filmov
tv
Ηλίας Αριώτης - Νότης Χασάπης/Ξέμπαρκοι - Yara yara - Νίκος Καββαδίας

Показать описание
Yara Yara, ο ποταμός της Μελβούρνης που εκβάλλει στο λιμάνι της (Port Melbourne). Στη γλώσσα των Αβοριγίνων της Αυστραλίας η λέξη yara σημαίνει το κύλισμα του νερού, συνεκδοχικά το ποτάμι. Υπάρχουν επίσης πάρα πολλές ερμηνείες σε άλλες γλώσσες και είναι πιθανό ο Καββαδίας να είχε κάποιες απ’ αυτές υπόψη του
Βράδυ του 1951 η εργατούπολη του Γουίλιαμστάουν ησυχάζει, γύρω απλώνονται τα φώτα της Μελβούρνης, ο Yara Yara κυλάει βαρετά, ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά, φέρνοντας προς το πέλαγος. Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα. Στο κατάστρωμα του S/S Cyrenia, ίσως βαριέται και αυτός. «…Mόλις φθάναμε στο τελευταίο λιμάνι, έπεφτα να κοιμηθώ κι όταν ξυπνούσα, τους είχε καταπιεί όλους η πάχνη του Yara Yara. Πού είχε πάει κείνος ο αχός, το βουητό που με κοίμιζε τόσες μέρες, που το βαριόμουνα και που τ’ αγαπούσα».
Νίκος Καββαδίας.
Καθώς αποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ο κάβος
σε σπίτι μέσα ξέχασες προχτές το φυλαχτό.
Γελάς μα εγώ σε πούλησα στο Rio για δυο centavos
κι απέ σε ξαναγόρασα ακριβά στη Βηρυτό.
Με πορφυρό στα χείλη μου κοχύλι σε προστάζω
στο χέρι το γεράκι σου και τα σκυλιά λυτά.
Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω
και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά.
Κούκο φορούσες κάτασπρο μικρός και κολαρίνα
ναυτάκι του γλυκού νερού.
Σε πιάνει μην το πεις αλλού σα γάτα η λαμαρίνα
και σε σαστίζει ξαφνικό προβέτζο του καιρού.
Το ντύμα πάρε του φιδιού και δως μου ένα μαντίλι
εγώ και σ' έγδυσα μπροστά στο γέρο Τισιανό.
Βίρα Κεφαλονίτισσα και μάινα το καντήλι
σε λόφο γιαπωνέζικο κοιμάται το στερνό.
Σου πήρα από τη Νάπολη μια ψεύτικη καμέα
κι ένα κοράλλι ξέθωρο μαζί.
Πίσω απ' το φριγκορίφικο στην άδεια προκυμαία
έβενος, γλώσσα της φωτιάς, στο βάθος κρεμεζί.
Φώτα του Melbourne βαρετά κυλάει ο Yara Yara
ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά
φέρνοντας προς το πέλαγος χωρίς να δίνει δυάρα
του κοριτσιού το φίλημα του στοίχισε ακριβά.
Γερά την ανεμόσκαλα καφέ για τον πιλότο
λακίζετε αλυσόδετοι του στεριανού καημού.
Και σένα που σε κέρδισα μιανής νυχτιάς σε λότο
σμίγεις και πας με τον καπνό του γκρίζου ποταμού.
Μια βάρκα θέλω ποταμέ να ρίξω από χαρτόνι
όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; - ματώνει, δε σκοτώνει.
Ποιος είπε φούντο; ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.
Το ποίημα περιλαμβάνεται στη στην τελευταία συλλογή ΤΡΑΒΕΡΣΟ
που πρωτοκυκλοφόρησε το 1975 από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ.
Βράδυ του 1951 η εργατούπολη του Γουίλιαμστάουν ησυχάζει, γύρω απλώνονται τα φώτα της Μελβούρνης, ο Yara Yara κυλάει βαρετά, ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά, φέρνοντας προς το πέλαγος. Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα. Στο κατάστρωμα του S/S Cyrenia, ίσως βαριέται και αυτός. «…Mόλις φθάναμε στο τελευταίο λιμάνι, έπεφτα να κοιμηθώ κι όταν ξυπνούσα, τους είχε καταπιεί όλους η πάχνη του Yara Yara. Πού είχε πάει κείνος ο αχός, το βουητό που με κοίμιζε τόσες μέρες, που το βαριόμουνα και που τ’ αγαπούσα».
Νίκος Καββαδίας.
Καθώς αποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ο κάβος
σε σπίτι μέσα ξέχασες προχτές το φυλαχτό.
Γελάς μα εγώ σε πούλησα στο Rio για δυο centavos
κι απέ σε ξαναγόρασα ακριβά στη Βηρυτό.
Με πορφυρό στα χείλη μου κοχύλι σε προστάζω
στο χέρι το γεράκι σου και τα σκυλιά λυτά.
Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω
και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά.
Κούκο φορούσες κάτασπρο μικρός και κολαρίνα
ναυτάκι του γλυκού νερού.
Σε πιάνει μην το πεις αλλού σα γάτα η λαμαρίνα
και σε σαστίζει ξαφνικό προβέτζο του καιρού.
Το ντύμα πάρε του φιδιού και δως μου ένα μαντίλι
εγώ και σ' έγδυσα μπροστά στο γέρο Τισιανό.
Βίρα Κεφαλονίτισσα και μάινα το καντήλι
σε λόφο γιαπωνέζικο κοιμάται το στερνό.
Σου πήρα από τη Νάπολη μια ψεύτικη καμέα
κι ένα κοράλλι ξέθωρο μαζί.
Πίσω απ' το φριγκορίφικο στην άδεια προκυμαία
έβενος, γλώσσα της φωτιάς, στο βάθος κρεμεζί.
Φώτα του Melbourne βαρετά κυλάει ο Yara Yara
ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά
φέρνοντας προς το πέλαγος χωρίς να δίνει δυάρα
του κοριτσιού το φίλημα του στοίχισε ακριβά.
Γερά την ανεμόσκαλα καφέ για τον πιλότο
λακίζετε αλυσόδετοι του στεριανού καημού.
Και σένα που σε κέρδισα μιανής νυχτιάς σε λότο
σμίγεις και πας με τον καπνό του γκρίζου ποταμού.
Μια βάρκα θέλω ποταμέ να ρίξω από χαρτόνι
όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; - ματώνει, δε σκοτώνει.
Ποιος είπε φούντο; ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.
Το ποίημα περιλαμβάνεται στη στην τελευταία συλλογή ΤΡΑΒΕΡΣΟ
που πρωτοκυκλοφόρησε το 1975 από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ.