filmov
tv
Απόσπασμα από το βιβλίο 'Μην ξεχάσεις το κλειδί πάνω στην πόρτα' της Γ.Σταυριανέα και Β.Σμπαρούνη

Показать описание
Η Βίκυ όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμο δεν πίστευε πως τα είχε καταφέρει. Αγνάντεψε λίγο μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι της, κι έπειτα πήρε το μονοπάτι που έβγαζε στη παραλία.
Φθάνοντας το γεμάτο αρμύρα αεράκι που την καλοδέχτηκε, την έκανε να νοιώσει αμέσως καλλίτερα.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε τη βαλίτσα της κάτω. Κάθισε πάνω στα υγρά βότσαλα. Με τα χέρια της τυλιγμένα γύρω από τα γόνατά της περίμενε. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο προς τη μεριά του μεγάλου βράχου ελπίζοντας να φανεί ο Λίνος.
«Ίσως να χάθηκε για πάντα στους βυθούς του» μονολόγησε καθώς περνούσε η ώρα κι εκείνος δεν φαινόταν.
Αισθάνθηκε τόση απογοήτευση, που ούτε τον ήλιο στη δύση του δεν είχε διάθεση να συντροφεύσει.
Όλα γύρω ήταν παράξενα ήσυχα. Ξάπλωσε βάζοντας τα δύο της χέρια προσκεφάλι. Έκλεισε τα μάτια, κι αυθόρμητα ανέβηκε στα χείλη της ένα ξεχασμένο τραγούδι που είχε μελοποιήσει, πάνω σε στίχους της φίλης της:
Την ώρα που μιλάνε τα κορμιά,
τα λόγια χάνουνε την όποια τους ουσία,
σαν φύλλα πέφτουνε σωπαίνοντας στη γη
χωρίς ηχώ, χροιά και σημασία.
Κι αναζητώ το κορμί σου,
μια αφορμή, την δική σου,
σε μια στάλα ιδρώτα τρελή να πνιγώ.
Κι αναζητώ την ανάσα,
απ’ της καρδιάς σου τα μπάσα,
από του πόθου την δίνη
να μην θέλω να βγω.
Την ώρα που του έρωτα η σιγή
παράταξε στρατιές τις λάγνες λέξεις,
είδα τον χρόνο μου σε κίνηση αργή,
να καταργεί κλειδιά, εγώ , και σκέψεις.
Κι αναζητώ το κορμί σου,
μια αφορμή, την δική σου
σε παραδείσου λημέρια να βγω.
Κι αναζητώ την ανάσα
απ’ της καρδιάς σου τα μπάσα,
σε μια θάλασσα αγάπης ναυαγός να πνιγώ…
Η φωνή της πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό έμοιαζε να ταξιδεύει πέρα από τον αισθητό κόσμο, αγγίζοντας εκείνη τη γραμμή του ορίζοντα που έβλεπε όταν ήταν μικρή στα όνειρά της.
Ξάφνου εκεί στην υπερκόσμια στιγμή της, η θάλασσα ανταριάζει κι ένα κύμα τη βρέχει μέχρι τα γόνατα. Η αίσθηση του νερού πάνω στο κορμί της ήταν τόσο ευεργετική που δεν έκανε τον κόπο να σηκωθεί να δει τι προκάλεσε τον αναπάντεχο μικροθυμό της.
Δεν περνούν λίγα λεπτά, όταν από κάποια απόσταση ακούγεται σύρσιμο βάρκας πάνω στα βότσαλα. Ύστερα κάποια βήματα να κατευθύνονται προς τη μεριά της. Ένας φόβος διαπερνά όλο της το κορμί.. Δεν αντιδρά όμως. Με τεντωμένες τις κεραίες της συνεχίζει να παραμένει ασάλευτη και ακάλυπτη.
Τα βήματα δεν άργησαν να σβήσουν ακριβώς πάνω από το κεφάλι της.
Σιωπή!
Δεν θα ανοίξεις τα μάτια, λέει αποφασιστικά στον εαυτόν της, προκαλώντας τον έτσι να αναμετρηθεί με τον φόβο που δημιουργεί η αίσθηση του άγνωστου
Φθάνοντας το γεμάτο αρμύρα αεράκι που την καλοδέχτηκε, την έκανε να νοιώσει αμέσως καλλίτερα.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε τη βαλίτσα της κάτω. Κάθισε πάνω στα υγρά βότσαλα. Με τα χέρια της τυλιγμένα γύρω από τα γόνατά της περίμενε. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο προς τη μεριά του μεγάλου βράχου ελπίζοντας να φανεί ο Λίνος.
«Ίσως να χάθηκε για πάντα στους βυθούς του» μονολόγησε καθώς περνούσε η ώρα κι εκείνος δεν φαινόταν.
Αισθάνθηκε τόση απογοήτευση, που ούτε τον ήλιο στη δύση του δεν είχε διάθεση να συντροφεύσει.
Όλα γύρω ήταν παράξενα ήσυχα. Ξάπλωσε βάζοντας τα δύο της χέρια προσκεφάλι. Έκλεισε τα μάτια, κι αυθόρμητα ανέβηκε στα χείλη της ένα ξεχασμένο τραγούδι που είχε μελοποιήσει, πάνω σε στίχους της φίλης της:
Την ώρα που μιλάνε τα κορμιά,
τα λόγια χάνουνε την όποια τους ουσία,
σαν φύλλα πέφτουνε σωπαίνοντας στη γη
χωρίς ηχώ, χροιά και σημασία.
Κι αναζητώ το κορμί σου,
μια αφορμή, την δική σου,
σε μια στάλα ιδρώτα τρελή να πνιγώ.
Κι αναζητώ την ανάσα,
απ’ της καρδιάς σου τα μπάσα,
από του πόθου την δίνη
να μην θέλω να βγω.
Την ώρα που του έρωτα η σιγή
παράταξε στρατιές τις λάγνες λέξεις,
είδα τον χρόνο μου σε κίνηση αργή,
να καταργεί κλειδιά, εγώ , και σκέψεις.
Κι αναζητώ το κορμί σου,
μια αφορμή, την δική σου
σε παραδείσου λημέρια να βγω.
Κι αναζητώ την ανάσα
απ’ της καρδιάς σου τα μπάσα,
σε μια θάλασσα αγάπης ναυαγός να πνιγώ…
Η φωνή της πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό έμοιαζε να ταξιδεύει πέρα από τον αισθητό κόσμο, αγγίζοντας εκείνη τη γραμμή του ορίζοντα που έβλεπε όταν ήταν μικρή στα όνειρά της.
Ξάφνου εκεί στην υπερκόσμια στιγμή της, η θάλασσα ανταριάζει κι ένα κύμα τη βρέχει μέχρι τα γόνατα. Η αίσθηση του νερού πάνω στο κορμί της ήταν τόσο ευεργετική που δεν έκανε τον κόπο να σηκωθεί να δει τι προκάλεσε τον αναπάντεχο μικροθυμό της.
Δεν περνούν λίγα λεπτά, όταν από κάποια απόσταση ακούγεται σύρσιμο βάρκας πάνω στα βότσαλα. Ύστερα κάποια βήματα να κατευθύνονται προς τη μεριά της. Ένας φόβος διαπερνά όλο της το κορμί.. Δεν αντιδρά όμως. Με τεντωμένες τις κεραίες της συνεχίζει να παραμένει ασάλευτη και ακάλυπτη.
Τα βήματα δεν άργησαν να σβήσουν ακριβώς πάνω από το κεφάλι της.
Σιωπή!
Δεν θα ανοίξεις τα μάτια, λέει αποφασιστικά στον εαυτόν της, προκαλώντας τον έτσι να αναμετρηθεί με τον φόβο που δημιουργεί η αίσθηση του άγνωστου