Γιώργος N. Mανετας - Ποίηση

preview_player
Показать описание
Γιώργος N. Μανέτας - Ποίηση

Μνήμες

Στον άταφο ναύτη

Στην γοερή σού ορκίζομαι κείνη κραυγή του φάρου
και στου βυθού που ξάπλωσες την άμμο τη νωπή,
θύρα να βρω στα βάθη της ν' ανταμωθώ του Χάρου
τ' ανήλια εκείνα δώματα που κατοικεί η σιωπή.

Κι όταν θα βρω το σκοτεινό του Χάροντα λημέρι,
τα πιο ακριβά μαλάματα θα δώσω και σκουτιά,
για να σου σφίξω ακόμη μια στερνή φορά το χέρι
πριν σε πλαγιάσει ατίμητο του ερέβους η ερημιά.

Πριν να σε λούσει πένθιμα το φως απ' το φεγγάρι
και πριν της λήθης τ' όνομα στην πέτρα σου γραφτεί,
βάζω την πένα στο χαρτί και κάνω την δοξάρι
για να τους πω πως χάθηκες δίχως κλαυθμό, ταφή:

Λέξεις συλλέγω ιάσμινες να πλέξω το στεφάνι
μα η ρίμα βγάζει συμφορά και στεναγμού λυγμό.
Στο θλιβερό ταξίδι σου, η πένα μου αποκάνει,
πενθεί και υγραίνει ως να 'τανε κι εκείνη από πνιγμό.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Θύμηση

Πάλι χθες στο εικονοστάσι σαν να σβήστηκε το φως μου·
γιε μου - εσύ, πικρό κομμάτι της ζωής μου, μακρινό...
σε ποιας Θάλασσας τη μέση, σε ποιαν άκρη αυτού του κόσμου
ταξιδεύεις και δεν βλέπω πίσω να ΄χεις γυρισμό;

Σαν να μου χτυπάει την πόρτα κάθε θόρυβος που φτάνει
μα στην κάμαρά σου, γιε μου, το κρεβάτι σου αδειανό.
Το κρεβάτι αυτό που στρώνω και χαϊδεύω, που 'χα γιάνει
το κορμάκι σου εκεί πάνω, τώρα μοιάζει νεκρικό.

Θέλω λίγο ν' αγκαλιάσω την ανέγγιχτη ψυχή σου
πριν τα μάτια μου σφαλίσω και δεν έχουν μνήμη πια.
Έλα, εγώ μονάκριβέ μου που καρτέραα τη ζωή σου
και τη στόλιζα με τ' άνθη της ψυχής μου, γιασεμιά.

Πριν η νύχτα χαμηλώσει και μ' αγγίξει το σκοτάδι
και σ' αυτό το εικονοστάσι πια το φως μου σκορπιστεί,
έλα να σ' αγγίξει λίγο της υστέρησης το χάδι,
και της θύμησής σου ο πόνος κάπως μέσα μου σβηστεί.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Θα 'χω να λέω

Όταν τα χρόνια γείρουνε στις πλάτες μου βαριά,
από το μόλο κι ύστερα θε να κοιτάω τα πλοία
ώστε, παλιές μου θύμησες που θα 'ρχονται στο νου,
θα νοσταλγώ κι αδιάκοπα θα γράφω σε βιβλία.

Θα 'χω, να λέω για θάλασσες και γι' άγνωστες ακτές
και για νησιά που μου 'τυχαν στην ομιχλώδη αιθάλη,
ώστε, στους χάρτες να 'χουνε σαν στίγμα οι ναυτικοί,
για να μπορούν τη θέση τους να ξαναβρίσκουν πάλι.

Θα 'χω, να λέω για τα παλιά ξυλάρμενα σκαριά
και πώς, τις νύχτες ζώνανε τ' αλλόκοσμα απ' τα βύθια,
ώστε, ιστορίες οι ξέμπαρκοι που λένε, ναυτικοί,
να διηγούνται ευφάνταστα, καθώς στα παραμύθια.

Θα 'χω, να λέω πώς του βυθού το διάφεγγο το φως
και πώς, τρεμόσβηναν μετά σα καντηλέρια τ’ άστρα,
ώστε, γι’ αυτούς που χάθηκαν στ’ απύθμενα νερά,
πάνω στο υγρό του τάφου τους, ν’ αφήνουνε μια γλάστρα.

Θα 'χω, να λέω γι' αρματωσιές σε δάση καταρτιών
και για ναυάγια που 'χω δει στην πάλλευκή της κόμη,
ώστε, αυτοί που θα 'ρχονται τα χάη της για να δουν,
να 'χουν να λεν, στην άβυσσο πως βρέθηκαν· κι ακόμη

τι για ρεστίες και γι' άμπωτες! τι γι' αληγείς, ανέμους!
Θα 'χω, να λέω πώς κράζανε στο κύμα τα θεριά,
ώστε, αυτά που αντίκρισα στου κύματος τη ράχη,
να τα μπορούν και οι άπλευστοι, να ζουν απ' τη στεριά.

Κι όπως… θα λέω για θύμησες με στοχασμό περισσό,
γράφοντας για της θάλασσας κάθ' άσχημο κι ωραίο,
από το μόλο κι ύστερα, τα πλοία ως θα κινούν,
θα τα κοιτώ περίλυπος και με λυγμούς θα κλαίω.

Aτλαντικός 5/1982

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Βαρδιάτορες

Κάποιες φορές, στης βάρδιας τις ατελείωτες ώρες,
ψάχνοντας φώτα στο πυκνό και αδιόρατο σκοτάδι,
κείνα τα βλέφαρα βαριά κινούν γι' άλλο ταξίδι.
(Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, τι φταίω και βασανίζεις;)

Στην άκρατη τούτη σιγή νείρεται ο νους τ' αστέρια
κι ένα ταξίδι αδιάκοπο προς στ' άγνωστο πασχίζει
χαράσσοντας στίγμα να βρει ποιον ήλιο θα διαλέξει.
(Α μαύρη που 'σαι ξενιτιά, και νυχτοκόπα Μοίρα).

Κι ως ταξιδεύει του μυαλού τ' ονειρικό καράβι,
και ψάχνει απάνεμο να βρει λιμάνι ν' απαγκιάσει,
το 'να του μάτι ξαφνικά ξανοίγει και θυμάται.
(Α στεριανέ καλότυχε, που σε κρεβάτι γέρνεις).

Ορθώνει τότε το κορμί κι ανήσυχα κοιτάζει
βγαίνοντας δήθεν καθαρά να δει από την βαρδιόλα
κείνα τα φώτα που 'ψαχνε στ' αδιόρατο σκοτάδι.
(Τα χελιδόνια της νυχτός, μαύρους σταυρούς θυμίζουν).

Βρίσκει για πρόσχημα να πει πως είδε φως που λάμπει
ώστε της δρόσου τ' αυγινό να τον ξυπνήσει αγέρι
κι οπτήρας πάλι φυσικός το πόστο του να πιάσει.
(Τις κουπαστές, χαράζαμε δυο μαχαιριές τη μέρα).

©Γιώργος Ν. Μανέτας
Рекомендации по теме