filmov
tv
Το Σκιάχτρο - ΝΕΒΜΑ (Στίχοι)

Показать описание
Ερμηνεία: Αλέξης Δεδεγκίκας / Νίκος Παυλίδης
Το σκιάχτρο ντύθηκε στα πρόχειρα μ’ ότι βρήκε και πείστηκε
να φορέσει μια καρδιά που εδώ και χρόνια εξατμίστηκε.
κάθε χτύπος, κάθε ίχνος σε σήματα ανύπαρκτα της ζωής ορίστηκε,
κρατήθηκε αιχμάλωτος γιατί ήταν ευάλωτος στα ψεύτικα λόγια και σκέφτηκε
με μια ψυχή ταριχευμένη που εδώ και χρόνια είναι σφραγισμένη,
μα ούτε εκείνος που την είχε δεν μπορούσε να ρίξει κι έτι μένει
στα χωράφια του μυαλού τους / στη γραμμή του πυρός /
κάθε μορφή ζωής γύρω σου να φαντάζει σαν εχθρός,
μοναδικός κυρίαρχος να γίνεις, επιβλητικός να είσαι, να κρίνεις,
να μοιράζεις τον φόβο, τίποτα να μην καταπίνεις, τους πάντες να φτύνεις, /
είσαι φτιαγμένος μόνο γι’ αυτό το λόγο για ν’ ανοίγεις πληγές
και πάντα να υπακούς μονάχα τις δικές μου εντολές,
λες να ξέρω τάχα εγώ το σωστό γι’ αυτό είμαι εδώ /
κι έτσι όπως σου μάθανε τώρα στέκεσαι,
ότι σου δείξανε αντιστέκεσαι,
μιλάς μέσα απ’ το δικό τους στόμα μα δε ντρέπεσαι,
ανέχεσαι την πνευματική σου περίφραξη στο κατώφλι του εικοστού πρώτου αιώνα,
παραμένεις ανδρείκελο σε ξένο αχυρώνα,
υπηρέτης στους κήπους / του σεβαστού άρχοντα σου /
σκλάβος σ’ ένα παζάρι για τη χαμένη λευτεριά σου,
τα δικά σου δικά τους, κατοχυρωμένα όλα στ’ όνομα τους
και για σένα μόνο τα κόκαλα απ’ τα παλιότερα θύματα τους,
τα πετάνε μπροστά σαν ένα μίζερο, άψυχο ευχαριστώ,
μα εσύ σαν σκυλάκι πιστό τα γυρνάς πίσω στ’ αφεντικό.
Να σε πλησιάσω δεν μπορώ, να σε ξυπνήσω προσπαθώ,
να καταλάβεις τι λες, τι πράττεις, μάταιο κι αυτό.
Νομίζεις πως ζυγώνω κοντά στα μουλωχτά για να σου κλέψω τα σπαρτά,
να σου φέρω συμφορά κι έτσι ν’ αρχίσει η φθορά,
μα σου φωνάζω δυνατά μήπως και βγεις και δεις για πρώτη φορά
την ελευθερία να ξεδιπλώνετε μπροστά σου
κι η ζωή να απλώνετε, τα όνειρα σου,
φαντάσου κάθε στιγμή χωρίς να πρέπει να μαντρώνετε η ψυχή σου
και τα δεσμά να περιορίζουν την κάθε κίνηση σου.
Ο άνεμος περιτριγυρίζει την αλήθεια, γύρω σου ψιθυρίζει,
μα ούτε αυτή τη φορά δεν τον άφησες να σου μιλήσει.
Έχεις πείσει τον εαυτό σου πως κάνεις το σωστό
μα το διαφορετικό είναι διαπεραστικό κι η αμφιβολία βρίσκει διέξοδο.
Ξανθές φλόγες περιτριγυρίζουν του μίσους τα αινίγματα
καθώς κοιτάς τον ουρανό τα σύννεφα χωρίς πολλά ανοίγματα,
νιώθεις πως είσαι αδειανός, δεν ξέρεις τι σου λείπει
άγνωστα για σένα αισθήματα, τη χαρά και τη λύπη
δε σου σύστησε κανείς, τώρα όσο κι αν προσπαθείς
να τα ξεθάψεις δε μπορείς
και με το ζόρι ακουμπήσαν ψεύτικα δάκρυα που κυλήσαν,
δεν πότισαν τη γη μόνο βρώμισαν
σαν όξινη βροχή με ορμή πέσανε και τρυπήσαν,
στο φλοιό του εγωισμού σου εισχωρήσαν, με κόλπο προσέγγισαν,
ξεχύθηκαν σε σκέψεις τα κρυμμένα όνειρα σου και σε λύγισαν,
σου θύμισαν πως είσαι ένα όπλο στα χέρια κάποιον πονηρών,
και πίστεψες λόγια που σε ταΐσαν για τις ορέξεις αλλονών.
Τώρα βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή που όλοι αυτοί σου δώσανε ζωή,
όσοι αυτοαποκαλούνταν μπροστά σου πρότυπα, δημιουργοί,
υποτυπώδες αφέντες να μιλάν αυστηρά όπως ο δάσκαλος στο μαθητή,
που όταν κάνει ένα λάθος παραμονεύει, του βγάζει μια φωνή,
τον τιμωρεί, έτσι όπως ξέρει, νομίζει πως κατέχει τις μεθόδους
απ’ αυτές που δεν αρμόζουν ούτε στους πιο σκληρούς ανθρώπους.
Μα εσύ είσαι μονάχα ένα σκιάχτρο, άκομψα στημένο απ’ αυτούς,
περήφανα υπερασπίζεις σάπιους, ξένους καρπούς,
σε μοναχικούς αγρούς, οι εποχές τόσο γρήγορα σε προσπερνάνε,
βλέπεις η κατασκευή σου έχει λιώσει δεν είναι απ’ αυτές που κρατάνε,
όταν παλιώσει την πετάνε όπως τα άλογα όταν χτυπάνε,
τα λεπτά αντίστροφα κυλάνε, ο δημιουργός χρόνο δεν χάνει,
τώρα ο άγγελος φαντάζει χάρος με το πιο κοφτερό δρεπάνι,
αυτός που σ’ έδωσε ζωή και τώρα πίσω θα σου την πάρει,
αυτός που σ’ έστησε απ’ την αρχή εκεί τώρα θα σε ξεστήσει. /
Με κάποια συγκομιδή, είναι καιρός για να θερίσει
κι ούτε σένα δε θα αφήσει, απ’ την ύπαρξη σου θα εκλείψει,
εύκολη λύση, θυσία στο βωμό που αποτελεί δρόμο στη φύση. /
Μα οι στίχοι μου θα βάλουν στον καθένα μέσα του φωτιά,
θα σε πιάσουνε στον ύπνο, θα σου κάψουν τη σοδιά,
όταν πας να ξανά σπείρεις θα είναι είδη αργά,
το χώμα θα γίνει σκληρό, πέτρα, σαν βράχια κοφτερά,
Γερά σας μάλτο, πάντα κάποιος θα φυλάει το δικό μου κάστρο,
απ’ το μυαλό σου βγάλ΄ το,
το σκιάχτρο έπεσε.
Το σκιάχτρο ντύθηκε στα πρόχειρα μ’ ότι βρήκε και πείστηκε
να φορέσει μια καρδιά που εδώ και χρόνια εξατμίστηκε.
κάθε χτύπος, κάθε ίχνος σε σήματα ανύπαρκτα της ζωής ορίστηκε,
κρατήθηκε αιχμάλωτος γιατί ήταν ευάλωτος στα ψεύτικα λόγια και σκέφτηκε
με μια ψυχή ταριχευμένη που εδώ και χρόνια είναι σφραγισμένη,
μα ούτε εκείνος που την είχε δεν μπορούσε να ρίξει κι έτι μένει
στα χωράφια του μυαλού τους / στη γραμμή του πυρός /
κάθε μορφή ζωής γύρω σου να φαντάζει σαν εχθρός,
μοναδικός κυρίαρχος να γίνεις, επιβλητικός να είσαι, να κρίνεις,
να μοιράζεις τον φόβο, τίποτα να μην καταπίνεις, τους πάντες να φτύνεις, /
είσαι φτιαγμένος μόνο γι’ αυτό το λόγο για ν’ ανοίγεις πληγές
και πάντα να υπακούς μονάχα τις δικές μου εντολές,
λες να ξέρω τάχα εγώ το σωστό γι’ αυτό είμαι εδώ /
κι έτσι όπως σου μάθανε τώρα στέκεσαι,
ότι σου δείξανε αντιστέκεσαι,
μιλάς μέσα απ’ το δικό τους στόμα μα δε ντρέπεσαι,
ανέχεσαι την πνευματική σου περίφραξη στο κατώφλι του εικοστού πρώτου αιώνα,
παραμένεις ανδρείκελο σε ξένο αχυρώνα,
υπηρέτης στους κήπους / του σεβαστού άρχοντα σου /
σκλάβος σ’ ένα παζάρι για τη χαμένη λευτεριά σου,
τα δικά σου δικά τους, κατοχυρωμένα όλα στ’ όνομα τους
και για σένα μόνο τα κόκαλα απ’ τα παλιότερα θύματα τους,
τα πετάνε μπροστά σαν ένα μίζερο, άψυχο ευχαριστώ,
μα εσύ σαν σκυλάκι πιστό τα γυρνάς πίσω στ’ αφεντικό.
Να σε πλησιάσω δεν μπορώ, να σε ξυπνήσω προσπαθώ,
να καταλάβεις τι λες, τι πράττεις, μάταιο κι αυτό.
Νομίζεις πως ζυγώνω κοντά στα μουλωχτά για να σου κλέψω τα σπαρτά,
να σου φέρω συμφορά κι έτσι ν’ αρχίσει η φθορά,
μα σου φωνάζω δυνατά μήπως και βγεις και δεις για πρώτη φορά
την ελευθερία να ξεδιπλώνετε μπροστά σου
κι η ζωή να απλώνετε, τα όνειρα σου,
φαντάσου κάθε στιγμή χωρίς να πρέπει να μαντρώνετε η ψυχή σου
και τα δεσμά να περιορίζουν την κάθε κίνηση σου.
Ο άνεμος περιτριγυρίζει την αλήθεια, γύρω σου ψιθυρίζει,
μα ούτε αυτή τη φορά δεν τον άφησες να σου μιλήσει.
Έχεις πείσει τον εαυτό σου πως κάνεις το σωστό
μα το διαφορετικό είναι διαπεραστικό κι η αμφιβολία βρίσκει διέξοδο.
Ξανθές φλόγες περιτριγυρίζουν του μίσους τα αινίγματα
καθώς κοιτάς τον ουρανό τα σύννεφα χωρίς πολλά ανοίγματα,
νιώθεις πως είσαι αδειανός, δεν ξέρεις τι σου λείπει
άγνωστα για σένα αισθήματα, τη χαρά και τη λύπη
δε σου σύστησε κανείς, τώρα όσο κι αν προσπαθείς
να τα ξεθάψεις δε μπορείς
και με το ζόρι ακουμπήσαν ψεύτικα δάκρυα που κυλήσαν,
δεν πότισαν τη γη μόνο βρώμισαν
σαν όξινη βροχή με ορμή πέσανε και τρυπήσαν,
στο φλοιό του εγωισμού σου εισχωρήσαν, με κόλπο προσέγγισαν,
ξεχύθηκαν σε σκέψεις τα κρυμμένα όνειρα σου και σε λύγισαν,
σου θύμισαν πως είσαι ένα όπλο στα χέρια κάποιον πονηρών,
και πίστεψες λόγια που σε ταΐσαν για τις ορέξεις αλλονών.
Τώρα βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή που όλοι αυτοί σου δώσανε ζωή,
όσοι αυτοαποκαλούνταν μπροστά σου πρότυπα, δημιουργοί,
υποτυπώδες αφέντες να μιλάν αυστηρά όπως ο δάσκαλος στο μαθητή,
που όταν κάνει ένα λάθος παραμονεύει, του βγάζει μια φωνή,
τον τιμωρεί, έτσι όπως ξέρει, νομίζει πως κατέχει τις μεθόδους
απ’ αυτές που δεν αρμόζουν ούτε στους πιο σκληρούς ανθρώπους.
Μα εσύ είσαι μονάχα ένα σκιάχτρο, άκομψα στημένο απ’ αυτούς,
περήφανα υπερασπίζεις σάπιους, ξένους καρπούς,
σε μοναχικούς αγρούς, οι εποχές τόσο γρήγορα σε προσπερνάνε,
βλέπεις η κατασκευή σου έχει λιώσει δεν είναι απ’ αυτές που κρατάνε,
όταν παλιώσει την πετάνε όπως τα άλογα όταν χτυπάνε,
τα λεπτά αντίστροφα κυλάνε, ο δημιουργός χρόνο δεν χάνει,
τώρα ο άγγελος φαντάζει χάρος με το πιο κοφτερό δρεπάνι,
αυτός που σ’ έδωσε ζωή και τώρα πίσω θα σου την πάρει,
αυτός που σ’ έστησε απ’ την αρχή εκεί τώρα θα σε ξεστήσει. /
Με κάποια συγκομιδή, είναι καιρός για να θερίσει
κι ούτε σένα δε θα αφήσει, απ’ την ύπαρξη σου θα εκλείψει,
εύκολη λύση, θυσία στο βωμό που αποτελεί δρόμο στη φύση. /
Μα οι στίχοι μου θα βάλουν στον καθένα μέσα του φωτιά,
θα σε πιάσουνε στον ύπνο, θα σου κάψουν τη σοδιά,
όταν πας να ξανά σπείρεις θα είναι είδη αργά,
το χώμα θα γίνει σκληρό, πέτρα, σαν βράχια κοφτερά,
Γερά σας μάλτο, πάντα κάποιος θα φυλάει το δικό μου κάστρο,
απ’ το μυαλό σου βγάλ΄ το,
το σκιάχτρο έπεσε.