filmov
tv
Σκαρίφημα

Показать описание
Στίχοι/μουσική: Αλέξανδρος Μακρυδάκης
Κοιτάζω βαθιά, βλέπω γυαλί στο ποτήρι, μα εκείνο δε γνέφει, ούτε μου κάνει χατίρι.
Ακούω τους στίχους, που μασούν τα ηχεία. Δε μοιάζουν με λόγια, παρά μόνο μοιχεία.
Ψάχνω ποιος είμαι κι όλο ψάχνω τι κάνω. Βρίσκω το νόημα κι αμέσως το χάνω.
Άγνωστη γλώσσα με ζαλίζει η ρημάδα. Ντύνομαι άνθρωπος να βγει η εβδομάδα.
Εξωγήινος, περιθωριακός, παράταιρος, από θεούς, θνητούς κι αγγέλους ξεχασμένος γενικώς.
Τυχαία ριγμένος, μια παράπλευρη απώλεια, συχνά σακατεμένος, μια ευκαιρία δόλια, ξεπερασμένη επιμελώς.
Είμαι μια σύμπτωση, μια συγκυρία τραγελαφική.
Είμαι η όρεξη, η χαρά που είχες κάποτε μα τώρα έχει χαθεί.
Κι έχει βρεθεί αδέσποτη, είτε σα σκύλος είτε γάτος μες σε πόλεις και χωριά.
Παρέχω εύκολη δουλειά, μα επικοινωνώ με δύσκολη μιλιά.
Τραβάω τυφλά και μ΄έχει βγάλει στα ίδια, που καταπιάστηκα αλλά γίναν παιχνίδια.
Ό,τι ουσία κι ό,τι αξία μ’ έχει αδειάσει, γενναίο γινάτι με αδύναμη κράση.
Παίρνω φόρα και βουτάω στην οθόνη. Σπάω το κεφάλι μου κι η πλάτη ματώνει.
Όμως κρατιέμαι, λέω, σαν πέφτω στον τοίχο. Θα τα ξεσπάσω όλα σ’ έναν μου στίχο.
Αβορίγινας, Πυγμαίος, Σιου, Μαόρι και Ζουλού, είμαι φυλή κατατρεγμένη που ξεκίνησε γι’ αλλού.
Αφορισμένη από θρησκείες, ήθη και πολιτισμούς.
Μία παρένθεση επεξήγησης, εξαίρεσης μες τους κανονισμούς.
Είμαι το λάθος της παρόρμησης, μια πράξη ενοχική.
Είμαι το σκόνταμα, το γλίστρημα, το άγχος, η οργή.
Μες το μετάνιωμα που έκρυψες και κρύφτηκες κι εσύ, ναυαγισμένος ναυτικός που έκαψε ο ήλιος και τον ξέβρασε η θάλασσα σε ερημικό νησί.
Αλλάζω δρόμο, γιατί μ’ έχει παλιώσει. Γίναν τα λόγια χιόνι και το ‘χει στρώσει.
Πουλάω τα χνάρια μου φτηνά, να τ’ αφήσω, αφού όπως πάει, πίσω δε θα γυρίσω.
Μετράω τις μέρες να μη χάσω τον χρόνο. Σκορπάω τις λέξεις και τις μνήμες απλώνω.
Στριφογυρίζω, μα έχω βάλει σημάδι καψαλισμένο με φωτιά και με λάδι.
Απροσάρμοστος, αντικοινωνικός, αδιάφορος, ξεγελασμένος, ξεγραμμένος και σβησμένος επαρκώς.
Πολλές φορές στιγματισμένος κι από κρίση ακατάλληλος για χρήση, ούτε λύση δεν προσφέρω, ούτε φέρω διαρκώς.
Είμαι ένα άυπνο ντελίριο, ξάγρυπνο παραλήρημα.
Της παύσης το ξεκίνημα, προσωρινό σου στήριγμα.
Που βράχηκε και στέγνωσε. Που βρώμισε και σκέβρωσε.
Που έδωσε όσα έδωσε, δε λύγισε, γι’ αυτό έσπασε
Που γέλασε στο χτύπημα και το ‘κανε σκαρίφημα.
Που γέρασε στο ξύπνημα και το ‘κανε...
Κοιτάζω βαθιά, βλέπω γυαλί στο ποτήρι, μα εκείνο δε γνέφει, ούτε μου κάνει χατίρι.
Ακούω τους στίχους, που μασούν τα ηχεία. Δε μοιάζουν με λόγια, παρά μόνο μοιχεία.
Ψάχνω ποιος είμαι κι όλο ψάχνω τι κάνω. Βρίσκω το νόημα κι αμέσως το χάνω.
Άγνωστη γλώσσα με ζαλίζει η ρημάδα. Ντύνομαι άνθρωπος να βγει η εβδομάδα.
Εξωγήινος, περιθωριακός, παράταιρος, από θεούς, θνητούς κι αγγέλους ξεχασμένος γενικώς.
Τυχαία ριγμένος, μια παράπλευρη απώλεια, συχνά σακατεμένος, μια ευκαιρία δόλια, ξεπερασμένη επιμελώς.
Είμαι μια σύμπτωση, μια συγκυρία τραγελαφική.
Είμαι η όρεξη, η χαρά που είχες κάποτε μα τώρα έχει χαθεί.
Κι έχει βρεθεί αδέσποτη, είτε σα σκύλος είτε γάτος μες σε πόλεις και χωριά.
Παρέχω εύκολη δουλειά, μα επικοινωνώ με δύσκολη μιλιά.
Τραβάω τυφλά και μ΄έχει βγάλει στα ίδια, που καταπιάστηκα αλλά γίναν παιχνίδια.
Ό,τι ουσία κι ό,τι αξία μ’ έχει αδειάσει, γενναίο γινάτι με αδύναμη κράση.
Παίρνω φόρα και βουτάω στην οθόνη. Σπάω το κεφάλι μου κι η πλάτη ματώνει.
Όμως κρατιέμαι, λέω, σαν πέφτω στον τοίχο. Θα τα ξεσπάσω όλα σ’ έναν μου στίχο.
Αβορίγινας, Πυγμαίος, Σιου, Μαόρι και Ζουλού, είμαι φυλή κατατρεγμένη που ξεκίνησε γι’ αλλού.
Αφορισμένη από θρησκείες, ήθη και πολιτισμούς.
Μία παρένθεση επεξήγησης, εξαίρεσης μες τους κανονισμούς.
Είμαι το λάθος της παρόρμησης, μια πράξη ενοχική.
Είμαι το σκόνταμα, το γλίστρημα, το άγχος, η οργή.
Μες το μετάνιωμα που έκρυψες και κρύφτηκες κι εσύ, ναυαγισμένος ναυτικός που έκαψε ο ήλιος και τον ξέβρασε η θάλασσα σε ερημικό νησί.
Αλλάζω δρόμο, γιατί μ’ έχει παλιώσει. Γίναν τα λόγια χιόνι και το ‘χει στρώσει.
Πουλάω τα χνάρια μου φτηνά, να τ’ αφήσω, αφού όπως πάει, πίσω δε θα γυρίσω.
Μετράω τις μέρες να μη χάσω τον χρόνο. Σκορπάω τις λέξεις και τις μνήμες απλώνω.
Στριφογυρίζω, μα έχω βάλει σημάδι καψαλισμένο με φωτιά και με λάδι.
Απροσάρμοστος, αντικοινωνικός, αδιάφορος, ξεγελασμένος, ξεγραμμένος και σβησμένος επαρκώς.
Πολλές φορές στιγματισμένος κι από κρίση ακατάλληλος για χρήση, ούτε λύση δεν προσφέρω, ούτε φέρω διαρκώς.
Είμαι ένα άυπνο ντελίριο, ξάγρυπνο παραλήρημα.
Της παύσης το ξεκίνημα, προσωρινό σου στήριγμα.
Που βράχηκε και στέγνωσε. Που βρώμισε και σκέβρωσε.
Που έδωσε όσα έδωσε, δε λύγισε, γι’ αυτό έσπασε
Που γέλασε στο χτύπημα και το ‘κανε σκαρίφημα.
Που γέρασε στο ξύπνημα και το ‘κανε...
Комментарии