filmov
tv
Μαρία Μπάκα - Φτυάρι. Παρουσίαση ποιητικής συλλογής 'ΜΝΙΑΜ σε ροή'

Показать описание
Παρουσιάση της πρώτης ποιητικής συλλογής μου με τίτλο "ΜΝΙΑΜ σε ροή", όπου αγαπημένα πρόσωπα απήγγειλαν ποιήματα από το βιβλίο σε μορφή spoken word.
Η Μαρία επέλεξε να μας πει ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του βιβλίου και το υποστήριξε στο έπακρο.
Στίχοι:
Πήρα το φτυάρι του πατέρα και βγήκα στην αυλή.
Κάτω απ΄ το δέντρο και λίγο αριστερά
-εκεί που γρασίδι δεν φυτρώνει ξεκινάω να σκάβω στη βροχή.
Δεν μπορώ να καταλάβω αν ιδρώνω,
σίγουρα ζεστάθηκα.
Ακούω το ξύλο.
Πιο πολύ σε σεντούκι παρά σε φέρετρο μοιάζει
μα ξέρω πως δεν έχει θησαυρό μέσα.
Το ανοίγω.
Ένα παιδί.
Το σώμα του μικρού μου Εγώ
δεν κοιμάται, είναι νεκρό.
Καμία αποσύνθεση.
Μοιάζω ζωντανός,
φοβάμαι να με αγγίξω.
Μοιάζω να κοιμάμαι,
φοβάμαι μην ξυπνήσω και ξαναπάω σχολείο,
φοβάμαι μην ξαναγνωρίσω την αδικία του κόσμου
απ’την αρχή
μα ξέρω ότι δεν θα ξυπνήσω,
εγώ με έθαψα.
Ο μικρός Εγώ πέθανε.
Πέφτω στα γόνατα να αγκαλιάσω τα ποδαράκια μου
να ψηλαφίσω το σώμα μου
να χαϊδέψω το φλώρικο προσωπάκι με το ηλίθιο χαμόγελο
και το μαλλί καπελάκι και να μην μπορώ
να συγκρατήσω τα δάκρυα μου
επιτέλους.
Ξαπλώνω πλάι μου, με το χέρι στην καρδιά μου
να ακούω πως δεν χτυπάει
και κοιμάμαι νανουριζόμενος από τα αναφιλητά μου.
Ξυπνάω με το φως της μέρας να τρυπάει τα φύλλα
και να με ζεσταίνει.
Σπρώχνω το βάρος από πάνω μου και...
Ποιος είναι αυτός ο χοντρούλης;
Κάτι μου θυμίζει μα δύσκολο να καταλάβω
με τη σάρκα του διαλυμένη
και τη μυρωδιά να θέλω να ξεράσω τη ψυχή μου.
Ο τύπος είναι σε αποσύνθεση.
Anyway, την κάνω από δω,
δεν ξέρω που είμαι μα ξέρω πού πηγαίνω.
Βγαίνω στον δρόμο με τη μυρωδιά του ακόμη
να με γαργαλάει.
Όλα μοιάζουν ψηλότερα και γνωστά μα δεν τα ξέρω.
Δεξιά μου φωνές.
Ένα τσούρμο παιδιά στην αυλή ενός σχολείου.
Ένα μάτσο μαλακιστήρια που το κάνανε Μπερναμπέου
και την είδαν Zidane, Maldini, Owen και R9.
Κάτι με σπρώχνει να πηδήξω τα κάγκελα
να γίνω ένα, μα δεν το κάνω.
Πιο κάτω συναντώ ένα σαλόνι για σκηνικό
και μια μάνα να πλακώνει το γιο της σε ρόλο
πρωταγωνιστικό.
Κάτι με σπρώχνει να της πω ότι δεν φταίει το φλωράκι της
επειδή αυτή διάλεξε μια καταπιεσμένη ζωή
και κάνει σαν ηλίθια νευρόσπαστη
επειδή ο άντρας της κάνει σαν ηλίθιος νευρόσπαστος
κάθε μέρα
και της γαμάει την ψυχολογία.
Μα δεν το κάνω.
Πάω λίγο πιο κει.
Εκεί που ένα παιδί κάθεται και κλαίει
γιατί όλο το πειράζουν
γιατί είναι διαφορετικό
γιατί είναι gay ή χοντρό
γιατί αυτό βάλανε στο μάτι.
Η φάτσα του το γράφει ξεκάθαρα
ότι δεν είναι η πρώτη, ούτε η τελευταία του φορά.
Κάτι με σπρώχνει να το πάρω αγκαλιά,
να του πω να μην πάρει μαζί του τη γνώμη τους γι’αυτό
να του πω να σηκώσει ανάστημα
και να του δώσω δέκα λόγους να αγαπάει τον εαυτό του.
Μα δεν το κάνω.
Γάμα το,
ο κόσμος δεν άλλαξε
ούτε εγώ άλλαξα.
Θα πάω πίσω στο κρεβατάκι μου
πάνω στο δροσερό χώμα
αγκαλίτσα με τον χοντρούλη που είναι σε αποσύνθεση.
Αυτός θα μου χαμογελάσει τρυφερά
και γω θα τον εμπιστευτώ,
θα κλείσω τα μάτια και θα ακούω γνωστές φωνές
γεμάτες αγάπη
να βάζουν το χώμα στη θέση τους.
Η Μαρία επέλεξε να μας πει ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του βιβλίου και το υποστήριξε στο έπακρο.
Στίχοι:
Πήρα το φτυάρι του πατέρα και βγήκα στην αυλή.
Κάτω απ΄ το δέντρο και λίγο αριστερά
-εκεί που γρασίδι δεν φυτρώνει ξεκινάω να σκάβω στη βροχή.
Δεν μπορώ να καταλάβω αν ιδρώνω,
σίγουρα ζεστάθηκα.
Ακούω το ξύλο.
Πιο πολύ σε σεντούκι παρά σε φέρετρο μοιάζει
μα ξέρω πως δεν έχει θησαυρό μέσα.
Το ανοίγω.
Ένα παιδί.
Το σώμα του μικρού μου Εγώ
δεν κοιμάται, είναι νεκρό.
Καμία αποσύνθεση.
Μοιάζω ζωντανός,
φοβάμαι να με αγγίξω.
Μοιάζω να κοιμάμαι,
φοβάμαι μην ξυπνήσω και ξαναπάω σχολείο,
φοβάμαι μην ξαναγνωρίσω την αδικία του κόσμου
απ’την αρχή
μα ξέρω ότι δεν θα ξυπνήσω,
εγώ με έθαψα.
Ο μικρός Εγώ πέθανε.
Πέφτω στα γόνατα να αγκαλιάσω τα ποδαράκια μου
να ψηλαφίσω το σώμα μου
να χαϊδέψω το φλώρικο προσωπάκι με το ηλίθιο χαμόγελο
και το μαλλί καπελάκι και να μην μπορώ
να συγκρατήσω τα δάκρυα μου
επιτέλους.
Ξαπλώνω πλάι μου, με το χέρι στην καρδιά μου
να ακούω πως δεν χτυπάει
και κοιμάμαι νανουριζόμενος από τα αναφιλητά μου.
Ξυπνάω με το φως της μέρας να τρυπάει τα φύλλα
και να με ζεσταίνει.
Σπρώχνω το βάρος από πάνω μου και...
Ποιος είναι αυτός ο χοντρούλης;
Κάτι μου θυμίζει μα δύσκολο να καταλάβω
με τη σάρκα του διαλυμένη
και τη μυρωδιά να θέλω να ξεράσω τη ψυχή μου.
Ο τύπος είναι σε αποσύνθεση.
Anyway, την κάνω από δω,
δεν ξέρω που είμαι μα ξέρω πού πηγαίνω.
Βγαίνω στον δρόμο με τη μυρωδιά του ακόμη
να με γαργαλάει.
Όλα μοιάζουν ψηλότερα και γνωστά μα δεν τα ξέρω.
Δεξιά μου φωνές.
Ένα τσούρμο παιδιά στην αυλή ενός σχολείου.
Ένα μάτσο μαλακιστήρια που το κάνανε Μπερναμπέου
και την είδαν Zidane, Maldini, Owen και R9.
Κάτι με σπρώχνει να πηδήξω τα κάγκελα
να γίνω ένα, μα δεν το κάνω.
Πιο κάτω συναντώ ένα σαλόνι για σκηνικό
και μια μάνα να πλακώνει το γιο της σε ρόλο
πρωταγωνιστικό.
Κάτι με σπρώχνει να της πω ότι δεν φταίει το φλωράκι της
επειδή αυτή διάλεξε μια καταπιεσμένη ζωή
και κάνει σαν ηλίθια νευρόσπαστη
επειδή ο άντρας της κάνει σαν ηλίθιος νευρόσπαστος
κάθε μέρα
και της γαμάει την ψυχολογία.
Μα δεν το κάνω.
Πάω λίγο πιο κει.
Εκεί που ένα παιδί κάθεται και κλαίει
γιατί όλο το πειράζουν
γιατί είναι διαφορετικό
γιατί είναι gay ή χοντρό
γιατί αυτό βάλανε στο μάτι.
Η φάτσα του το γράφει ξεκάθαρα
ότι δεν είναι η πρώτη, ούτε η τελευταία του φορά.
Κάτι με σπρώχνει να το πάρω αγκαλιά,
να του πω να μην πάρει μαζί του τη γνώμη τους γι’αυτό
να του πω να σηκώσει ανάστημα
και να του δώσω δέκα λόγους να αγαπάει τον εαυτό του.
Μα δεν το κάνω.
Γάμα το,
ο κόσμος δεν άλλαξε
ούτε εγώ άλλαξα.
Θα πάω πίσω στο κρεβατάκι μου
πάνω στο δροσερό χώμα
αγκαλίτσα με τον χοντρούλη που είναι σε αποσύνθεση.
Αυτός θα μου χαμογελάσει τρυφερά
και γω θα τον εμπιστευτώ,
θα κλείσω τα μάτια και θα ακούω γνωστές φωνές
γεμάτες αγάπη
να βάζουν το χώμα στη θέση τους.