ΣTΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΤΟ ΚΟΥΤΟΥΚΙ ΠΗΓΑ ΚΙ ΑΚΟΥΣΑ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ

preview_player
Показать описание
ΣΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΤΟ ΚΟΥΤΟΥΚΙ
Καθώς έκανα τη βόλτα μου στα γραφικά σοκάκια της ωραίας κωμόπολης των Αρχανών, Φωτογραφίζοντας την αρχιτεκτονική δομή και τον διάκοσμο τον νεοκλασικών αλλά και παλαιοτέρων κτιρίων, τα πλακόστρωτα δρομάκια, πόρτες, καμινάδες κλπ, άκουσα σε κάποιο σοκάκι, ένα γλυκόλαλο μπουζούκι να παίζει παλιά ρεμπέτικα. Αργοπερπατώντας, έφτασα στην πόρτα που ακουγόταν η μουσική. Κοντοστάθηκα, η πόρτα ήταν ελάχιστα ανοιγμένη. Προσπέρασα κατηφορίζοντας το πλακόστρωτο δρομάκι με αργό ρυθμό θωρώντας περίγυρα κάτι να βρω, που να μου κινήσει το ενδιαφέρων για να το φωτογραφίσω. Στην ουσία όμως, μου άρεσαν αυτά τα παλιά ρεμπέτικα που κάποια τα άκουγα για πρώτη φορά. Καθώς κατηφόριζα, σταμάτησα για λίγο. Δε μπορούσα να φύγω χωρίς να δω αυτόν που έπαιζε το μπουζούκι. Ανηφόρισα προς την πόρτα, την άνοιξα λίγο. Εκεί σε μια μακρόστενη αυλή είδα να κάθονται τρεις φίλοι γύρω από ένα μικρό τραπεζάκι παλιού καφενείου, σιδερένιο στρογγυλό. Επάνω ένα πιατάκι με λίγα κεράσια και ρακοπότηρα, ένα μπουκάλι ρακί κάτω από το τραπεζάκι και το κέφι είχε έρθει στο τσακίρ. Κάποια στιγμή με είδαν, έλα μέσα μου είπαν χωρίς να με ξέρουν. Ο Βαγγέλης, ήταν αυτός που έπαιζε το μπουζούκι, πάρε ποτήρι και βάλε ρακί μου είπε. Συστηθήκαμε, τρακάραμε τα ποτήρια και συνέχισε να παίζει. Πότε με το μπουζούκι, το μπαγλαμαδάκι, το ούτι, έψαχνε στο μυαλό του να θυμηθεί ότι πιο παλιό από τα ταξίδια του στα καράβια που δούλευε για πολλά χρόνια καθώς μας είπε. Παραΰστερα ήρθε στην παρέα και μια κοπελιά κι άλλος ένας φίλος του. Φίλοι έρχονται καθημερινά όταν δεν έχουν δουλειά και του κρατούν συντροφιά τραγουδώντας μαζί του. Έτσι κάνουν το παρεάκι τους στο μπεκιάρικο, πατρογονικό, αρχοντικό, κονάκι του συντροφεύοντας τον στη μοναξιά του.
Και εγώ του αφιερώνω αυτό το τραγουδάκι ελπίζοντας κάποια μέρα που θα ξαναπεράσω να το τραγουδήσουμε μαζί με την παρέα του.
Στου Βαγγέλη το κουτούκι κελαηδάει το μπουζούκι
και μια μουσική ωραία, πάλλεται μες στον αέρα.
Μες στα γραφικά σοκάκια δεν υπάρχουν ταβερνάκια Κι έτσι παίξει τον καημό του, με τον τρόπο το δικό του.
Με τις πενιές του μπουζουκιού και το μπαγλαμαδάκι
να παίζεις και να χαίρεσαι... ρε φίλε Βαγγελάκη. Και με το ούτι να κρατάς... όμορφα το ρυθμό σου να σε ακούν οι φίλοι σου, να παίρνουν τον καημό σου.
Οι φίλοι σου όταν σ' ακούν, έρχονται να σε βρούνε,
παρέα να σου κάνουνε, μαζί σου να τα πιούνε .
Μια τσικουδιά κι ένας μεζές κι ας είν' κι από κεράσι,
της μουσικής ο έρωτας, ποτέ δε θα γεράσει.

Βασίλης Δρόσος
Рекомендации по теме