filmov
tv
Ακούμε Πολλά - Ως Αιδώ (Στίχοι)

Показать описание
Έρμηνεια: Ανδρέας Τσιαμπόκαλος / Δημήτρης Καντάρης / Νεκτάριος Καραγιάννης
Ακούμε πολλά, ψάχνουμε να βγάλουμε την αλήθεια από το πουθενά.
Όπως πάντα κάνουμε τη λογοκρισία στήριγμα για ανεύθυνα και κολλημένα μυαλά.
Πολλά παιδία δεν γνωρίζουνε και ζητάνε να ανάψει από το νερό φωτιά.
Όχι πια κάνω τ’ αδύνατα δυνατά για να μην πέσω στην παγίδα τελικά.
Κράτα την εικόνα στη μόδα, το σταριλίκι σου, δεν θα φάμε τη συγνώμη σου.
Τη μούρη που πουλάς την αγοράζω όσες φορές θέλεις,
αυτό είναι το δώρο σου.
Άσε τα λόγια σου δε μετράνε, πες τα κάπου να περνάνε, εδώ δε μασάμε.
Ότι κι αν φτιάξεις οι στίχοι μου να ξέρεις θα στο γκρεμίζουνε και θα στο πατάνε.
Μακριά από μένα τα λόγια σου θα πάνε, σίγουρα από χέρι χαμένα.
Δεν θέλω όνειρα πνιγμένα, μεταλλαγμένα,
άλλα μεταχειρισμένα, άλλα εγχειρισμένα,
τροποποιημένα, υλοποιημένα, οράματα κλεμμένα, και τι έχει μείνει.
Δεν θα αλλάξω για κανένα καριόλι, παίρνω πάνω μου την ευθηνή ότι κι αν γίνει.
Χρόνια τώρα δεν μπορείς να μου βάλεις μυαλό,
έχω δώσει υποσχέσεις στον δικό μου εαυτό,
θα κρατήσω μέχρι το τέλος, όσο μπορώ,
την ιδεολογία, αρχές και το δικό μου εγωισμό.
Τρόπο σκέψεις, τρόπο ντυσίματος, τόσο καιρό μου λένε
«Μήτσο πόσο θ’ αντέξεις;»
Ότι προσφέρεις το απορρίπτω, ότι σου δίνω στο τέλος θα το χωνέψεις,
Έχασα πολλούς, έκανα κι άλλους φίλους καλούς ή κακούς,
ανοίγει η παρένθεση,
τελικά γίνετε ανακύκλωση όλοι μιλάνε εκ του ασφαλούς
και κλείνει η παρένθεση.
Μετρό τους ανθρώπους τρελούς στο κεφάλι,
το σκύβω μόνο σ’ αυτούς.
Το αγαπάμε σεβόμαστε μιλάμε γι’ αληθινούς αδελφούς
μόνο γι’ αυτούς.
Τα παίρνω και βγαίνω, ισιώνω και φέρνω, ακούω και χώνω, το σώμα διπλώνω,
χορεύω στο χώμα δεν τέλειωσα ακόμα, μεγάλο μπουκάλι μ’ απόθεμα σέρνω,
βαλβίδα από σπρέι φτύνω το χρώμα, τους στίχους γεμίζω, τα μάτια σου σκίζω,
σε βλέπω στο δώμα, είσαι σε κόμμα , τα χέρια χτυπάω αντέχω ακόμα.
Ξέρω τι λέω, προσέχω, δοκιμάζω, μασάω, μυρίζω, πουλάω, αγοράζω,
εκατό πενήντα ίππους στο δρόμο πετάω, δεκαεξαβάλβιδο μοτέρ φοράω.
Στο μυαλό μου δεν ξέχασα ακόμα πονάω, έχω καρδιά από κρέμα, γουστάρω, αγαπάω.
Τις νύχτες δεν κρύφτηκα, αμφισβητήθηκα, ότι είμαι ένα τίποτα, από μαλάκες κρίθηκα, θέλω να πω,
έχω σκοπό, προχωράω σιγά δεν θέλω να ενταχθώ.
Μετράω στα δάχτυλα αυτούς που δεν άφησα πίσω από μένα όταν κάποιους παράτησα.
Κάνω τη πάπια ντυμένος σα γάτα, τα νύχια ακονίζω, όπως ο σκύλος γαβγίζω.
Το μίσος σκέφτομαι, κενός γεμίζω, το μεσαίο δάχτυλο ψηλά ανεμίζω.
Μ’ αυτό άνω το χρέος μου σαν mc και τα έχω τεχνικά χωρίς κουπί,
θα αρχίσω πάλι απ’ την αρχή να διηγούμαι γιατί γουστάρω την αλλαγή.
Υπάρχει μια όμορφη σκέψη αρκετό καιρό σφηνωμένη στο μυαλό,
μέρα με τη μέρα τ’ όνειρο μου ολοκληρώνεται γίνεται πραγματικό.
Τίποτα δεν έχει αλλάξει από μέσα προς τα έξω έγινε διαχρονικό,
Αυτό που έχω επιλέξει να ζω παραμένει στη καρδιά μου ζωντανό,
η απάντηση μου σε όλους αυτούς που μιλάνε χωρίς καν να το σκεφτούνε,
χρησιμοποιώ προφυλακτικό στο μικρόφωνο για να προστατευτούνε.
Θα φορέσω το χιπ-χοπ και χρυσό μου μενταγιόν,
θα φορέσω παντελόνια μ’ εμβαδόν
και ύφάκι ομοιοπαθητικών ακροατών,
με φαρδύ πλατύ blonson σκάω μύτη στο r’n’b ρεβεγιόν
ξυπνάω με υποτιθέμενο σενάριο παραμένω παλαιών αρχών,
δηλώνω απών απ’ το δικό σου παρών,
φίλε, δηλώνω όν εκτός συνόρων νοητών κι ανόητων
κατανοητών πως ακόμα κι αν είμαι παρών
ονειρεύομαι γκαζόν και λιβάδια χρήσιμων υλικών
για να πάω πιο πέρα αυτό που αγαπάω απ’ το ογδόντα οχτώ και μετά, λοιπόν, ξεχνάω να μετράω
πόσες πόρτες στο κόσμο μου άνοιξα, και πόσα χρωστάω,
με Public Enemy και Boogie Down μαζί τους ακόμα τα σπάω,
δεν γελάω, με φίλους από καρδιάς αρχίζω να τραγουδάω
σου μιλάω γι’ αυτό που θάβω βαθιά όπου κι αν πάω,
γι΄ αυτό δεν ξεχνάω, αυτός είναι καημός κι ανάγκη στο χαρτί τρελές σκέψεις να ξεπερνάω,
θέλω λίγα μαθήματα ακόμα, σε λίγο πιστεύω θα ξέρω να πετάω,
προς το δρόμο εκεί να πάω, τη πλάτη γυρνάω στο γκρίζο τοπίο και σπάω πλάκα,
καθώς με πιάνω να κυνηγάω αυτά που ούτος ή άλλως στη είναι τράκα.
Ακούμε πολλά, ψάχνουμε να βγάλουμε την αλήθεια από το πουθενά.
Όπως πάντα κάνουμε τη λογοκρισία στήριγμα για ανεύθυνα και κολλημένα μυαλά.
Πολλά παιδία δεν γνωρίζουνε και ζητάνε να ανάψει από το νερό φωτιά.
Όχι πια κάνω τ’ αδύνατα δυνατά για να μην πέσω στην παγίδα τελικά.
Κράτα την εικόνα στη μόδα, το σταριλίκι σου, δεν θα φάμε τη συγνώμη σου.
Τη μούρη που πουλάς την αγοράζω όσες φορές θέλεις,
αυτό είναι το δώρο σου.
Άσε τα λόγια σου δε μετράνε, πες τα κάπου να περνάνε, εδώ δε μασάμε.
Ότι κι αν φτιάξεις οι στίχοι μου να ξέρεις θα στο γκρεμίζουνε και θα στο πατάνε.
Μακριά από μένα τα λόγια σου θα πάνε, σίγουρα από χέρι χαμένα.
Δεν θέλω όνειρα πνιγμένα, μεταλλαγμένα,
άλλα μεταχειρισμένα, άλλα εγχειρισμένα,
τροποποιημένα, υλοποιημένα, οράματα κλεμμένα, και τι έχει μείνει.
Δεν θα αλλάξω για κανένα καριόλι, παίρνω πάνω μου την ευθηνή ότι κι αν γίνει.
Χρόνια τώρα δεν μπορείς να μου βάλεις μυαλό,
έχω δώσει υποσχέσεις στον δικό μου εαυτό,
θα κρατήσω μέχρι το τέλος, όσο μπορώ,
την ιδεολογία, αρχές και το δικό μου εγωισμό.
Τρόπο σκέψεις, τρόπο ντυσίματος, τόσο καιρό μου λένε
«Μήτσο πόσο θ’ αντέξεις;»
Ότι προσφέρεις το απορρίπτω, ότι σου δίνω στο τέλος θα το χωνέψεις,
Έχασα πολλούς, έκανα κι άλλους φίλους καλούς ή κακούς,
ανοίγει η παρένθεση,
τελικά γίνετε ανακύκλωση όλοι μιλάνε εκ του ασφαλούς
και κλείνει η παρένθεση.
Μετρό τους ανθρώπους τρελούς στο κεφάλι,
το σκύβω μόνο σ’ αυτούς.
Το αγαπάμε σεβόμαστε μιλάμε γι’ αληθινούς αδελφούς
μόνο γι’ αυτούς.
Τα παίρνω και βγαίνω, ισιώνω και φέρνω, ακούω και χώνω, το σώμα διπλώνω,
χορεύω στο χώμα δεν τέλειωσα ακόμα, μεγάλο μπουκάλι μ’ απόθεμα σέρνω,
βαλβίδα από σπρέι φτύνω το χρώμα, τους στίχους γεμίζω, τα μάτια σου σκίζω,
σε βλέπω στο δώμα, είσαι σε κόμμα , τα χέρια χτυπάω αντέχω ακόμα.
Ξέρω τι λέω, προσέχω, δοκιμάζω, μασάω, μυρίζω, πουλάω, αγοράζω,
εκατό πενήντα ίππους στο δρόμο πετάω, δεκαεξαβάλβιδο μοτέρ φοράω.
Στο μυαλό μου δεν ξέχασα ακόμα πονάω, έχω καρδιά από κρέμα, γουστάρω, αγαπάω.
Τις νύχτες δεν κρύφτηκα, αμφισβητήθηκα, ότι είμαι ένα τίποτα, από μαλάκες κρίθηκα, θέλω να πω,
έχω σκοπό, προχωράω σιγά δεν θέλω να ενταχθώ.
Μετράω στα δάχτυλα αυτούς που δεν άφησα πίσω από μένα όταν κάποιους παράτησα.
Κάνω τη πάπια ντυμένος σα γάτα, τα νύχια ακονίζω, όπως ο σκύλος γαβγίζω.
Το μίσος σκέφτομαι, κενός γεμίζω, το μεσαίο δάχτυλο ψηλά ανεμίζω.
Μ’ αυτό άνω το χρέος μου σαν mc και τα έχω τεχνικά χωρίς κουπί,
θα αρχίσω πάλι απ’ την αρχή να διηγούμαι γιατί γουστάρω την αλλαγή.
Υπάρχει μια όμορφη σκέψη αρκετό καιρό σφηνωμένη στο μυαλό,
μέρα με τη μέρα τ’ όνειρο μου ολοκληρώνεται γίνεται πραγματικό.
Τίποτα δεν έχει αλλάξει από μέσα προς τα έξω έγινε διαχρονικό,
Αυτό που έχω επιλέξει να ζω παραμένει στη καρδιά μου ζωντανό,
η απάντηση μου σε όλους αυτούς που μιλάνε χωρίς καν να το σκεφτούνε,
χρησιμοποιώ προφυλακτικό στο μικρόφωνο για να προστατευτούνε.
Θα φορέσω το χιπ-χοπ και χρυσό μου μενταγιόν,
θα φορέσω παντελόνια μ’ εμβαδόν
και ύφάκι ομοιοπαθητικών ακροατών,
με φαρδύ πλατύ blonson σκάω μύτη στο r’n’b ρεβεγιόν
ξυπνάω με υποτιθέμενο σενάριο παραμένω παλαιών αρχών,
δηλώνω απών απ’ το δικό σου παρών,
φίλε, δηλώνω όν εκτός συνόρων νοητών κι ανόητων
κατανοητών πως ακόμα κι αν είμαι παρών
ονειρεύομαι γκαζόν και λιβάδια χρήσιμων υλικών
για να πάω πιο πέρα αυτό που αγαπάω απ’ το ογδόντα οχτώ και μετά, λοιπόν, ξεχνάω να μετράω
πόσες πόρτες στο κόσμο μου άνοιξα, και πόσα χρωστάω,
με Public Enemy και Boogie Down μαζί τους ακόμα τα σπάω,
δεν γελάω, με φίλους από καρδιάς αρχίζω να τραγουδάω
σου μιλάω γι’ αυτό που θάβω βαθιά όπου κι αν πάω,
γι΄ αυτό δεν ξεχνάω, αυτός είναι καημός κι ανάγκη στο χαρτί τρελές σκέψεις να ξεπερνάω,
θέλω λίγα μαθήματα ακόμα, σε λίγο πιστεύω θα ξέρω να πετάω,
προς το δρόμο εκεί να πάω, τη πλάτη γυρνάω στο γκρίζο τοπίο και σπάω πλάκα,
καθώς με πιάνω να κυνηγάω αυτά που ούτος ή άλλως στη είναι τράκα.