάει, σιγοκλαίει. Το κλάμα της ακούγεται σαν απόκοσμος άνεμος που το βουητό του σκορπάει στα αφρισμένα κύματα. Βρίσκεται μόνη, τρομαγμένη κι αβοήθητη στην δύση του κόσμου.
Μπροστά σ’ αυτή τη άβυσσο, μονάχη κι άδυτη έμεινε να κοιτά το παρελθόν στο μαρμαρωμένο ουρανό και ν’ αναπολεί τα πάντα.
Το φεγγάρι χάθηκε και η ομίχλη διαλύθηκε. Τα δάκρυα της στέρεψαν.
Οι μορφές των δυο τεράτων με τα κρύα χέρια που την έσπρωξαν σε αυτό το αφιλόξενο τοπίο έσβησαν πάνω απ’ τις σχισμές των βράχων, με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου. Στη θέση τους, στην άκρη του γκρεμού, στέκονταν επιβλητικά δύο μεγάλα παράξενα κατάλευκα πουλιά. Πέταξαν πάνω απ’ τη σιωπή, μάζεψαν τα φτερά και στάθηκαν πλάι στο γυμνό και παγωμένο κορμί της.
Ήταν καθαρά σαν αστροφεγγιά και το φεγγοβόλημά τους ήταν απαλό και φιλικό. Όμως πιο όμορφο απ’ όλα ήταν ο τρόπος ο οποίος την κοιτούσαν.
Μια παράξενη λιακάδα έφεξε στο φοβισμένο πρόσωπό της.
‘’Ποιοι είστε;’’ αναρωτήθηκε μέσα της.
‘’Είμαστε τ’ αδέλφια σου Ελένη’’. Τα λόγια αντηχούσαν καθαρά και ήρεμα. ‘’ Ήρθαμε να σε πάμε σπίτι. Το σχολείο τελείωσε κ’ ήρθε η ώρα να φύγουμε’’.
Κοίταξε πέρα από τους ώμους της χαμογελώντας πικρά. Πήρε μια κοφτερή πέτρα, σηκώθηκε και χάραξε πάνω σε ένα βράχο ένα βέλος που σημάδευε προς τον ουρανό. Έριξε μια τελευταία ματιά στη Θάλασσά, που με τόσο πάθος είχε αγαπήσει, κι όπως το κύμα έπεφτε στη στεριά άφησε πάνω στο νερό το αγαπημένο της τριαντάφυλλο το οποίο έπαιρνε μαζί της πάντα και παντού.
‘’Είμαι έτοιμη’’ ψιθύρισε σχεδόν από μέσα της.
Η αναμονή στη φυλακή της μεταξένιας σαρκοφάγου της έληξε, αφού με το τέλος της νύχτας βρέθηκε να καμαρώνει τα καινούργια λευκόχρυσα ανοιχτά φτερά της.
Το παγωμένο πέλαγος κάτω από τον φωτισμένο ουρανό χάθηκαν, υποχρεώνοντας την να αναχωρήσει για άλλες ποιο φιλόξενες παραλλήλους.
Όλα είναι βουτηγμένα στη σιωπή. Μια λευκή σκιά απομακρύνεται, αφήνοντας πίσω της ίχνη ντροπής πάνω στα ματωμένα βράχια.
Η ομίχλη των ποιο πρόσφατων αναμνήσεων, σύρθηκε έξω από το κεφάλι της και οι ακτίνες του ήλιου κατέβηκαν και βυθίστηκαν στα μάτια της. Το πλοίο της ψυχής της την αποβίβασε στις ποιο παράξενες κι απόκρημνες ακτές.
Ξημέρωμα Τετάρτης 28 Νοεμβρίου 2018.
Κάπου μεταξύ της Ρόδου κι ενός άλλου τόπου.
Παναγιώτης Πατρικόπουλος. ''Ματωμένα βράχια''
Κείμενο - Μουσική: Παναγιώτης Πατρικόπουλος.
Πλήκτρα: Νίκος Χαραλάμπους.
Κιθάρα: Ανδρέας Ντούγιας.
Στη μνήμη της Ελένης Τοπαλούδη.