filmov
tv
Το κρύο είχε απλωθεί σ όλη την πόληΤα γυμνά κλαδιά των δέντρων χόρευαν στο ρυθμό τουπαγωμένου ανέμου

Показать описание
Οι δρόμοι της πολιτείας είχαν ερημώσει απότομα και οι έμποροι έκλεισαν νωρίτερα τα μαγαζιά τους.
- Τα παιδιά περπατούσαν βιαστικά ανυπομονώντας να νιώσουν τη θαλπωρή του σπιτιού τους.
- Σε λίγο θα έπεφτε η νύχτα. Ο Χειμώνας στεκόταν σε ένα σύννεφο αγναντεύοντας την πολιτεία.
- Πολλή ώρα έμεινε έτσι ακίνητος, θαυμάζοντας το έργο του.
- Οι σκεπές είχαν ντυθεί με χρώμα λευκό και γκρίζες στήλες καπνού ανυψώνονταν προς τον ουρανό.
- Οι δρόμοι είχαν καθαρίσει από τις χειμωνιάτικες μπόρες και τα φώτα της πόλης έλαμπαν δυνατά, κόντρα στο σκοτάδι που έρχεται νωρίτερα αυτή την εποχή.
- Τόσο πολύ του άρεσε το θέαμα από εκεί ψηλά του Χειμώνα, που πρώτη φορά θέλησε να περιεργαστεί την πολιτεία από κοντά.
- Πέταξε με τη βοήθεια του ανέμου μέχρι την πλατεία.
- Περιπλανήθηκε στα άδεια σοκάκια, παρατήρησε τις φωτισμένες και στολισμένες βιτρίνες των μαγαζιών και στο τέλος ξάπλωσε πάνω στο χιόνι της αυλής ενός σπιτιού.Φωνές ακούγονταν από το σαλόνι.
- Ο Χειμώνας σηκώθηκε και πλησίασε στο παράθυρο. Εκεί, μπροστά στο τζάκι, τρία παιδιά έτριβαν τα χέρια τους πάνω από τη δυνατή φωτιά. – Ανυπομονώ να έρθει η άνοιξη! Δεν το αντέχω πια αυτό το κρύο! γκρίνιαξε ένα από τα παιδιά.– Ούτε εγώ, συμφώνησε και το μικρότερο.
- Ο χειμώνας είναι η χειρότερη εποχή του χρόνου.
- Ο Χειμώνας δεν πίστευε στα αυτιά του. Αυτή την άποψη είχαν λοιπόν οι άνθρωποι γι΄ αυτόν; Άρχισε να περπατάει συλλογιζόμενος αυτά που άκουσε, μέχρι που έφτασε μπροστά σ΄ ένα άλλο σπίτι.
- Εκεί, ένας άντρας φτυάριζε το χιόνι που κάλυπτε τον διάδρομο της αυλής.
- Όμως ενώ το φτυάριζε, μονολογούσε: «Άτιμε χειμώνα! Αλλά δεν θα ‘ρθει η άνοιξη;
- Ούτε στο πάγο θα γλιστράμε ούτε το χιόνι θα φτυαρίζουμε ούτε θα τουρτουρίζουμε!».
- Ο Χειμώνας είχε αρχίσει πραγματικά να θυμώνει. Άνοιξε το βήμα του.
- Παρακάτω είδε ένα παιδί μόλις έμπαινε στο σπίτι του.– Άργησες, του είπε η μητέρα του που το περίμενε στην πόρτα.– Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, μαμά, δικαιολογήθηκε το παιδί.
- Κάτσε τώρα να βγάλω το κασκόλ, το σκουφί, τα γάντια και το μπουφάν που φοράω και μου γκρινιάζεις μετά.
- Αχ, πότε θα έρθει το καλοκαίρι που φοράμε μόνο κοντομάνικα;
- Τώρα θα βάζαμε τα μαγιό μας και θα πηγαίναμε για μπάνιο στη θάλασσα, ήταν τα τελευταία λόγια του παιδιού πριν κλείσει την εξώπορτα.
- Ο Χειμώνας στεναχωρήθηκε. Οι άνθρωποι δεν τον ήθελαν στη ζωή τους.
- Καβάλησε πάλι τον άνεμο και γύρισε πίσω στο σύννεφό του.
- Είχε πάρει την απόφασή του…
- Την άλλη μέρα, όλοι ξύπνησαν από νωρίς.
- Ο ήλιος είχε κάνει την εμφάνισή του νωρίς και δεν υπήρχε ίχνος συννεφιάς.
- Τα χιόνια από τις σκεπές είχαν εξαφανιστεί.
- Τα γυμνά δέντρα έστεκαν ακίνητα. «Τι ζέστη είναι αυτή Γενάρη μήνα;», αναστέναζαν ιδρωμένοι οι καταστηματάρχες που πήγαιναν στη δουλειά τους.
- Τα παιδιά που ενθουσιασμένα έτρεξαν στις αυλές για να παίξουν χιονοπόλεμο, απογοητεύτηκαν.
- «Τι έπαθε ο καιρός, τρελάθηκε;», αναρωτήθηκαν οι γυναίκες που γρήγορα έτρεξαν να βάλουν μπουγάδα, εκμεταλλευόμενες την ηλιόλουστη μέρα.
- Ο Χειμώνας παρακολουθούσε θλιμμένος από ψηλά. Είχε διατάξει τον άνεμο, το κρύο και το χιόνι να μην αγγίξουν καθόλου την πολιτεία εκείνη τη μέρα.
- Και πραγματικά, παρατηρούσε ότι οι άνθρωποι πήγαιναν χαρούμενοι στις δουλειές του, κάτι που τον έκανε να στεναχωριέται ακόμη περισσότερο.
- Όμως, όσο περνούσε η μέρα, οι άνθρωποι έχαναν το χαμόγελό τους. Τα παιδιά στο διάλειμμα δεν έπαιξαν τον καθιερωμένο τους χιονοπόλεμο.
- Οι παππούδες δε θα έλεγαν παραμύθια στα παιδιά μπροστά από το τζάκι, ψήνοντας κάστανα.
- Οι μαμάδες δε θα έφτιαχναν ζεστή σούπα για την οικογένεια που θα μαζευόταν γύρω από το τραπέζι.
- Τα δέντρα δε θα έπαιρναν το απαραίτητο νερό από το χιόνι, ώστε να ανθίσουν την άνοιξη.
- Ο Χειμώνας παρατήρησε τα αγέλαστα πρόσωπα και κατέβηκε ξανά στην πλατεία.
- Οι άνθρωποι γύρω του γκρίνιαζαν και μονολογούσαν: «Πού πήγε ο χειμώνας με τα κρύα του, να σκεπαστούμε και να μαζευτούμε και να τραγουδήσουμε μπροστά από τη φωτιά;»,
- «Και τώρα πώς θα φτιάξουμε το χιονάνθρωπο που λέγαμε;»,
- «Έχω ιδρώσει! Τι ωραία που ήταν χτες που ήμασταν με τα κασκόλ και τα γάντια και δεν μας ένοιαζε καθόλου το κρύο!».
- Ο Χειμώνας δεν πίστευε στα αυτιά του. Όταν άκουσε και ένα παιδί να λέει: «Ο χειμώνας είναι τελικά η καλύτερη εποχή του χρόνου!», μετάνιωσε που είχε πάρει εκείνη τη χθεσινή βιαστική απόφαση.
- Πέταξε πάλι στο σύννεφό του και περίμενε να νυχτώσει.
- Μόλις έπεσε βαθύ σκοτάδι, ο Χειμώνας άνοιξε το τσουβάλι.
- Ο άνεμος, το χιόνι και το κρύο ξεχύθηκαν ελεύθερα στην πολιτεία. Τα τζάμια άρχισαν να τρίζουν από τον αέρα.
- Το χιόνι γρήγορα σκέπασε τα δέντρα και τις σκεπές των σπιτιών.
- Τα τζάκια άναψαν βιαστικά. Η απότομη παγωνιά είχε αναγκάσει και τους τελευταίους περαστικούς να «οχυρωθούν» στα σπίτια τους. Εκείνη τη νύχτα ο Χειμώνας θα έδειχνε όλο του το μεγαλείο. refik_gumus_📷
- Τα παιδιά περπατούσαν βιαστικά ανυπομονώντας να νιώσουν τη θαλπωρή του σπιτιού τους.
- Σε λίγο θα έπεφτε η νύχτα. Ο Χειμώνας στεκόταν σε ένα σύννεφο αγναντεύοντας την πολιτεία.
- Πολλή ώρα έμεινε έτσι ακίνητος, θαυμάζοντας το έργο του.
- Οι σκεπές είχαν ντυθεί με χρώμα λευκό και γκρίζες στήλες καπνού ανυψώνονταν προς τον ουρανό.
- Οι δρόμοι είχαν καθαρίσει από τις χειμωνιάτικες μπόρες και τα φώτα της πόλης έλαμπαν δυνατά, κόντρα στο σκοτάδι που έρχεται νωρίτερα αυτή την εποχή.
- Τόσο πολύ του άρεσε το θέαμα από εκεί ψηλά του Χειμώνα, που πρώτη φορά θέλησε να περιεργαστεί την πολιτεία από κοντά.
- Πέταξε με τη βοήθεια του ανέμου μέχρι την πλατεία.
- Περιπλανήθηκε στα άδεια σοκάκια, παρατήρησε τις φωτισμένες και στολισμένες βιτρίνες των μαγαζιών και στο τέλος ξάπλωσε πάνω στο χιόνι της αυλής ενός σπιτιού.Φωνές ακούγονταν από το σαλόνι.
- Ο Χειμώνας σηκώθηκε και πλησίασε στο παράθυρο. Εκεί, μπροστά στο τζάκι, τρία παιδιά έτριβαν τα χέρια τους πάνω από τη δυνατή φωτιά. – Ανυπομονώ να έρθει η άνοιξη! Δεν το αντέχω πια αυτό το κρύο! γκρίνιαξε ένα από τα παιδιά.– Ούτε εγώ, συμφώνησε και το μικρότερο.
- Ο χειμώνας είναι η χειρότερη εποχή του χρόνου.
- Ο Χειμώνας δεν πίστευε στα αυτιά του. Αυτή την άποψη είχαν λοιπόν οι άνθρωποι γι΄ αυτόν; Άρχισε να περπατάει συλλογιζόμενος αυτά που άκουσε, μέχρι που έφτασε μπροστά σ΄ ένα άλλο σπίτι.
- Εκεί, ένας άντρας φτυάριζε το χιόνι που κάλυπτε τον διάδρομο της αυλής.
- Όμως ενώ το φτυάριζε, μονολογούσε: «Άτιμε χειμώνα! Αλλά δεν θα ‘ρθει η άνοιξη;
- Ούτε στο πάγο θα γλιστράμε ούτε το χιόνι θα φτυαρίζουμε ούτε θα τουρτουρίζουμε!».
- Ο Χειμώνας είχε αρχίσει πραγματικά να θυμώνει. Άνοιξε το βήμα του.
- Παρακάτω είδε ένα παιδί μόλις έμπαινε στο σπίτι του.– Άργησες, του είπε η μητέρα του που το περίμενε στην πόρτα.– Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, μαμά, δικαιολογήθηκε το παιδί.
- Κάτσε τώρα να βγάλω το κασκόλ, το σκουφί, τα γάντια και το μπουφάν που φοράω και μου γκρινιάζεις μετά.
- Αχ, πότε θα έρθει το καλοκαίρι που φοράμε μόνο κοντομάνικα;
- Τώρα θα βάζαμε τα μαγιό μας και θα πηγαίναμε για μπάνιο στη θάλασσα, ήταν τα τελευταία λόγια του παιδιού πριν κλείσει την εξώπορτα.
- Ο Χειμώνας στεναχωρήθηκε. Οι άνθρωποι δεν τον ήθελαν στη ζωή τους.
- Καβάλησε πάλι τον άνεμο και γύρισε πίσω στο σύννεφό του.
- Είχε πάρει την απόφασή του…
- Την άλλη μέρα, όλοι ξύπνησαν από νωρίς.
- Ο ήλιος είχε κάνει την εμφάνισή του νωρίς και δεν υπήρχε ίχνος συννεφιάς.
- Τα χιόνια από τις σκεπές είχαν εξαφανιστεί.
- Τα γυμνά δέντρα έστεκαν ακίνητα. «Τι ζέστη είναι αυτή Γενάρη μήνα;», αναστέναζαν ιδρωμένοι οι καταστηματάρχες που πήγαιναν στη δουλειά τους.
- Τα παιδιά που ενθουσιασμένα έτρεξαν στις αυλές για να παίξουν χιονοπόλεμο, απογοητεύτηκαν.
- «Τι έπαθε ο καιρός, τρελάθηκε;», αναρωτήθηκαν οι γυναίκες που γρήγορα έτρεξαν να βάλουν μπουγάδα, εκμεταλλευόμενες την ηλιόλουστη μέρα.
- Ο Χειμώνας παρακολουθούσε θλιμμένος από ψηλά. Είχε διατάξει τον άνεμο, το κρύο και το χιόνι να μην αγγίξουν καθόλου την πολιτεία εκείνη τη μέρα.
- Και πραγματικά, παρατηρούσε ότι οι άνθρωποι πήγαιναν χαρούμενοι στις δουλειές του, κάτι που τον έκανε να στεναχωριέται ακόμη περισσότερο.
- Όμως, όσο περνούσε η μέρα, οι άνθρωποι έχαναν το χαμόγελό τους. Τα παιδιά στο διάλειμμα δεν έπαιξαν τον καθιερωμένο τους χιονοπόλεμο.
- Οι παππούδες δε θα έλεγαν παραμύθια στα παιδιά μπροστά από το τζάκι, ψήνοντας κάστανα.
- Οι μαμάδες δε θα έφτιαχναν ζεστή σούπα για την οικογένεια που θα μαζευόταν γύρω από το τραπέζι.
- Τα δέντρα δε θα έπαιρναν το απαραίτητο νερό από το χιόνι, ώστε να ανθίσουν την άνοιξη.
- Ο Χειμώνας παρατήρησε τα αγέλαστα πρόσωπα και κατέβηκε ξανά στην πλατεία.
- Οι άνθρωποι γύρω του γκρίνιαζαν και μονολογούσαν: «Πού πήγε ο χειμώνας με τα κρύα του, να σκεπαστούμε και να μαζευτούμε και να τραγουδήσουμε μπροστά από τη φωτιά;»,
- «Και τώρα πώς θα φτιάξουμε το χιονάνθρωπο που λέγαμε;»,
- «Έχω ιδρώσει! Τι ωραία που ήταν χτες που ήμασταν με τα κασκόλ και τα γάντια και δεν μας ένοιαζε καθόλου το κρύο!».
- Ο Χειμώνας δεν πίστευε στα αυτιά του. Όταν άκουσε και ένα παιδί να λέει: «Ο χειμώνας είναι τελικά η καλύτερη εποχή του χρόνου!», μετάνιωσε που είχε πάρει εκείνη τη χθεσινή βιαστική απόφαση.
- Πέταξε πάλι στο σύννεφό του και περίμενε να νυχτώσει.
- Μόλις έπεσε βαθύ σκοτάδι, ο Χειμώνας άνοιξε το τσουβάλι.
- Ο άνεμος, το χιόνι και το κρύο ξεχύθηκαν ελεύθερα στην πολιτεία. Τα τζάμια άρχισαν να τρίζουν από τον αέρα.
- Το χιόνι γρήγορα σκέπασε τα δέντρα και τις σκεπές των σπιτιών.
- Τα τζάκια άναψαν βιαστικά. Η απότομη παγωνιά είχε αναγκάσει και τους τελευταίους περαστικούς να «οχυρωθούν» στα σπίτια τους. Εκείνη τη νύχτα ο Χειμώνας θα έδειχνε όλο του το μεγαλείο. refik_gumus_📷