ΚΑΡΑΜΠΕΡΙΑ ΣΥΝΑΧΤΗΚΕ - Γιαννιώτικο συρτό (Ήπειρος)

preview_player
Показать описание
Πολύ παλιό, αστικό τραγούδι της πόλης των Ιωαννίνων το οποίο αναφέρεται στην άσωτη ζωή των "Καραμπέρηδων", δηλ. ανύπαντρων εργοδοτών, βιοτεχνών, εμπόρων με γερό πορτοφόλι, οι οποίοι αποτελούσαν τους "μποέμ" τύπους της πόλης των Ιωαννίνων και στα συχνά γλέντια τους τραγουδούσαν αυτοσχέδια στιχοπλάκια με βακχικούς στίχους.

Η αστική κουλτούρα που διέπει το Γιαννιώτικο (και Ζαγορίσιο) τραγούδι είναι μνημειώδης και σαφώς ασυνήθιστη για μια καθ' όλα ορεινή περιοχή. Η καλή γειτονία των Ιωαννίνων με το Ζαγόρι (τακτική επικοινωνία και καλές σχέσεις) δημιούργησε στενή μουσική συγγένεια μεταξύ των δύο περιοχών. Η ηπειρώτικη κομπανία (κλαρίνο, βιολί, λαούτο και ντέφι) συνδέεται και με την παράδοση του αστικού γιαννιώτικου τραγουδιού η οποία διαμορφώνεται με αφετηρία την αυλή του Αλή Πασά, από επαγγελματίες μουσικούς που δημιούργησαν το γιαννιώτικο στιχοπλάκι (π.χ. Δόντια πυκνά, Μπαζαρκάνα) μεταφέροντας στην Ήπειρο, μέσω Κωνσταντινούπολης και Σμύρνης, την παράδοση του ομοιοκατάληκτου αυτοσχέδιου δίστιχου ερωτικού περιεχομένου (συνηθισμένη έως τότε στη θαλασσινή και όχι στη στεριανή Ελλάδα).
Οι ρυθμοί που συναντώνται στα Ιωάννινα είναι κυρίως συρτοί, όπως π.χ. ο 7σημος συρτός "Καραμπεριά", ο 4σημος ρυθμός στα πατήματα του Μπάλλου, (π.χ. "Στα Γιάννενα, στον Κουραμπά"), με έντονο το νησιώτικο-σμυρναίικο χρώμα, δείγμα των μουσικών επιδράσεων στη διαμόρφωση της αστικής μουσικής μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ανάλογη επίδραση έχει και ο ρυθμός του 9σημου Καρσιλαμά στη "Μπαζαρκάνα", ενώ ο ρυθμός Στα Τρία του τραγουδιού "Δόντια πυκνά", αντιστοιχεί στο ευρωπαϊκό βαλς.

Πολλά τραγούδια της αστικής περιοχής των Ιωαννίνων αναφέρονται και στους Μπαντίδους, μια άλλη "μποέμ" κοινωνική ομάδα της πόλης. Καραμπέρηδες και Μπαντίδοι «έδρασαν» κυρίως τον 19ο αιώνα, επί οθωμανικής κυριαρχίας ακόμη. Όλοι τους, ανεξαρτήτως σε ποια κοινωνική ομάδα ανήκαν, ήταν οι γλεντζέδες των Ιωαννίνων.
Οι Καραμπέρηδες ανήκαν στην τάξη του αστού και του αφεντικού, ενώ ο Μπαντίδος ήταν ο προλετάριος, εργάτης. Μπαντίδος σημαίνει πειρατής, κουρσάρος, αλλά και ληστής. Ωστόσο, όπως σημειώνει και ο Σαλαμάγκας, στα Γιάννενα ο μπαντίδος είχε άλλη σημασία. Σύμφωνα με τις περιγραφές, οι μπαντίδοι ήταν άγριοι αλλά τίμιοι, είχαν αρχές. Έκαναν δουλειές του ποδαριού και όποια χρήματα είχαν, τα σκορπούσαν σε γλέντια, στα κρασοπουλιά και στο μπαρμπούτι ή στα χαρτιά. Μόνο που είχαν μια τάση στο να τραβάνε μαχαίρι εύκολα και βέβαια δεν συμπαθούσαν τους άρχοντες. Η έδρα τους ήταν οι χριστιανικές συνοικίες της Σιαράβα, της Λούτσας, της Καλούτσιανης και της Καραβατιάς. Η ιδιότυπη αυτή κοινωνική τάξη φαίνεται ότι άρχισε να σβήνει το 1885, όταν οι δύο τρεις εκατοντάδες μπαντίδοι πήραν εθελοντικά μέρος στην ελληνική επιστράτευση του 1885 (εξαιτίας της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας στη Βουλγαρία και της επακόλουθης ετοιμότητας στην τότε ελληνοτουρκική μεθόριο της Θεσσαλίας). Και στη συνέχεια, σκόρπισαν στην Άρτα, στο Αγρίνιο κι αλλού όπου δούλεψαν κυρίως ως τσαρουχάδες.
Οι Καραμπέρηδες, από την πλευρά τους, ήταν επίσης αδιόρθωτοι γλεντζέδες, αλλά πιο κύριοι. Με τα μαχαίρια και με τους καβγάδες δεν είχαν καμία σχέση. Προτιμούσαν τα τραγούδια, τα πειράγματα και τις γυναίκες των καφέ αμάν. Σύχναζαν κι αυτοί σε χάνια, σε κρασοπουλιά κ.ά. Ήταν επίσης άνθρωποι που δεν είχαν οικογενειακές υποχρεώσεις και που επίσης ξόδευαν τα χρήματά τους (τα οποία προφανώς την επόμενη μέρα μπορούσαν να αποκτήσουν ξανά).
Και οι Μπαντίδοι και οι Καραμπέρηδες αγαπούσαν, όπως ήταν αναμενόμενο, τις Απόκριες. Οι Μπαντίδοι, όπως αναφέρει ο Σαλαμάγκας, σχημάτιζαν μπουλούκια και έφερναν γύρω την αγορά χορεύοντας. Τη βραδιά των Αποκριών πήγαιναν στα Μνήματα (στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα το Λύκειο Ζωσιμαίας). Κατά την επιστροφή στις συνοικίες τους, άναβαν μεγάλες τζαμάλες γύρω από τις οποίες χόρευαν και τραγουδούσαν.

Δίσκος: "ΖΑΓΟΡΙ - ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ"
-- Κλαρίνο: Γρηγόρης Καψάλης
-- Τραγούδι: Γιώργος Πατσούρας

Οι στίχοι:
Καραμπεριά συνάχτηκε
στο Φώτο τον Τζαβέλα.
Πήραν κρασί, πήραν ρακί
γιόμισαν μια βαρέλα.

Χαλασιά σ’ καραμπεριά,, με τα γλέντια σ’ τα πολλά.
Χαλασιά σ’ καραμπεριά, μέρα νύχτα στα βιολιά.

Είχαν μεζέ που τρώγανε,
αγγούρι και ντομάτα.
Και απ’ το μεθύσι το πολύ,
τους πήραν δυο Σάββατα.

Χαλασιά σ’ καραμπεριά, με τα γλέντια σ’ τα πολλά.
Χαλασιά σ’ καραμπεριά, μέρα νύχτα στα βιολιά.

Είχαν φαΐ που τρώγανε,
είχαν μια γκιόσα* γίδα.
Όρκο σας κάνω βρε παιδιά,
παλιότερη δεν είδα.

Χαλασιά σ’ καραμπεριά, με τα γλέντια σ’ τα πολλά.
Χαλασιά σ’ καραμπεριά, μέρα νύχτα στα βιολιά.

Τράβα νησιώτη* μ’ τα κουπιά,
και μην τα φέρεις γύρα.
Ωρε να πάμε στην Ντραμπάτοβα*,
και στην Αγία Σωτήρα*.

Χαλασιά σ’ καραμπεριά, με τα γλέντια σ’ τα πολλά.
Χαλασιά σ’ καραμπεριά, μέρα νύχτα στα βιολιά.

*γκιόσα: μαύρη
*νησιώτη: εννοεί κάτοικο από το νησί της λίμνης των Ιωαννίνων (Παμβώτιδας)
*Ντραμπάτοβα και Αγιά Σωτήρα: τοπωνύμια στις όχθες της λίμνης. Η Ντραμπάτοβα είναι το κοντινότερο σημείο της στεριάς στον οικισμό του νησιού, ενώ η Μονή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος βρίσκεται στο νησάκι της λίμνης.
Рекомендации по теме
Комментарии
Автор

19 χρονών κάτοικος του εξωτερικού και την βρίσκω με τέτοια τραγούδια.
Γεια σου ήπειρος μου γεια σου Γιάννενα μου!

vaiosdosis
Автор

Υπέροχη η αστική παράδοση των Ιωαννίνων !

elgrego
Автор

ΘΑ ΜΟΥ ΕΠΙΤΈΨΕΤΕ ΝΑ ΔΙΟΡΘΏΣΩ :
Γκιόσα γίδα, δεν είναι η μαύρη, αλλά η πολύ γριά, που ψήνεται -για πολλές ώρες- ολόσωμη σε κλειστό φούρνο.
Εξ' άλλου το λέει και ο στίχος του τραγουδιού "παλιότερη δέ είδα" και όχι "στα μάτια δεν την είδα". ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.

drougaschris