filmov
tv
12 Η στεριά

Показать описание
ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ - Ο ΜΙΚΡΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ - 12 Η στεριά
Απ’ όταν άνοιξες τα μάτια σου στον μάταιο τούτο κόσμο
Ψάχνεις να βρεις το δίκιο σου και κάνεις τον καμπόσο
Θεατρίνε, η πιο αβάσταχτη ελαφρότητα σου είναι
Ότι δείχνεις με το δάχτυλο, τον εαυτό σου κρίνε
Αρλεκίνε, η νωθρότητα σου τίναξε μυαλά
Είσαι μια βρύση που κυλά και το νερό της σπαταλά
Αποφεύγεις τον πόνο και το χρόνο σου σκοτώνεις
Στων τύψεων το πέλαγος μονίμως πελαγώνεις
Σκλαβώνεις τις στιγμές, αφού να ζήσεις δε μπορείς
Τις κρατάς απ το λαιμό, για βοήθεια εκλιπαρείς
Έχεις μάθει και στα πιο λεπτά σχοινιά να ισορροπείς
Κι όσο μοιάζει αδύνατο, τόσο εσύ το προσπαθείς
Εξιστορείς ιστορίες, που γράψανε οι νικητές
Κι όμως χάθηκε η ουσία μες στις συναναστροφές
Πάρε στροφές, σταμάτα να γυρνάς βόλτες στο χθες
Δες τι έφταιξε και πέτα τις περίσσειες ενοχές
Σε λαβυρίνθους που δεν έχουν τελειωμό περιπατείς
Κάνεις κύκλους, καταλήγεις στο ίδιο μέρος να βρεθείς
Νουθετείς όλους τους άλλους, τον εαυτό σου αμελείς
Καμιά σανίδα σωτηρίας δε βρίσκεις να πιαστείς
Σε κάθε σήμα πομπού, πρέπει ο δέκτης να είναι εκεί
Ν’ αγωνιά, να σ’ αναπαύει, να σου δίνει προσοχή
Αφού το βάρος περιορίζει της δράσεως τα πεδία
Αφαίρεσε το, γέρνει και βουλιάζει η σχεδία
Αργοσβήνει η ελπίδα, το ένστικτο σου ήταν παγίδα
Τώρα θα πνιγείς, γι’ αυτό σκάσε και κολύμπα
Βρίσκεσαι βαθιά κι η στεριά είναι μακριά
Μα το μάτι σου την πιάνει, άρα δεν είναι αργά
(Χ2)
Βυθισμένο το σώμα στη Γη κι ο λογισμός πλανάται αιώνια
Μέσα μου βρήκα τον έρωτα, όχι σε βρώμικα σεντόνια
Στυλώνομαι στα στασίδια, τσιμέντο έχω για στρώμα
Κι όχι ένεκα φτώχειας, είναι του πνεύματος το διώμα
Αποφεύγω φροντίδες κι ανέσεις, καταπονώντας το σώμα
Κι έτσι το υποδουλώνω στης αγνότητας το όμμα
Τα μάτια μου βλέπουν τον ήλιο, μα η καρδιά μου έχει μείνει τυφλή
Ο ήλιος δεν είναι το φως της ζωής, το φως μου είσαι εσύ
Ότι έχεις φτιάξει Χριστέ μου θαυμάζω, νύχτες άγρυπνος σε δοξάζω
Ότι μισείς το μισώ, κι όταν προσεύχομαι αναστενάζω
Δριμύς απέβη ο αγώνας μου, δριμύς όπως ο άγος
Βαρύς θα πέσει ο πέλεκυς, βαρύς και αδηφάγος
Είμαι πάγος, φωτιά, νερό, αέρας κι ουρανός
Ουραγός κανενός, είμαι της φύσης αρωγός
Κεραυνός που χτυπά, δε σε τιμά μόνο η βροντή
Είμαι η γη που σε θρέφει, με δέρμα μου έχεις ντυθεί
Αγέρι που φυσά, σκορπά, ότι βρει μπροστά στο χάρτη
Σε μέρη, που δεν έχει, αιώνες δει ανθρώπου μάτι
Από κάθε πλοίο που σάλπαρε, βρέθηκε το κατάρτι
Άνοιξε στόμα η θάλασσα, τα σκέπασε το αλάτι
Είμαι έρημος, πηχτό σκοτάδι, εσύ λαμπρό αστέρι μου
Για σε πνιχτά το δάκρυ μου στάζει με το αγιοκέρι μου
Συχνά-πυκνά με δρόσιζαν τα χείλη σου στα θέρη μου
Κι οι ανάσες σου με ζέσταιναν χειμώνες στο νυχτέρι μου
Αργοσβήνει η ελπίδα, το ένστικτο σου ήταν παγίδα
Τώρα θα πνιγείς, γι’ αυτό σκάσε και κολύμπα
Βρίσκεσαι βαθιά κι η στεριά είναι μακριά
Μα το μάτι σου την πιάνει, άρα δεν είναι αργά
(Χ2)
Απ’ όταν άνοιξες τα μάτια σου στον μάταιο τούτο κόσμο
Ψάχνεις να βρεις το δίκιο σου και κάνεις τον καμπόσο
Θεατρίνε, η πιο αβάσταχτη ελαφρότητα σου είναι
Ότι δείχνεις με το δάχτυλο, τον εαυτό σου κρίνε
Αρλεκίνε, η νωθρότητα σου τίναξε μυαλά
Είσαι μια βρύση που κυλά και το νερό της σπαταλά
Αποφεύγεις τον πόνο και το χρόνο σου σκοτώνεις
Στων τύψεων το πέλαγος μονίμως πελαγώνεις
Σκλαβώνεις τις στιγμές, αφού να ζήσεις δε μπορείς
Τις κρατάς απ το λαιμό, για βοήθεια εκλιπαρείς
Έχεις μάθει και στα πιο λεπτά σχοινιά να ισορροπείς
Κι όσο μοιάζει αδύνατο, τόσο εσύ το προσπαθείς
Εξιστορείς ιστορίες, που γράψανε οι νικητές
Κι όμως χάθηκε η ουσία μες στις συναναστροφές
Πάρε στροφές, σταμάτα να γυρνάς βόλτες στο χθες
Δες τι έφταιξε και πέτα τις περίσσειες ενοχές
Σε λαβυρίνθους που δεν έχουν τελειωμό περιπατείς
Κάνεις κύκλους, καταλήγεις στο ίδιο μέρος να βρεθείς
Νουθετείς όλους τους άλλους, τον εαυτό σου αμελείς
Καμιά σανίδα σωτηρίας δε βρίσκεις να πιαστείς
Σε κάθε σήμα πομπού, πρέπει ο δέκτης να είναι εκεί
Ν’ αγωνιά, να σ’ αναπαύει, να σου δίνει προσοχή
Αφού το βάρος περιορίζει της δράσεως τα πεδία
Αφαίρεσε το, γέρνει και βουλιάζει η σχεδία
Αργοσβήνει η ελπίδα, το ένστικτο σου ήταν παγίδα
Τώρα θα πνιγείς, γι’ αυτό σκάσε και κολύμπα
Βρίσκεσαι βαθιά κι η στεριά είναι μακριά
Μα το μάτι σου την πιάνει, άρα δεν είναι αργά
(Χ2)
Βυθισμένο το σώμα στη Γη κι ο λογισμός πλανάται αιώνια
Μέσα μου βρήκα τον έρωτα, όχι σε βρώμικα σεντόνια
Στυλώνομαι στα στασίδια, τσιμέντο έχω για στρώμα
Κι όχι ένεκα φτώχειας, είναι του πνεύματος το διώμα
Αποφεύγω φροντίδες κι ανέσεις, καταπονώντας το σώμα
Κι έτσι το υποδουλώνω στης αγνότητας το όμμα
Τα μάτια μου βλέπουν τον ήλιο, μα η καρδιά μου έχει μείνει τυφλή
Ο ήλιος δεν είναι το φως της ζωής, το φως μου είσαι εσύ
Ότι έχεις φτιάξει Χριστέ μου θαυμάζω, νύχτες άγρυπνος σε δοξάζω
Ότι μισείς το μισώ, κι όταν προσεύχομαι αναστενάζω
Δριμύς απέβη ο αγώνας μου, δριμύς όπως ο άγος
Βαρύς θα πέσει ο πέλεκυς, βαρύς και αδηφάγος
Είμαι πάγος, φωτιά, νερό, αέρας κι ουρανός
Ουραγός κανενός, είμαι της φύσης αρωγός
Κεραυνός που χτυπά, δε σε τιμά μόνο η βροντή
Είμαι η γη που σε θρέφει, με δέρμα μου έχεις ντυθεί
Αγέρι που φυσά, σκορπά, ότι βρει μπροστά στο χάρτη
Σε μέρη, που δεν έχει, αιώνες δει ανθρώπου μάτι
Από κάθε πλοίο που σάλπαρε, βρέθηκε το κατάρτι
Άνοιξε στόμα η θάλασσα, τα σκέπασε το αλάτι
Είμαι έρημος, πηχτό σκοτάδι, εσύ λαμπρό αστέρι μου
Για σε πνιχτά το δάκρυ μου στάζει με το αγιοκέρι μου
Συχνά-πυκνά με δρόσιζαν τα χείλη σου στα θέρη μου
Κι οι ανάσες σου με ζέσταιναν χειμώνες στο νυχτέρι μου
Αργοσβήνει η ελπίδα, το ένστικτο σου ήταν παγίδα
Τώρα θα πνιγείς, γι’ αυτό σκάσε και κολύμπα
Βρίσκεσαι βαθιά κι η στεριά είναι μακριά
Μα το μάτι σου την πιάνει, άρα δεν είναι αργά
(Χ2)