filmov
tv
Παναγία Καρδιώτισσα - Άγιος Θωμάς Μονοφατσίου
Показать описание
Το όμορφο ξωκκλήσι της Παναγίας Καρδιώτισσας βρίσκεται στην καταπράσινη τοποθεσία Παναγία, λίγο έξω από τον Άγιο Θωμά. Η εκκλησία είναι κτισμένη δίπλα στον ποταμό Αξεδιανό και το χειμώνα δημιουργούνται καταρράκτες ακριβώς στο άκρο του περιβόλου της εκκλησίας, κάνοντας το τοπίο πραγματικά μοναδικό. Δίπλα υπάρχει κι ένας αναστηλωμένος νερόμυλος σε πολύ καλή κατάσταση και η Ενετική καμάρα που διέσχιζε τον ποταμό, στον οποίο υπάρχουν ακόμη τα κατάλοιπα περισσότερων από 15 νερόμυλων.
Το εκκλησάκι φέρει ίχνη τοιχογραφιών του 14ου αιώνα και κτίστηκε τον 13ο αιώνα στη θέση παλαιότερου ναού (του 7ου αιώνα), ο οποίος με τη σειρά του πιθανώς ήταν κτισμένος στη θέση αρχαίου ιερού. Το 1912 η Παναγιά έγινε προσκύνημα παγκρήτιας εμβέλειας, επειδή μετά από «όραμα» μιας γυναίκας και ανασκαφές που ακολούθησαν φανερώθηκε η εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Λόγω των πολλών πιστών που κατέφθαναν εδώ, δημιουργήθηκε σύντομα η ανάγκη για το κτίσιμο ενός ξενώνα, ο οποίος βρίσκεται στο χώρο και σήμερα.
Κατά την περίοδο 1935-1962 στο χώρο ζούσαν μοναχές - επιστάτριες, ενώ κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής ο ξενώνας φιλοξένησε λαϊκούς από την ευρύτερη περιοχή του νομού Ηρακλείου. Μάλιστα ο ένας από αυτούς, ο Μαστρογιάννης, έκτισε ως αντάλλαγμα το καμπαναριό της εκκλησίας.
Το προσκύνημα ξεχάστηκε, αλλά το 1992-1994 εκταταμένες εργασίες αναστήλωσης επανέφεραν την παλιά αίγλη του χώρου. Σήμερα ο χώρος έχει διαμορφωθεί με πολύ μεγάλο ζήλο από τους τοπικούς φορείς και είναι ιδανικός για μια επίσκεψη. Έχουν τοποθετηθεί παγκάκια κάτω από ένα γιγάντιο "δρυγιά" των 600 ετών, ενώ παραδίπλα υπάρχει χώρος με παγώνια. Ο ξενώνας παράλληλα φιλοξενεί το εργαστήριο των γυναικών του Αγίου Θωμά που ασχολούνται με παραδοσιακή υφαντική.
Αξίζει να σημειωθεί ότι και στην Παναγία, όπως και σε όλες τις εκκλησίες του Αγίου Θωμά, λαμβάνει μέρος το πανάρχαιο έθιμο του ζωσίματος. Σύμφωνα με αυτό το έθιμο, οι γυναίκες του χωριού κάθε 2-3 χρόνια πλέκουν πολύ μακριά σκοινιά τα οποία εμβαπτίζουν 7 φορές μέσα σε μελισσοκέρι. Στη συνέχεια, κάποια μέρα της άνοιξης, τοποθετούν τα σκοινιά περιμετρικά της εκκλησίας ή αλλιώς τη "ζώνουν". Ο κύκλος αυτός λένε ότι διώχνει όλα τα κακά και φέρνει καλοτυχία. Αυτό το έθιμο έχει ρίζες στην αρχαία Ελλάδα, όταν ζώναν τα σπίτια των οικισμών για να τα προστατεύσουν από το κακό.
Το εκκλησάκι φέρει ίχνη τοιχογραφιών του 14ου αιώνα και κτίστηκε τον 13ο αιώνα στη θέση παλαιότερου ναού (του 7ου αιώνα), ο οποίος με τη σειρά του πιθανώς ήταν κτισμένος στη θέση αρχαίου ιερού. Το 1912 η Παναγιά έγινε προσκύνημα παγκρήτιας εμβέλειας, επειδή μετά από «όραμα» μιας γυναίκας και ανασκαφές που ακολούθησαν φανερώθηκε η εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Λόγω των πολλών πιστών που κατέφθαναν εδώ, δημιουργήθηκε σύντομα η ανάγκη για το κτίσιμο ενός ξενώνα, ο οποίος βρίσκεται στο χώρο και σήμερα.
Κατά την περίοδο 1935-1962 στο χώρο ζούσαν μοναχές - επιστάτριες, ενώ κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής ο ξενώνας φιλοξένησε λαϊκούς από την ευρύτερη περιοχή του νομού Ηρακλείου. Μάλιστα ο ένας από αυτούς, ο Μαστρογιάννης, έκτισε ως αντάλλαγμα το καμπαναριό της εκκλησίας.
Το προσκύνημα ξεχάστηκε, αλλά το 1992-1994 εκταταμένες εργασίες αναστήλωσης επανέφεραν την παλιά αίγλη του χώρου. Σήμερα ο χώρος έχει διαμορφωθεί με πολύ μεγάλο ζήλο από τους τοπικούς φορείς και είναι ιδανικός για μια επίσκεψη. Έχουν τοποθετηθεί παγκάκια κάτω από ένα γιγάντιο "δρυγιά" των 600 ετών, ενώ παραδίπλα υπάρχει χώρος με παγώνια. Ο ξενώνας παράλληλα φιλοξενεί το εργαστήριο των γυναικών του Αγίου Θωμά που ασχολούνται με παραδοσιακή υφαντική.
Αξίζει να σημειωθεί ότι και στην Παναγία, όπως και σε όλες τις εκκλησίες του Αγίου Θωμά, λαμβάνει μέρος το πανάρχαιο έθιμο του ζωσίματος. Σύμφωνα με αυτό το έθιμο, οι γυναίκες του χωριού κάθε 2-3 χρόνια πλέκουν πολύ μακριά σκοινιά τα οποία εμβαπτίζουν 7 φορές μέσα σε μελισσοκέρι. Στη συνέχεια, κάποια μέρα της άνοιξης, τοποθετούν τα σκοινιά περιμετρικά της εκκλησίας ή αλλιώς τη "ζώνουν". Ο κύκλος αυτός λένε ότι διώχνει όλα τα κακά και φέρνει καλοτυχία. Αυτό το έθιμο έχει ρίζες στην αρχαία Ελλάδα, όταν ζώναν τα σπίτια των οικισμών για να τα προστατεύσουν από το κακό.