Το όνειρο του τσοπάνη

preview_player
Показать описание
Το όνειρο του τσοπάνη

Όντας τσοπάνης, με άρεζε να τριγυρνώ στο λόγγο,
κι απέκει δρόμο διάβαινα ξελύνοντας το φιόγκο
του δισακιού μου κι έβγαζα ξερό ψωμί να φάγω,
για να μπορώ το ισχνό κορμί να σύρω, για να πάγω.

Τρύγιζα μέλι απ’ το πευκί κι απ’ τ’ άγριο το θυμάρι
κι ως το κουβάλαα, καταγής στράγγιζ’ απ’ το ταγάρι
χρυσή κηρήθρα ολόξανθη που φλόγιζε σα πέρα,
τόσο, που ισκιά δεν έβλεπα μέχρι να φτάσ’ η μέρα.

Από το σιάδι του βουνού κι από το καταράχι
ζύγωνα μέχρι την ακτή, κει που χτυπιούνται οι βράχοι
από μια θάλασσ’ αρμυρή, που βόσκει το κατσίκι,
που θρέφει τα μικρά τα ζα κι ογκώνει τ' αρμυρίκι.

Σαν τη θωρούσα, μέσαθε με τράβαγε το βάμμα
το γαλανό και βούρκωνα και σπάραζα στο κλάμα
τόσο που, πήγαινα να ειπώ στον σύντεκνο κολίγο,
να μ’ αρματώσει ένα σκαρί στα πέρατα να φύγω.

(Ίλιγγος μέσα στο τραχύ με πιάνει κι αποστρέφω
κι αποζητώ μια θάλασσα στη ρούγα, κι απαντέχω
ως να 'ρθει η μέρα που θα φέρω διάσημα στο στήθος,
μ’ έναν εξάντα να μετρώ των αστεριών το πλήθος).

Της αρεσκίας μου τα πολλά που θέλησα να ζήσω
δεν πρόκαμα παρά στη γης κονάκι για να στήσω,
κι όσα που δίψασαν πολύ τα μάτια μου να ιδούνε,
μαύρο - καθώς οι κόρες τους το ριζικό πενθούνε.

©Γιώργος Ν. Μανέτας
Рекомендации по теме