filmov
tv
Μίκης Θεοδωράκης - ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΙΕ΄ ,(Ο ύπνος σε τύλιξε) - Ελευθέρια Αρβανιτάκη

Показать описание
Ύπνος άναξ πάντων τε θεών πάντων τ’ ανθρώπων"
Όμηρος, Ιλιάδα, Ξ 224-291
Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης, 1935. Μυθιστόρημα. ΙΕ΄
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Ελευθέρια Αρβανιτάκη
Μουσική Επιμέλεια-Πιάνο: Τάσος Καρακατσάνης
Βίντεο: β’ μέρος του αφιερώματος στη μελοποίηση ποιημάτων του Γιώργου Σεφέρη από τον Μίκη Θεοδωράκη. ΕΡΤ 30 Ιουνίου 1990
Quid πλατανών opacissimus? *
Ο ύπνος σε τύλιξε, σαν ένα δέντρο, με πράσινα φύλλα,
ανάσαινες, σαν ένα δέντρο, μέσα στο ήσυχο φως,
μέσα στη διάφανη πηγή κοίταξα τη μορφή σου·
κλεισμένα βλέφαρα και τα ματόκλαδα χάραζαν το νερό.
Τα δάχτυλά μου στο μαλακό χορτάρι, βρήκαν τα δάχτυλά σου
κράτησα το σφυγμό σου μια στιγμή
κι ένιωσα αλλού τον πόνο της καρδιάς σου.
Κάτω από το πλατάνι, κοντά στο νερό, μέσα στις δάφνες
ο ύπνος σε μετακινούσε και σε κομμάτιαζε
γύρω μου, κοντά μου, χωρίς να μπορώ να σ’ αγγίξω ολόκληρη,
ενωμένη με τη σιωπή σου·
βλέποντας τον ίσκιο σου να μεγαλώνει και να μικραίνει,
να χάνεται στους άλλους ίσκιους, μέσα στον άλλο
κόσμο που σ’ άφηνε και σε κρατούσε.
Τη ζωή που μας έδωσαν να ζήσουμε, τη ζήσαμε.
Λυπήσου εκείνους που περιμένουν με τόση υπομονή
χαμένοι μέσα στις μαύρες δάφνες κάτω από τα βαριά πλατάνια
κι όσους μονάχοι τους μιλούν σε στέρνες και σε πηγάδια
και πνίγουνται μέσα στους κύκλους της φωνής.
Λυπήσου το σύντροφο που μοιράστηκε τη στέρησή μας και τον ιδρώτα
και βύθισε μέσα στον ήλιο σαν κοράκι πέρα απ’ τα μάρμαρα,
χωρίς ελπίδα να χαρεί την αμοιβή μας.
Δώσε μας, έξω από τον ύπνο, τη γαλήνη.
*Σημείωση του ποιητή
[«Τί γίνεται ο βαθύσκιωτος πλαταμώνας;»]
Πλίνιος ο Νεότερος, Επιστολές I 3]
Όμηρος, Ιλιάδα, Ξ 224-291
Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης, 1935. Μυθιστόρημα. ΙΕ΄
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Ελευθέρια Αρβανιτάκη
Μουσική Επιμέλεια-Πιάνο: Τάσος Καρακατσάνης
Βίντεο: β’ μέρος του αφιερώματος στη μελοποίηση ποιημάτων του Γιώργου Σεφέρη από τον Μίκη Θεοδωράκη. ΕΡΤ 30 Ιουνίου 1990
Quid πλατανών opacissimus? *
Ο ύπνος σε τύλιξε, σαν ένα δέντρο, με πράσινα φύλλα,
ανάσαινες, σαν ένα δέντρο, μέσα στο ήσυχο φως,
μέσα στη διάφανη πηγή κοίταξα τη μορφή σου·
κλεισμένα βλέφαρα και τα ματόκλαδα χάραζαν το νερό.
Τα δάχτυλά μου στο μαλακό χορτάρι, βρήκαν τα δάχτυλά σου
κράτησα το σφυγμό σου μια στιγμή
κι ένιωσα αλλού τον πόνο της καρδιάς σου.
Κάτω από το πλατάνι, κοντά στο νερό, μέσα στις δάφνες
ο ύπνος σε μετακινούσε και σε κομμάτιαζε
γύρω μου, κοντά μου, χωρίς να μπορώ να σ’ αγγίξω ολόκληρη,
ενωμένη με τη σιωπή σου·
βλέποντας τον ίσκιο σου να μεγαλώνει και να μικραίνει,
να χάνεται στους άλλους ίσκιους, μέσα στον άλλο
κόσμο που σ’ άφηνε και σε κρατούσε.
Τη ζωή που μας έδωσαν να ζήσουμε, τη ζήσαμε.
Λυπήσου εκείνους που περιμένουν με τόση υπομονή
χαμένοι μέσα στις μαύρες δάφνες κάτω από τα βαριά πλατάνια
κι όσους μονάχοι τους μιλούν σε στέρνες και σε πηγάδια
και πνίγουνται μέσα στους κύκλους της φωνής.
Λυπήσου το σύντροφο που μοιράστηκε τη στέρησή μας και τον ιδρώτα
και βύθισε μέσα στον ήλιο σαν κοράκι πέρα απ’ τα μάρμαρα,
χωρίς ελπίδα να χαρεί την αμοιβή μας.
Δώσε μας, έξω από τον ύπνο, τη γαλήνη.
*Σημείωση του ποιητή
[«Τί γίνεται ο βαθύσκιωτος πλαταμώνας;»]
Πλίνιος ο Νεότερος, Επιστολές I 3]
Комментарии