Σαββόπουλος Ο μικρός μονομάχος

preview_player
Показать описание
Από το άλμπουμ Μην πετάξεις τίποτα που κυκλοφόρησε το 1994...
Σε δημοτικό γηπεδάκι, το βραδάκι
συρμάτινο πλεχτό κι από πάνω ένα φωτάκι
τον σκούφο του φορώντας τριπλάρει ολομόναχο
και λέει μονολογώντας:
Πώς μου την σπάνε οι γονείς μου, Θεέ μου
κι οι φριχτοί συμμαθηταί μου
και η Καίτη κι η μικρή της αδερφή από πλάι
που παίρνει το μέρος τους και μου την σπάει
Μου την σπάνε αράδα
θεολόγους στριμάδα Λυκειάρχου προβοσκίς
κι η φιλόλογος ψωνάρα, του Μεγάρου Μουσικής
η δημόσια εικόνα, τα παραισθησιογόνα
οι ομάδες, οι ροκάδες, οι σταθμοί και οι φυλλάδες
οι εξάρσεις του εθνικού μας βίου
κι ο προγυμναστής του φροντιστηρίου
όλος πιτυρίδα, μούσι και τσαντάκι
ενημερωμένος από τον Κακαουνάκη
Δεκαπέντε χρονώ τι 'ναι αυτό το κενό που μου κρύβετε...
Τι σόι τόπος τυφλός κι ακυβένητος
και πώς είμαι έτσι εγώ τερατόμορφος
Πολιτείας εφιάλτης ορθός
είμαι αυτός ο βυθός, ναι!
Είμαι κιόλας νεκρός, ναι!
Λυσσασμένος για φως, ναι!
Το κοινό! Πού να βρίσκεται κρυμμένο
Γιορτινό! Μακρινό κι αγαπημένο
το κοινό! Στον εαυτό μου να βουτήξω
Και στα βάθη του ν' αγγίξω ουρανό.
Γέρνει ο ήλιος μες στων αφρών το περιδέραιο
Σκόνες φωτεινές απ' τις περσίδες ως το στέρεο
Κι αφήνεται στο πλάι με κάννες και τριαντάφυλλα
και μέσα του βουτάει.
Στην στιγμή τα λαμπιόνια ανάβουνε
προβολείς του βυθού μας χτενίζουνε
κι αποσπούν ένα ένα τα πρόσωπα
γελαστά προς τα εδώ ταξιδεύουνε
με αλογάκια κουρδιστά κι ανεβαίνουνε
καβαλώντας αυλές και μαντρότοιχους
στον ρυθμό μιας ομάδας που παίζαμε
Και μου λένε:
"Άμα κάνεις μια βουτιά στον εαυτό σου
δεν θα βρεις τον εαυτό σου
αλλά όλους τους άλλους
τους μικρούς και τους μεγάλους
γιατί ο χρόνος είναι ένας
και δεν πέθανε κανένας
και αφήνει πάλι γένι, ένι μένι ντουντουμένι
σαν αυτόν τον στιχουργό
που δεν βγήκε απ' τ' αβγό
Και σε βρήκε στο ρεφρεν του
κι άκου το ανακοινωθέν του..."
Η αφεντιά σου λοιπόν δεκαπέντε χρονών και βαρέθηκε
κι απ' την έξω ερημιά προς τα μέσα νερά καταδύθηκε.
Η από μέσα σου ελεύθερη πτώση
της γενιάς σου το στίγμα θα δώσει
αθλοφόρε του εσώτατου χώρου
και μετά θα μας δεις σε βουή καταιγίδας
σαν τους κρίκους μακράς αλυσίδας
ή χλωρίδας που σπρώχνει διαρκώς
μέσ᾿ απ' τ' άνοιγμα που 'χει ο βλαστός
το λουλούδι κι ας είσαι μικρός
της διάσωσης το έργο θα νιώσεις
την συντήρηση ως πάθος θα υψώσεις
όσο πάει και πιο ακραία θα κινείσαι
και θα χάνεις τον εαυτό σου και θα είσαι
τελευταίος κρίκος κι ένας
της σειράς και της καδένας προς το φως...
[έρχονται απ' το μέσα ταξίδι]
[ξεσφραγίζουν. κυλάει ο βράχος]
[σ' ένα δάσος με λαμπάδες που δεν θα 'βρεις μονάχος]
[θα με δει. Τον λαιμό του γυρνάει να με δει]
[ο δικός μου μικρός μονομάχος].
Το κοινό! Πού να βρίσκεται κρυμμένο
Γιορτινό! Μακρινό κι αγαπημένο
το κοινό! Στον εαυτό μου να βουτήξω
Και στα βάθη του ν' αγγίξω ουρανό.
Рекомендации по теме