filmov
tv
Ιερό Απόλλωνος Πτώου

Показать описание
Το Ιερό του Απόλλωνα Πτώου
Σε απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων από το Ακραίφνιο, κάτω από μια βραχώδη προεξοχή του όρους Πτώου, στη θέση "Περδικόβρυση", σε υψόμετρο 225 μέτρα, δίπλα από το σημερινό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, ήταν κτισμένος ο ναός του Πτώου Απόλλωνα.
Μετά τις ανασκαφές που διενεργήθηκαν από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή (1884-1891 και συμπληρωματικές αργότερα) ήρθαν στο φως τα θεμέλια του ναού, δύο στοών, μιας δεξαμενής και άλλων κτισμάτων.
Μαζί με τον ναό, λειτουργούσε και το μαντείο του θεού, που χαρακτηριζόταν "αψευδές", δηλαδή αλάθητο στους χρησμούς και "πολύφωνο", επειδή έδινε χρησμούς και σε μη Ελληνική γλώσσα. Το μαντείο αυτό ήταν ένα από τα σπουδαιότερα μαντεία της αρχαιότητας και ένα από τα έξι μαντεία της Βοιωτίας (Πτώου, Τροφωνίου, Θηβών, Αμφιαράου, Τεγύρας, Αβών). Από μία διακοπή της λειτουργίας του για 25 χρόνια (από το 335 έως το 310 πΧ.) συμπεραίνεται ότι οι Μακεδόνες μαζί με τη Θήβα κατέστρεψαν και τον ναό του Απόλλωνα.
Ο Απόλλων εδώ λεγόταν Πτώος ή Πτώιος και Ακραίφιος, ή Ακραιφιεύς. Υπάρχουν πολλές δοξασίες για το όνομα. Σύμφωνα με τον μύθο ο Απόλλωνας απέκτησε με τη Ζευξίππη δυο γιούς τον Πτώο και τον Ακραιφέα. Ο πρώτος έδωσε το όνομα του στο όρος και στον ναό του Απόλλωνα και ο άλλος στην πόλη του Ακραιφνίου.
Άλλη δοξασία λέει πως στο βουνό έφτασε η Λητώ να γεννήσει κρυφά τον ερωτικό της καρπό με τον Δία. Ξαφνικά παρουσιάστηκε κάποιος αγριόχοιρος, η Λητώ φοβήθηκε "επτοήθει" και τότε το όρος πήρε το όνομα Πτώον. Η Λητώ, σύμφωνα με την παράδοση, μετά το Πτώον συνέχισε την αναζήτηση στα βόρεια παράλια της Κωπαΐδας λίμνης, έφθασε στην Τεγύρα του Ορχομενού, κοντά στο σημερινό Διόνυσο, όπου τελικά γέννησε τον Απόλλωνα, τον Τεγυραίο Απόλλωνα όπως τον ονόμασαν.
Σύμφωνα με τον Παυσανία το όρος Πτώον πήρε το όνομά του από τον Πτώο γιο του βασιλιά του Ορχομενού Αθάμαντα και της Θεμιστούς. Αυτός πάλι αντλεί τις πληροφορίες από τον Σάμιο ποιητή Άσιο ο οποίος είχε γράψει έπη γενεαλογικού είδους. Δεν αποκλείεται επίσης η εκδοχή ο Πτώος να ήταν ιερέας και μάντης του ναού όπως και ο Τήνερος και έτσι να επικράτησε το όνομά του στο ναό και η θεϊκή προέλευση.
Για το αλάθητο του μαντείου χαρακτηριστική είναι η πληροφορία του Παυσανία που λέει:
Πριν την εκστρατεία του Αλέξανδρου και των μακεδόνων και την καταστροφή της Θήβας υπήρχε εκεί μαντείο αλάθητο. Όταν ο Μαρδόνιος είχε στείλει κάποιον Μυν από την πόλη Εύρωπο, ο Μυς ρώτησε το θεό στη δική του γλώσσα, την καρική και ο θεός έδωσε χρησμό στη γλώσσα της Καρίας.
Ο Παυσανίας παίρνει το περιστατικό από αφήγηση του Ηροδότου (8, 135).
Το πότε ακριβώς καταστράφηκε το ιερό και μαντείο του «Πτώου» Απόλλωνος, μάς είναι άγνωστο, πάντως στα χρόνια που έζησε ο Ηρώδης ο Αττικός (μέσα του 2ου αιώνα) διατηρούσε ακόμα το μεγαλείο στο οποίο το έφεραν ο αγωνοθέτης Επαμεινώνδας και η σύζυγός του Νωτία. Στα τέλη πάντως της πρώτης χιλιετίας οι χριστιανοί ίδρυσαν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου και ψηλότερα (σε υψόμετρο 551 μ.) το μοναστήρι του «Γενεθλίου της Θεοτόκου» ή της «Οσίας Πελαγίας». Για την ανέγερσή του χρησιμοποίησαν και τα κομματιασμένα υλικά του τότε ήδη κατεστραμμένου απολλώνιου ιερού.
Σε απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων από το Ακραίφνιο, κάτω από μια βραχώδη προεξοχή του όρους Πτώου, στη θέση "Περδικόβρυση", σε υψόμετρο 225 μέτρα, δίπλα από το σημερινό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, ήταν κτισμένος ο ναός του Πτώου Απόλλωνα.
Μετά τις ανασκαφές που διενεργήθηκαν από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή (1884-1891 και συμπληρωματικές αργότερα) ήρθαν στο φως τα θεμέλια του ναού, δύο στοών, μιας δεξαμενής και άλλων κτισμάτων.
Μαζί με τον ναό, λειτουργούσε και το μαντείο του θεού, που χαρακτηριζόταν "αψευδές", δηλαδή αλάθητο στους χρησμούς και "πολύφωνο", επειδή έδινε χρησμούς και σε μη Ελληνική γλώσσα. Το μαντείο αυτό ήταν ένα από τα σπουδαιότερα μαντεία της αρχαιότητας και ένα από τα έξι μαντεία της Βοιωτίας (Πτώου, Τροφωνίου, Θηβών, Αμφιαράου, Τεγύρας, Αβών). Από μία διακοπή της λειτουργίας του για 25 χρόνια (από το 335 έως το 310 πΧ.) συμπεραίνεται ότι οι Μακεδόνες μαζί με τη Θήβα κατέστρεψαν και τον ναό του Απόλλωνα.
Ο Απόλλων εδώ λεγόταν Πτώος ή Πτώιος και Ακραίφιος, ή Ακραιφιεύς. Υπάρχουν πολλές δοξασίες για το όνομα. Σύμφωνα με τον μύθο ο Απόλλωνας απέκτησε με τη Ζευξίππη δυο γιούς τον Πτώο και τον Ακραιφέα. Ο πρώτος έδωσε το όνομα του στο όρος και στον ναό του Απόλλωνα και ο άλλος στην πόλη του Ακραιφνίου.
Άλλη δοξασία λέει πως στο βουνό έφτασε η Λητώ να γεννήσει κρυφά τον ερωτικό της καρπό με τον Δία. Ξαφνικά παρουσιάστηκε κάποιος αγριόχοιρος, η Λητώ φοβήθηκε "επτοήθει" και τότε το όρος πήρε το όνομα Πτώον. Η Λητώ, σύμφωνα με την παράδοση, μετά το Πτώον συνέχισε την αναζήτηση στα βόρεια παράλια της Κωπαΐδας λίμνης, έφθασε στην Τεγύρα του Ορχομενού, κοντά στο σημερινό Διόνυσο, όπου τελικά γέννησε τον Απόλλωνα, τον Τεγυραίο Απόλλωνα όπως τον ονόμασαν.
Σύμφωνα με τον Παυσανία το όρος Πτώον πήρε το όνομά του από τον Πτώο γιο του βασιλιά του Ορχομενού Αθάμαντα και της Θεμιστούς. Αυτός πάλι αντλεί τις πληροφορίες από τον Σάμιο ποιητή Άσιο ο οποίος είχε γράψει έπη γενεαλογικού είδους. Δεν αποκλείεται επίσης η εκδοχή ο Πτώος να ήταν ιερέας και μάντης του ναού όπως και ο Τήνερος και έτσι να επικράτησε το όνομά του στο ναό και η θεϊκή προέλευση.
Για το αλάθητο του μαντείου χαρακτηριστική είναι η πληροφορία του Παυσανία που λέει:
Πριν την εκστρατεία του Αλέξανδρου και των μακεδόνων και την καταστροφή της Θήβας υπήρχε εκεί μαντείο αλάθητο. Όταν ο Μαρδόνιος είχε στείλει κάποιον Μυν από την πόλη Εύρωπο, ο Μυς ρώτησε το θεό στη δική του γλώσσα, την καρική και ο θεός έδωσε χρησμό στη γλώσσα της Καρίας.
Ο Παυσανίας παίρνει το περιστατικό από αφήγηση του Ηροδότου (8, 135).
Το πότε ακριβώς καταστράφηκε το ιερό και μαντείο του «Πτώου» Απόλλωνος, μάς είναι άγνωστο, πάντως στα χρόνια που έζησε ο Ηρώδης ο Αττικός (μέσα του 2ου αιώνα) διατηρούσε ακόμα το μεγαλείο στο οποίο το έφεραν ο αγωνοθέτης Επαμεινώνδας και η σύζυγός του Νωτία. Στα τέλη πάντως της πρώτης χιλιετίας οι χριστιανοί ίδρυσαν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου και ψηλότερα (σε υψόμετρο 551 μ.) το μοναστήρι του «Γενεθλίου της Θεοτόκου» ή της «Οσίας Πελαγίας». Για την ανέγερσή του χρησιμοποίησαν και τα κομματιασμένα υλικά του τότε ήδη κατεστραμμένου απολλώνιου ιερού.