filmov
tv
Ωδή Στη Μοτοσυκλέτα - Λουκιανός Κηλαηδόνης

Показать описание
Ερμηνεία: Λουκιανός Κηλαηδόνης
Εδώ και τώρα να πως τρέχεις, πως σκίζεις έτσι τον καιρό,
με προσπερνάς και κόντρα έχεις το ταραγμένο μου μυαλό.
Πετάς πιο πάνω από τα δένδρα, απ’ τα καλώδια της Δ.Ε.Η,
από ταράτσες και κεραίες κι απ’ τις ορχήστρας τη φωνή.
Πετάς στους δρόμους του θανάτου, βουτάς στις λίμνες της ζωής
και παίρνεις το απάνω κάτω γελάς και σκύβεις να με δεις.
Τα δυο σπιρούνια σου κεντάνε όλου του κόσμου τα πλευρά,
τρέχει το αίμα σου ποτάμι, κάτω απ’ τις ρόδες σου κυλά.
Τα λάθη σου φοράς γιοργάνι, φλουριά οι βλαστήμιες σου κυλούν,
πετάγεσαι σαν σιντριβάνι κι αλλάζεις χρώμα του ουρανού.
Στα παραμύθια μπαινοβγαίνεις σαν ήλιος σε κλειστή αυλή
και στο δεξί χέρι κραδαίνεις κλαδί ελιάς κι ένα σπαθί.
Θα μ’ οδηγήσεις στα λιβάδια ή σε πηγάδια σκοτεινά,
θα ανοίξεις πόρτα στα φεγγάρια ή θα μου κλείσεις τη καρδιά;
Αχ, με τη φόρα που ‘χεις πάρει, που θα με βρεις που θα σε βρω;
Είσαι τριζόνι στο πατάρι ή μια νυφίτσα στο νερό.
Ηλεκτρισμένα τα μαλλιά σου φορτίζουνε μικρούς πομπούς
και βάζει μπρος κάθε ματιά σου χίλιους πειρατικούς σταθμούς.
Αχ, με τη φόρα που ‘χεις πάρει θέλεις δε θέλεις θα σε βρει,
σου κάνει μάτι απ’ το φεγγάρι και στη γωνιά σε καρτερεί.
Παίρνει αγέρας τα μαλλιά σου τσαμπουκαλής και δυνατός,
κόβει μαχαίρι τη μιλιά σου, στο βάθος φαίνεται στρατός.
Στρατός – θητεία - στρατονόμος – παλάσκες – όπλα – ένα-δυο,
και είναι άσφαλτος ο δρόμος που καταλήγει στο στρατό. (Χ2)
Εδώ και τώρα να πως τρέχεις, πως σκίζεις έτσι τον καιρό,
με προσπερνάς και κόντρα έχεις το ταραγμένο μου μυαλό.
Πετάς πιο πάνω από τα δένδρα, απ’ τα καλώδια της Δ.Ε.Η,
από ταράτσες και κεραίες κι απ’ τις ορχήστρας τη φωνή.
Πετάς στους δρόμους του θανάτου, βουτάς στις λίμνες της ζωής
και παίρνεις το απάνω κάτω γελάς και σκύβεις να με δεις.
Τα δυο σπιρούνια σου κεντάνε όλου του κόσμου τα πλευρά,
τρέχει το αίμα σου ποτάμι, κάτω απ’ τις ρόδες σου κυλά.
Τα λάθη σου φοράς γιοργάνι, φλουριά οι βλαστήμιες σου κυλούν,
πετάγεσαι σαν σιντριβάνι κι αλλάζεις χρώμα του ουρανού.
Στα παραμύθια μπαινοβγαίνεις σαν ήλιος σε κλειστή αυλή
και στο δεξί χέρι κραδαίνεις κλαδί ελιάς κι ένα σπαθί.
Θα μ’ οδηγήσεις στα λιβάδια ή σε πηγάδια σκοτεινά,
θα ανοίξεις πόρτα στα φεγγάρια ή θα μου κλείσεις τη καρδιά;
Αχ, με τη φόρα που ‘χεις πάρει, που θα με βρεις που θα σε βρω;
Είσαι τριζόνι στο πατάρι ή μια νυφίτσα στο νερό.
Ηλεκτρισμένα τα μαλλιά σου φορτίζουνε μικρούς πομπούς
και βάζει μπρος κάθε ματιά σου χίλιους πειρατικούς σταθμούς.
Αχ, με τη φόρα που ‘χεις πάρει θέλεις δε θέλεις θα σε βρει,
σου κάνει μάτι απ’ το φεγγάρι και στη γωνιά σε καρτερεί.
Παίρνει αγέρας τα μαλλιά σου τσαμπουκαλής και δυνατός,
κόβει μαχαίρι τη μιλιά σου, στο βάθος φαίνεται στρατός.
Στρατός – θητεία - στρατονόμος – παλάσκες – όπλα – ένα-δυο,
και είναι άσφαλτος ο δρόμος που καταλήγει στο στρατό. (Χ2)