filmov
tv
Κυριακή της Τυροφάγου rtva

Показать описание
(π. Αλεξάντερ Σμέμαν)
Φτάσαμε πιὰ στὶς τελευταῖες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Ἤδη κατὰ τὴν ἑβδομάδα τῆς Ἀπόκρεω ποὺ εἶναι πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακή της Συγγνώμης, δύο μέρες - ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευὴ - ξεχωρίστηκαν νὰ ἀνήκουν στὴ Σαρακοστή. Θεία Λειτουργία δὲν τελέστηκε καὶ ἡ ὅλη τυπικὴ διάταξη στὶς ἀκολουθίες ἔχει πάρει τὰ λειτουργικὰ χαρακτηριστικά τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Στὸν Ἑσπερινό τῆς Τετάρτης χαιρετίζουμε τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ μὲ τοῦτο τὸν ὡραιότατο ὕμνο:
Ἀνέτειλε τὸ ἔαρ τῆς νηστείας, καὶ τὸ ἄνθος τῆς μετανοίας ἁγνίσωμεν οὖν ἑαυτοὺς ἀδελφοί, ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ, τῷ φωτοδότῃ ψάλλοντας, εἴπωμεν δόξα σοι, μόνε φιλάνθρωπε.
Κατόπιν, τὸ Σάββατο τῆς Τυροφάγου ἡ Ἐκκλησία μας «ποιεῖ μνείαν πάντων τῶν ἐν ἀσκήσει λαμψάντων ἁγίων ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν». Οἱ ἅγιοι εἶναι τὰ πρότυπα ποὺ θ’ ἀκολουθήσουμε, οἱ ὁδηγοὶ στὴ δύσκολη τέχνη τῆς νηστείας καὶ τῆς μετάνοιας.
Στὸν ἀγώνα ποὺ πρόκειται ν’ ἀρχίσουμε δὲν εἴμαστε μόνοι:
Δεῦτε ἅπαντες πιστοί, τὰς τῶν ὁσίων Πατέρων, χορείας ὑμνήσωμεν. Ἀντώνιον τὸν κορυφαῖον, τὸν φαεινὸν Εὐθύμιον, καὶ ἕκαστον καὶ πάντας ὁμοῦ καὶ τούτων ὥσπερ Παράδεισον ἄλλον τρυφῆς. τὰς πολιτείας νοητῶς διεξερχόμενοι, τερπνῶς ἀνακράξωμεν...
Ἔχουμε βοηθοὺς καὶ παραδείγματα:
Τῶν Μοναστῶν τὰ πλήθη, τοὺς καθηγητὰς νῦν τιμῶμεν. Πατέρες, ὅσιοι: δι’ ὑμῶν γὰρ τὴν τρίβον, τὴν ὄντως εὐΘεῖαν πορεύεσθαι ἔγνωμεν μακάριοι ἐστε τῷ Χριστῷ δουλεύσαντες...
Τελικὰ ἔρχεται ἡ τελευταία μέρα, ποὺ συνήθως, τὴν ὀνομάζουμε Κυριακή τῆς συγγνώμης, ἀλλὰ ἔχει καὶ ἕνα ἄλλο λειτουργικὸ ὄνομα ποὺ θὰ πρέπει νὰ θυμόμαστε: «τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ Πρωτόπλαστου Ἀδάμ». Τὸ ὄνομα αὐτὸ συνοψίζει οὐσιαστικὰ τὴν πλήρη προπαρασκευὴ γιὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιὰ νὰ ζεῖ στὸν Παράδεισο, γιὰ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του. Ἡ ἁμαρτία του ὅμως τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ζωὴ καὶ ἔτσι ἡ ὕπαρξή του στὴ γῆ εἶναι μιὰ ἐξορία. Ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ἀνοίγει τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου στὸν καθένα ποὺ Τὸν ἀκολουθεῖ, καὶ ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸ νὰ μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν ὀμορφιὰ τῆς Βασιλείας, κάνει τὴ ζωὴ μας μιὰ προσκυνηματικὴ πορεία πρὸς τὴν οὐράνια πατρικὴ γῆ.
Ἔτσι, ἀρχίζοντας τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἴμαστε σὰν τὸν Ἀδάμ:
Ἐξεβλήθη Ἀδὰμ τοῦ Παραδείσου, διὰ τῆς βρώσεως διὸ καὶ καθεζόμενος ἀπέναντι τούτου, ὠδύρετο ὀλολλύζων, ἐλεεινῇ τῇ φωνῇ καὶ ἔλεγεν οἴμοι, τί πέπονθα ὁ τάλας ἐγώ! Μίαν ἐντολὴν παρέβην τὴν τοῦ Δεσπότου, καὶ τῶν ἀγαθῶν παντοίων ἐστέρημαι. Παράδεισε ἁγιώτατε, ὁ δι’ ἐμὲ πεφυτευμένος, καὶ διὰ τὴν Εὔαν κεκλεισμένος, ἱκέτευε τῷ σὲ ποιήσαντι, κἀμὲ πλάσαντι, ὅπως τῶν σῶν ἀνθέων πλησθήσωμαι. Διὸ καὶ πρὸς αὐτὸν ὁ Σωτήρ τὸ ἐμὸν πλάσμα οὐ θέλω ἀπολέσθαι, ἀλλὰ βούλομαι τοῦτο σώζεσθαι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν ὅτι τὸν ἐρχόμενον πρὸς με, οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω.
Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴ φυλακὴ τοῦ «κόσμου τούτου». Καὶ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς (Ματθ. 6, 14-21) θέτει τοὺς ὅρους γιὰ μία τέτοια ἀπελευθέρωση.
Πρῶτος ὅρος εἶναι ἡ νηστεία - ἡ ἄρνηση δηλαδὴ νὰ δεχτοῦμε τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς «πεπτωκυίας» φύσης μας σὰν ὁμαλές, ἡ προσπάθεια νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴ δικτατορία τῆς σάρκας καὶ τῆς ὕλης πάνω στὸ πνεῦμα. Γιὰ νὰ εἶναι ἀποτελεσματικὴ ἡ νηστεία μας δὲν πρέπει νὰ εἶναι ὑποκριτική, δηλαδὴ «πρὸς τὸ θεαθῆναι». Νὰ μὴ φαινόμαστε «τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες», ἀλλὰ «τῷ Πατρὶ ἡμῶν τῷ ἐν τῷ κρύπτῳ».
Δεύτερος ὅρος εἶναι ἡ συγγνώμη. «Ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος», (Ματθ. 6,14). Ὁ θρίαμβος τῆς ἁμαρτίας, τὸ κύριο σημάδι τοῦ ρόλου της πάνω στὸν κόσμο, εἶναι ἡ διαίρεση, ἡ ἀντίθεση, ὁ χωρισμός, τὸ μίσος. Ἔτσι τὸ πρῶτο σπάσιμο σ’ αὐτὸ τὸ φρούριο τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ συγχωρητικότητα: «ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἑνότητα, στὴν σύμπνοια, στὴν ἀγάπη». Τὸ νὰ συγχωρήσω κάποιον σημαίνει νὰ βάζω ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ στὸν «ἐχθρό» μου τὴν ἀκτινοβόλα συγχώρεση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ συγχωρήσω εἶναι νὰ ἀγνοήσω τὰ ἀπελπιστικὸ ἀδιέξοδο στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις καὶ νὰ τὰ ἀναφέρω στὸ Χριστό. Συγχώρεση πραγματικὰ εἶναι ἕνα πέρασμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἁμαρτωλὸ καὶ «πεπτωκότα» κόσμο.
Οὐσιαστικὰ ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἀρχίζει μὲ τὸν Ἑσπερινὸ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς. Αὐτὴ ἡ μοναδικὴ σὲ βάθος καὶ ὡραιότητα ἀκολουθία ἔχει δυστυχῶς ἐκλείψει ἀπὸ ἀρκετὲς ἐκκλησίες. Ὅμως παρ’ ὅλα αὐτὰ τίποτε, ἄλλο δὲν ἀποκαλύπτει καλύτερα τὸ χαρακτηριστικὸ τόνο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ δὲ διακηρύσσεται τόσο καλὰ ἡ ἔντονη πρόσκληση στὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἀκολουθία ἀρχίζει μὲ τὸν κατανυκτικὸ ἑσπερινὸ ὅπου ὁ ἱερέας εἶναι ντυμένος μὲ λαμπερὰ ἄμφια. Τὰ κατανυκτικὰ στιχηρὰ ποὺ λέγονται ὕστερα ἀπὸ τὸν ψαλμὸ «Κύριε ἐκέκραξα πρὸς Σέ...» ἀναγγέλλουν τὸν ἐρχομὸ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καί, πέρα ἀπ' αὐτή, τὸν ἐρχομὸ τοῦ Πάσχα!
Φτάσαμε πιὰ στὶς τελευταῖες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Ἤδη κατὰ τὴν ἑβδομάδα τῆς Ἀπόκρεω ποὺ εἶναι πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακή της Συγγνώμης, δύο μέρες - ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευὴ - ξεχωρίστηκαν νὰ ἀνήκουν στὴ Σαρακοστή. Θεία Λειτουργία δὲν τελέστηκε καὶ ἡ ὅλη τυπικὴ διάταξη στὶς ἀκολουθίες ἔχει πάρει τὰ λειτουργικὰ χαρακτηριστικά τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Στὸν Ἑσπερινό τῆς Τετάρτης χαιρετίζουμε τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ μὲ τοῦτο τὸν ὡραιότατο ὕμνο:
Ἀνέτειλε τὸ ἔαρ τῆς νηστείας, καὶ τὸ ἄνθος τῆς μετανοίας ἁγνίσωμεν οὖν ἑαυτοὺς ἀδελφοί, ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ, τῷ φωτοδότῃ ψάλλοντας, εἴπωμεν δόξα σοι, μόνε φιλάνθρωπε.
Κατόπιν, τὸ Σάββατο τῆς Τυροφάγου ἡ Ἐκκλησία μας «ποιεῖ μνείαν πάντων τῶν ἐν ἀσκήσει λαμψάντων ἁγίων ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν». Οἱ ἅγιοι εἶναι τὰ πρότυπα ποὺ θ’ ἀκολουθήσουμε, οἱ ὁδηγοὶ στὴ δύσκολη τέχνη τῆς νηστείας καὶ τῆς μετάνοιας.
Στὸν ἀγώνα ποὺ πρόκειται ν’ ἀρχίσουμε δὲν εἴμαστε μόνοι:
Δεῦτε ἅπαντες πιστοί, τὰς τῶν ὁσίων Πατέρων, χορείας ὑμνήσωμεν. Ἀντώνιον τὸν κορυφαῖον, τὸν φαεινὸν Εὐθύμιον, καὶ ἕκαστον καὶ πάντας ὁμοῦ καὶ τούτων ὥσπερ Παράδεισον ἄλλον τρυφῆς. τὰς πολιτείας νοητῶς διεξερχόμενοι, τερπνῶς ἀνακράξωμεν...
Ἔχουμε βοηθοὺς καὶ παραδείγματα:
Τῶν Μοναστῶν τὰ πλήθη, τοὺς καθηγητὰς νῦν τιμῶμεν. Πατέρες, ὅσιοι: δι’ ὑμῶν γὰρ τὴν τρίβον, τὴν ὄντως εὐΘεῖαν πορεύεσθαι ἔγνωμεν μακάριοι ἐστε τῷ Χριστῷ δουλεύσαντες...
Τελικὰ ἔρχεται ἡ τελευταία μέρα, ποὺ συνήθως, τὴν ὀνομάζουμε Κυριακή τῆς συγγνώμης, ἀλλὰ ἔχει καὶ ἕνα ἄλλο λειτουργικὸ ὄνομα ποὺ θὰ πρέπει νὰ θυμόμαστε: «τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ Πρωτόπλαστου Ἀδάμ». Τὸ ὄνομα αὐτὸ συνοψίζει οὐσιαστικὰ τὴν πλήρη προπαρασκευὴ γιὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιὰ νὰ ζεῖ στὸν Παράδεισο, γιὰ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του. Ἡ ἁμαρτία του ὅμως τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ζωὴ καὶ ἔτσι ἡ ὕπαρξή του στὴ γῆ εἶναι μιὰ ἐξορία. Ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ἀνοίγει τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου στὸν καθένα ποὺ Τὸν ἀκολουθεῖ, καὶ ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸ νὰ μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν ὀμορφιὰ τῆς Βασιλείας, κάνει τὴ ζωὴ μας μιὰ προσκυνηματικὴ πορεία πρὸς τὴν οὐράνια πατρικὴ γῆ.
Ἔτσι, ἀρχίζοντας τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἴμαστε σὰν τὸν Ἀδάμ:
Ἐξεβλήθη Ἀδὰμ τοῦ Παραδείσου, διὰ τῆς βρώσεως διὸ καὶ καθεζόμενος ἀπέναντι τούτου, ὠδύρετο ὀλολλύζων, ἐλεεινῇ τῇ φωνῇ καὶ ἔλεγεν οἴμοι, τί πέπονθα ὁ τάλας ἐγώ! Μίαν ἐντολὴν παρέβην τὴν τοῦ Δεσπότου, καὶ τῶν ἀγαθῶν παντοίων ἐστέρημαι. Παράδεισε ἁγιώτατε, ὁ δι’ ἐμὲ πεφυτευμένος, καὶ διὰ τὴν Εὔαν κεκλεισμένος, ἱκέτευε τῷ σὲ ποιήσαντι, κἀμὲ πλάσαντι, ὅπως τῶν σῶν ἀνθέων πλησθήσωμαι. Διὸ καὶ πρὸς αὐτὸν ὁ Σωτήρ τὸ ἐμὸν πλάσμα οὐ θέλω ἀπολέσθαι, ἀλλὰ βούλομαι τοῦτο σώζεσθαι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν ὅτι τὸν ἐρχόμενον πρὸς με, οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω.
Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴ φυλακὴ τοῦ «κόσμου τούτου». Καὶ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς (Ματθ. 6, 14-21) θέτει τοὺς ὅρους γιὰ μία τέτοια ἀπελευθέρωση.
Πρῶτος ὅρος εἶναι ἡ νηστεία - ἡ ἄρνηση δηλαδὴ νὰ δεχτοῦμε τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς «πεπτωκυίας» φύσης μας σὰν ὁμαλές, ἡ προσπάθεια νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴ δικτατορία τῆς σάρκας καὶ τῆς ὕλης πάνω στὸ πνεῦμα. Γιὰ νὰ εἶναι ἀποτελεσματικὴ ἡ νηστεία μας δὲν πρέπει νὰ εἶναι ὑποκριτική, δηλαδὴ «πρὸς τὸ θεαθῆναι». Νὰ μὴ φαινόμαστε «τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες», ἀλλὰ «τῷ Πατρὶ ἡμῶν τῷ ἐν τῷ κρύπτῳ».
Δεύτερος ὅρος εἶναι ἡ συγγνώμη. «Ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος», (Ματθ. 6,14). Ὁ θρίαμβος τῆς ἁμαρτίας, τὸ κύριο σημάδι τοῦ ρόλου της πάνω στὸν κόσμο, εἶναι ἡ διαίρεση, ἡ ἀντίθεση, ὁ χωρισμός, τὸ μίσος. Ἔτσι τὸ πρῶτο σπάσιμο σ’ αὐτὸ τὸ φρούριο τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ συγχωρητικότητα: «ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἑνότητα, στὴν σύμπνοια, στὴν ἀγάπη». Τὸ νὰ συγχωρήσω κάποιον σημαίνει νὰ βάζω ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ στὸν «ἐχθρό» μου τὴν ἀκτινοβόλα συγχώρεση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ συγχωρήσω εἶναι νὰ ἀγνοήσω τὰ ἀπελπιστικὸ ἀδιέξοδο στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις καὶ νὰ τὰ ἀναφέρω στὸ Χριστό. Συγχώρεση πραγματικὰ εἶναι ἕνα πέρασμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἁμαρτωλὸ καὶ «πεπτωκότα» κόσμο.
Οὐσιαστικὰ ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἀρχίζει μὲ τὸν Ἑσπερινὸ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς. Αὐτὴ ἡ μοναδικὴ σὲ βάθος καὶ ὡραιότητα ἀκολουθία ἔχει δυστυχῶς ἐκλείψει ἀπὸ ἀρκετὲς ἐκκλησίες. Ὅμως παρ’ ὅλα αὐτὰ τίποτε, ἄλλο δὲν ἀποκαλύπτει καλύτερα τὸ χαρακτηριστικὸ τόνο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ δὲ διακηρύσσεται τόσο καλὰ ἡ ἔντονη πρόσκληση στὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἀκολουθία ἀρχίζει μὲ τὸν κατανυκτικὸ ἑσπερινὸ ὅπου ὁ ἱερέας εἶναι ντυμένος μὲ λαμπερὰ ἄμφια. Τὰ κατανυκτικὰ στιχηρὰ ποὺ λέγονται ὕστερα ἀπὸ τὸν ψαλμὸ «Κύριε ἐκέκραξα πρὸς Σέ...» ἀναγγέλλουν τὸν ἐρχομὸ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καί, πέρα ἀπ' αὐτή, τὸν ἐρχομὸ τοῦ Πάσχα!