filmov
tv
Μοιρολόι του Μάρκου (Του Μάρκου Μπότσαρη)

Показать описание
Ο Μάρκος Μπότσαρης γεννήθηκε το 1790 στο Σούλι και ήταν γιος του Κίτσου Μπότσαρη και της Χριστίνας Παπαζώτου Γιώτη. Κατά τον Χ. Περραιβό, η οικογένεια Μπότσαρη καταγόταν από τη Δράγανη της Παραμυθιάς. Τα παιδικά του χρόνια, τα πέρασε στο Σούλι.
Το 1820, διαπραγματεύτηκε τους όρους της συμφωνίας των Σουλιωτών με τον Αλή πασά και στις 12 Δεκεμβρίου 1820 το Σούλι ήταν ελεύθερο. Ο Μπότσαρης ορίστηκε τότε αρχιστράτηγος των σουλιωτικών δυνάμεων και έδωσε λαμπρά δείγματα των στρατιωτικών και οργανωτικών του ικανοτήτων, στις συγκρούσεις του με τον οθωμανικό στρατό.
Με την έναρξη της Επανάστασης του 1821, διέθεσε όλες του τις δυνάμεις για τον Αγώνα. Στις 3 Ιουλίου 1821, νίκησε στο Κομπότι της Άρτας ισχυρή τουρκική δύναμη που κατευθυνόταν από την Ήπειρο στην Πελοπόννησο, ενώ λίγο αργότερα μαζί με τον Λάμπρο Ζάρμπα και 350 άνδρες, συνέτριψε σώμα 1.500 Τουρκαλβανών κοντά στο χωριό Δερβίζιανα. Οι νίκες του αυτές τον καθιέρωσαν ως ηγετική προσωπικότητα πανελληνίου κύρους.
Πήρε μέρος στη μάχη του Πέτα, όπου παρέμεινε ως το τέλος πολεμώντας γενναία.
Μετά την καταστροφική για τους Έλληνες μάχη στο Πέτα (4 Ιουλίου 1822), ο Μάκρος Μπότσαρης ακολούθησε τον Μαυροκορδάτο στο Μεσολόγγι. Αν και το ηθικό του λαού και του στρατού ήταν πεσμένο, ο Σουλιώτης οπλαρχηγός κατάφερε να αναδιοργανώσει το στράτευμα και να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις τουρκικές επιθέσεις.
Ο ικανός πασάς της Σκόδρας Μουσταής, είχε συγκεντρώσει αξιόμαχη δύναμη 10.000 εμπειροπόλεμων Αλβανών και είχε φτάσει μέσω της κοιλάδας του Αχελώου στο Καρπενήσι, στην καρδιά δηλαδή της ορεινής Ρούμελης. Πολλοί προέρχονταν από τη Σκόδρα που φημιζόταν για τους πολεμιστές της, ενώ άλλοι άνδρες του Μουσταή, ήταν Μιρδίτες. Επρόκειτο για πολεμικό φύλο της Βόρειας Αλβανίας. Στο θρήσκευμα ήταν καθολικοί, ενώ αποτελούσαν στο παρελθόν τον πυρήνα του στρατού του Γ. Καστριώτη (Σκεντέρμπεη). Είχαν κοινά σημεία στη συμπεριφορά με τους Μανιάτες και τιμούσαν την μπέσα και τη φιλοξενία.
Ο Μάρκος Μπότσαρης, αποφάσισε να χτυπήσει τον Μουσταή αιφνιδιαστικά στο Καρπενήσι, πριν προλάβει να κινηθεί σε άλλη περιοχή. Σύμφωνα με το σχέδιό του, η επίθεση θα γινόταν τη νύχτα της 9ης Αυγούστου 1823.
ο Μπότσαρης δεν πτοήθηκε και δεν παραιτήθηκε από το σχέδιό του. Αποφάσισε να χτυπήσει την εμπροσθοφυλακή του Μουσταή, που υπό τον Τζελαλεδίν μπέη είχε στρατοπεδεύσει χαμηλότερα από το Καρπενήσι, στο Κεφαλόβρυσο και ανατολικότερα προς τον Άη Δημήτρη, όπου βρισκόταν η θέση Πλατάνια Ήδη, στις 8 Αυγούστου, ο Τούσιας Μπότσαρης, ο Κουτσονίκας και ο Μπαϊρακτάρης, συνέλεξαν πληροφορίες από το εχθρικό στρατόπεδο. Πέντε ώρες μετά τη δύση του Ήλιου στις 9 Αυγούστου, ο Μάρκος Μπότσαρης ξεκίνησε την επίθεση.
Πολύ σημαντικό ρόλο, έπαιξε το γεγονός “ότι το ένδυμα, η οπλοφορία, το ανάστημα και η διάλεκτος των Αλβανών δεν διέφερε ποσώς των Σουλιωτών”. Οι Σουλιώτες, μετά από μια αρχική χρήση των πυροβόλων όπλων, όρμησαν με γυμνά γιαταγάνια εναντίον των εχθρών, οι οποίοι βρισκόμενοι σε σύγχυση,χτυπούσαν ο ένας τον άλλον. Πολλοί τράπηκαν σε φυγή. Μόνο λίγοι εμπειροπόλεμοι της σωματοφυλακής παρέμειναν στις θέσεις τους. Κατέφυγαν σε μια μάντρα που είχε ύψος όσο περίπου ένας άνθρωπος, πίσω από την οποία βρισκόταν η σκηνή του Τζελαλεδίν και αμύνονταν σθεναρά. Ο Μάρκος Μπότσαρης, αν και ελαφρά τραυματισμένος στο ισχίο, επιτέθηκε εναντίον όσων αμύνονταν στην μάντρα και έτρεψε κι αυτούς σε φυγή. Στην προσπάθεια του όμως να αναρριχηθεί στον μαντρότοιχο, για να δει πού βρισκόταν η σκηνή του Τζελαλεδίν, δέχθηκε ένα βόλι στο μέτωπο, πάνω από το δεξί μάτι και έχασε τη ζωή του.
Οι άνδρες του που αντιλήφθηκαν τον θάνατό του, δεν ενημέρωσαν τους υπόλοιπους και συνέχισαν να πολεμούν. Όμως πληγώθηκε βαριά και ο σαλπιγητής τους και, καθώς κόντευε να ξημερώσει, υποχώρησαν με τάξη. Το άψυχο κορμί του Μάρκου Μπότσαρη, πήρε στους ώμους του ο ξάδελφός του Τούσιας, ενώ και οι άλλοι τραυματίες μεταφέρθηκαν από τους συμπολεμιστές τους στο Μικρό Χωριό (Μικροχώρι), έχοντας σαν λεία 690 ντουφέκια, 1.000 πιστόλες, δύο σημαίες, πολλά άλογα και μουλάρια και διάφορα άλλα είδη.
Σύμφωνα με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, σκοτώθηκαν 36 Έλληνες και τραυματίστηκαν 20. Οι Τουρκαλβανοί, έπαθαν πανωλεθρία καθώς σκοτώθηκαν 800 άνδρες τους. Δυστυχώς, η μεγάλη αυτή επιτυχία, σκιάστηκε από τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη.
Η σορός του Μάρκου Μπότσαρη μεταφέρθηκε στο Μικροχώρι από τον ξάδελφο του Τούσια.
Εκεί, παραδόθηκε στον αδελφό του Κώστα. Σύμφωνα με παράδοση της οικογένειας Μπότσαρη: “Το πτώμα του Μάρκου Μπότσαρη μετεφέρθη υπό των συντρόφων του εις την Μονή της Παναγίας εις Προυσόν και εναπετέθη εις το “κελί της Παναγίας”. Εκεί ήλθεν ο Γ. Καραϊσκάκης, νοσηλευόμενος κατ’ εκείνην την εποχήν εις την Μονήν, και ασπασθείς τον νεκρόν ένδακρυς ηυχήθη: “Άμποτε να πάω κι εγώ από τέτοιο θάνατο αδελφέ Μάρκο”.
Στη συνέχεια η σορός του μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι και τοποθετήθηκε στο σπίτι του έπαρχου Μεταξά. Από εκεί, οδηγήθηκε στην τελευταία του κατοικία, όπου τον συνόδευσαν όλοι οι κάτοικοι του Μεσολογγίου μέσα σε κλίμα ανείπωτης θλίψης και οδυρμού.
Το 1820, διαπραγματεύτηκε τους όρους της συμφωνίας των Σουλιωτών με τον Αλή πασά και στις 12 Δεκεμβρίου 1820 το Σούλι ήταν ελεύθερο. Ο Μπότσαρης ορίστηκε τότε αρχιστράτηγος των σουλιωτικών δυνάμεων και έδωσε λαμπρά δείγματα των στρατιωτικών και οργανωτικών του ικανοτήτων, στις συγκρούσεις του με τον οθωμανικό στρατό.
Με την έναρξη της Επανάστασης του 1821, διέθεσε όλες του τις δυνάμεις για τον Αγώνα. Στις 3 Ιουλίου 1821, νίκησε στο Κομπότι της Άρτας ισχυρή τουρκική δύναμη που κατευθυνόταν από την Ήπειρο στην Πελοπόννησο, ενώ λίγο αργότερα μαζί με τον Λάμπρο Ζάρμπα και 350 άνδρες, συνέτριψε σώμα 1.500 Τουρκαλβανών κοντά στο χωριό Δερβίζιανα. Οι νίκες του αυτές τον καθιέρωσαν ως ηγετική προσωπικότητα πανελληνίου κύρους.
Πήρε μέρος στη μάχη του Πέτα, όπου παρέμεινε ως το τέλος πολεμώντας γενναία.
Μετά την καταστροφική για τους Έλληνες μάχη στο Πέτα (4 Ιουλίου 1822), ο Μάκρος Μπότσαρης ακολούθησε τον Μαυροκορδάτο στο Μεσολόγγι. Αν και το ηθικό του λαού και του στρατού ήταν πεσμένο, ο Σουλιώτης οπλαρχηγός κατάφερε να αναδιοργανώσει το στράτευμα και να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις τουρκικές επιθέσεις.
Ο ικανός πασάς της Σκόδρας Μουσταής, είχε συγκεντρώσει αξιόμαχη δύναμη 10.000 εμπειροπόλεμων Αλβανών και είχε φτάσει μέσω της κοιλάδας του Αχελώου στο Καρπενήσι, στην καρδιά δηλαδή της ορεινής Ρούμελης. Πολλοί προέρχονταν από τη Σκόδρα που φημιζόταν για τους πολεμιστές της, ενώ άλλοι άνδρες του Μουσταή, ήταν Μιρδίτες. Επρόκειτο για πολεμικό φύλο της Βόρειας Αλβανίας. Στο θρήσκευμα ήταν καθολικοί, ενώ αποτελούσαν στο παρελθόν τον πυρήνα του στρατού του Γ. Καστριώτη (Σκεντέρμπεη). Είχαν κοινά σημεία στη συμπεριφορά με τους Μανιάτες και τιμούσαν την μπέσα και τη φιλοξενία.
Ο Μάρκος Μπότσαρης, αποφάσισε να χτυπήσει τον Μουσταή αιφνιδιαστικά στο Καρπενήσι, πριν προλάβει να κινηθεί σε άλλη περιοχή. Σύμφωνα με το σχέδιό του, η επίθεση θα γινόταν τη νύχτα της 9ης Αυγούστου 1823.
ο Μπότσαρης δεν πτοήθηκε και δεν παραιτήθηκε από το σχέδιό του. Αποφάσισε να χτυπήσει την εμπροσθοφυλακή του Μουσταή, που υπό τον Τζελαλεδίν μπέη είχε στρατοπεδεύσει χαμηλότερα από το Καρπενήσι, στο Κεφαλόβρυσο και ανατολικότερα προς τον Άη Δημήτρη, όπου βρισκόταν η θέση Πλατάνια Ήδη, στις 8 Αυγούστου, ο Τούσιας Μπότσαρης, ο Κουτσονίκας και ο Μπαϊρακτάρης, συνέλεξαν πληροφορίες από το εχθρικό στρατόπεδο. Πέντε ώρες μετά τη δύση του Ήλιου στις 9 Αυγούστου, ο Μάρκος Μπότσαρης ξεκίνησε την επίθεση.
Πολύ σημαντικό ρόλο, έπαιξε το γεγονός “ότι το ένδυμα, η οπλοφορία, το ανάστημα και η διάλεκτος των Αλβανών δεν διέφερε ποσώς των Σουλιωτών”. Οι Σουλιώτες, μετά από μια αρχική χρήση των πυροβόλων όπλων, όρμησαν με γυμνά γιαταγάνια εναντίον των εχθρών, οι οποίοι βρισκόμενοι σε σύγχυση,χτυπούσαν ο ένας τον άλλον. Πολλοί τράπηκαν σε φυγή. Μόνο λίγοι εμπειροπόλεμοι της σωματοφυλακής παρέμειναν στις θέσεις τους. Κατέφυγαν σε μια μάντρα που είχε ύψος όσο περίπου ένας άνθρωπος, πίσω από την οποία βρισκόταν η σκηνή του Τζελαλεδίν και αμύνονταν σθεναρά. Ο Μάρκος Μπότσαρης, αν και ελαφρά τραυματισμένος στο ισχίο, επιτέθηκε εναντίον όσων αμύνονταν στην μάντρα και έτρεψε κι αυτούς σε φυγή. Στην προσπάθεια του όμως να αναρριχηθεί στον μαντρότοιχο, για να δει πού βρισκόταν η σκηνή του Τζελαλεδίν, δέχθηκε ένα βόλι στο μέτωπο, πάνω από το δεξί μάτι και έχασε τη ζωή του.
Οι άνδρες του που αντιλήφθηκαν τον θάνατό του, δεν ενημέρωσαν τους υπόλοιπους και συνέχισαν να πολεμούν. Όμως πληγώθηκε βαριά και ο σαλπιγητής τους και, καθώς κόντευε να ξημερώσει, υποχώρησαν με τάξη. Το άψυχο κορμί του Μάρκου Μπότσαρη, πήρε στους ώμους του ο ξάδελφός του Τούσιας, ενώ και οι άλλοι τραυματίες μεταφέρθηκαν από τους συμπολεμιστές τους στο Μικρό Χωριό (Μικροχώρι), έχοντας σαν λεία 690 ντουφέκια, 1.000 πιστόλες, δύο σημαίες, πολλά άλογα και μουλάρια και διάφορα άλλα είδη.
Σύμφωνα με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, σκοτώθηκαν 36 Έλληνες και τραυματίστηκαν 20. Οι Τουρκαλβανοί, έπαθαν πανωλεθρία καθώς σκοτώθηκαν 800 άνδρες τους. Δυστυχώς, η μεγάλη αυτή επιτυχία, σκιάστηκε από τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη.
Η σορός του Μάρκου Μπότσαρη μεταφέρθηκε στο Μικροχώρι από τον ξάδελφο του Τούσια.
Εκεί, παραδόθηκε στον αδελφό του Κώστα. Σύμφωνα με παράδοση της οικογένειας Μπότσαρη: “Το πτώμα του Μάρκου Μπότσαρη μετεφέρθη υπό των συντρόφων του εις την Μονή της Παναγίας εις Προυσόν και εναπετέθη εις το “κελί της Παναγίας”. Εκεί ήλθεν ο Γ. Καραϊσκάκης, νοσηλευόμενος κατ’ εκείνην την εποχήν εις την Μονήν, και ασπασθείς τον νεκρόν ένδακρυς ηυχήθη: “Άμποτε να πάω κι εγώ από τέτοιο θάνατο αδελφέ Μάρκο”.
Στη συνέχεια η σορός του μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι και τοποθετήθηκε στο σπίτι του έπαρχου Μεταξά. Από εκεί, οδηγήθηκε στην τελευταία του κατοικία, όπου τον συνόδευσαν όλοι οι κάτοικοι του Μεσολογγίου μέσα σε κλίμα ανείπωτης θλίψης και οδυρμού.