filmov
tv
Ηράκλειο,5 Νοεμβρίου 1957 - Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ - Φίλμ ντοκουμέντο

Показать описание
«…Θέλω να πεθάνω στην Κρήτη. Είναι η γη μου. Κι αν δεν προφτάσω εκεί θέλω να με θάψουνε...»
Νίκος Καζαντζάκης
Ηράκλειο,5 Νοεμβρίου 1957 - Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
«Ντρέπομαι για κείνη τη συγκεκριμένη μέρα», μουρμούρισε ό Αντρέας, καθώς ανέβηκε με απίστευτη ταχύτητα από τον βυθό της μνήμης του ή πέμπτη Νοεμβρίου του χίλια εννιακόσια πενήντα επτά, έναν χρόνο πίσω. Λίγα εικοσιτετράωρα πριν απ’ αυτή τη μέρα άφησε ό Δάσκαλος την τελευταία του πνοή στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας κι ή σορός του ξεκίνησε για το ταξίδι της επιστροφής στο χώμα της Κρήτης.
Αναγκάστηκε να σταθμεύσει μία νύχτα σε ένα καμαράκι στο νεκροταφείο της ’Αθήνας. Δύο τρεις φίλοι τόλμησαν να πάνε να τον χαιρετήσουν. ’Αλλά την επομένη, στο 'Ηράκλειο, σύσσωμος ήρθε ό λαός της πόλης στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μήνα για να αποχαιρετήσει τον Δάσκαλο και γιό της, τον εκτεθειμένο σε δημόσιο προσκύνημα. Και προσκυνούσε ό κόσμος το χωρίς σταυρό, χωρίς εικόνισμα, χωρίς ελληνική σημαία, χωρίς δεήσεις και θυμίαμα σκήνωμα του Δάσκαλου. Μόνον ένα κλαδάκι έλατο στόλιζε το φέρετρό του. Μα ήταν φθινόπωρο και με αμέτρητα χρυσάνθεμα πλημμύρισε ό ναός του θαυματουργού και τού προστάτη Άγιου. Ό κόσμος έφερνε μπουκέτα τα χρυσάνθεμα και τα απέθετε στα μάρμαρα, γύρω απ’ αυτό τον φθινοπωρινό επιτάφιο του Ηρακλείου, προσκυνούσε κι έφευγε πισωπατώντας δακρυσμένος. Μέσα στον καθεδρικό ένας μόνον ιερέας έψαλε την εξόδιο ακολουθία για τον πεφιλημένο γιό της πόλης και ακλούθησε πεζός το ξόδι του μέχρι τον προμαχώνα Μαρτινένγκο, πάνω στα βενετσιάνικα μπεντένια. Εκεί πού είχε μείνει προφυλακισμένος μετά το κίνημα του τριάντα πέντε ό Αντρέας, εκεί θάφτηκε κι ό Δάσκαλος, μακριά από το νεκροταφείο, όπου κάποτε είχε ευλογηθεί ό κρυφός πρώτος του γάμος.
Από κει ψηλά θα μπορούσε να αγναντεύει ό Δάσκαλος την πολιτεία πού τον ενέπνεε ή τον στραγγάλιζε ολόκληρη ζωή. Την πολιτεία με τα τρία ονόματα, Χάνδαξ, Μεγάλο Κάστρο το τελευταίο προτιμούσε ό Δάσκαλος και 'Ηράκλειο, πού εκείνη την ημέρα είχε ταραχτεί συθέμελα. Στα σχολεία δάσκαλοι και καθηγητές κουβέντιασαν κι έλαβαν τελικά την επικίνδυνη για τη σταδιοδρομία τους απόφαση να μην κάνουν μάθημα. Είπαν στους μαθητές τους να γυρίσουνε στα σπίτια τους. Οι δε μαθητές, ερμηνεύοντας πρώτη φορά σωστά τις εντολές των διδασκόντων, γύρισαν στο μόνο σπίτι πού βρισκόταν εκείνη την ημέρα ανοιχτό, στην εκκλησία του Αγίου Μήνα. Μερικοί ανέβηκαν μέχρι τον προμαχώνα Μαρτινένγκο σκόρπιοι κι ασύνταχτοι, φορώντας το μαθητικό πηλήκιό τους επιδεικτικά, σκόρπιοι τριγύρω τους και οι καθηγητές τους, κάνοντας πώς δεν βλέπουνε οι μεν τούς δέ. Οι δημοτικοί άρχοντες της πόλης τίμησαν με την παρουσία τους τον νεκρό και στάθηκαν κοντά σε έκείνους πού ήρθαν με το αεροπλάνο από την ’Αθήνα, δημοκρατικούς πολιτικούς, καλλιτέχνες και κάποιους πνευματικούς ανθρώπους. Ακούστηκε ότι δεν ήρθε ή Γαλάτεια, τον αποχαιρετούσε μόνον ή δεύτερη γυναίκα του 'Ελένη, πού βγήκε στις σκάλες του ναού, το πρόσωπό της δεν φαινόταν πίσω από το μακρύ μαύρο της πέπλο. Ή πομπή άρχισε να ανηφορίζει προς τα τείχη, οι μουσικοί της μπάντας είχανε μαύρη κορδέλα στο μανίκι τους, νεαροί βρακοφόροι περιστοίχιζαν τιμητικά το φέρετρο, προπορεύονταν οι σπουδαστές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Με μαύρη γραβάτα οι αυριανοί δάσκαλοι κρατούσαν πάνω στο στήθος τους σαν θαυματουργό εικόνισμα τα βιβλία του Δάσκαλου.
Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων- Ρέα Γαλανάκη.
Νίκος Καζαντζάκης
Ηράκλειο,5 Νοεμβρίου 1957 - Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
«Ντρέπομαι για κείνη τη συγκεκριμένη μέρα», μουρμούρισε ό Αντρέας, καθώς ανέβηκε με απίστευτη ταχύτητα από τον βυθό της μνήμης του ή πέμπτη Νοεμβρίου του χίλια εννιακόσια πενήντα επτά, έναν χρόνο πίσω. Λίγα εικοσιτετράωρα πριν απ’ αυτή τη μέρα άφησε ό Δάσκαλος την τελευταία του πνοή στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας κι ή σορός του ξεκίνησε για το ταξίδι της επιστροφής στο χώμα της Κρήτης.
Αναγκάστηκε να σταθμεύσει μία νύχτα σε ένα καμαράκι στο νεκροταφείο της ’Αθήνας. Δύο τρεις φίλοι τόλμησαν να πάνε να τον χαιρετήσουν. ’Αλλά την επομένη, στο 'Ηράκλειο, σύσσωμος ήρθε ό λαός της πόλης στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μήνα για να αποχαιρετήσει τον Δάσκαλο και γιό της, τον εκτεθειμένο σε δημόσιο προσκύνημα. Και προσκυνούσε ό κόσμος το χωρίς σταυρό, χωρίς εικόνισμα, χωρίς ελληνική σημαία, χωρίς δεήσεις και θυμίαμα σκήνωμα του Δάσκαλου. Μόνον ένα κλαδάκι έλατο στόλιζε το φέρετρό του. Μα ήταν φθινόπωρο και με αμέτρητα χρυσάνθεμα πλημμύρισε ό ναός του θαυματουργού και τού προστάτη Άγιου. Ό κόσμος έφερνε μπουκέτα τα χρυσάνθεμα και τα απέθετε στα μάρμαρα, γύρω απ’ αυτό τον φθινοπωρινό επιτάφιο του Ηρακλείου, προσκυνούσε κι έφευγε πισωπατώντας δακρυσμένος. Μέσα στον καθεδρικό ένας μόνον ιερέας έψαλε την εξόδιο ακολουθία για τον πεφιλημένο γιό της πόλης και ακλούθησε πεζός το ξόδι του μέχρι τον προμαχώνα Μαρτινένγκο, πάνω στα βενετσιάνικα μπεντένια. Εκεί πού είχε μείνει προφυλακισμένος μετά το κίνημα του τριάντα πέντε ό Αντρέας, εκεί θάφτηκε κι ό Δάσκαλος, μακριά από το νεκροταφείο, όπου κάποτε είχε ευλογηθεί ό κρυφός πρώτος του γάμος.
Από κει ψηλά θα μπορούσε να αγναντεύει ό Δάσκαλος την πολιτεία πού τον ενέπνεε ή τον στραγγάλιζε ολόκληρη ζωή. Την πολιτεία με τα τρία ονόματα, Χάνδαξ, Μεγάλο Κάστρο το τελευταίο προτιμούσε ό Δάσκαλος και 'Ηράκλειο, πού εκείνη την ημέρα είχε ταραχτεί συθέμελα. Στα σχολεία δάσκαλοι και καθηγητές κουβέντιασαν κι έλαβαν τελικά την επικίνδυνη για τη σταδιοδρομία τους απόφαση να μην κάνουν μάθημα. Είπαν στους μαθητές τους να γυρίσουνε στα σπίτια τους. Οι δε μαθητές, ερμηνεύοντας πρώτη φορά σωστά τις εντολές των διδασκόντων, γύρισαν στο μόνο σπίτι πού βρισκόταν εκείνη την ημέρα ανοιχτό, στην εκκλησία του Αγίου Μήνα. Μερικοί ανέβηκαν μέχρι τον προμαχώνα Μαρτινένγκο σκόρπιοι κι ασύνταχτοι, φορώντας το μαθητικό πηλήκιό τους επιδεικτικά, σκόρπιοι τριγύρω τους και οι καθηγητές τους, κάνοντας πώς δεν βλέπουνε οι μεν τούς δέ. Οι δημοτικοί άρχοντες της πόλης τίμησαν με την παρουσία τους τον νεκρό και στάθηκαν κοντά σε έκείνους πού ήρθαν με το αεροπλάνο από την ’Αθήνα, δημοκρατικούς πολιτικούς, καλλιτέχνες και κάποιους πνευματικούς ανθρώπους. Ακούστηκε ότι δεν ήρθε ή Γαλάτεια, τον αποχαιρετούσε μόνον ή δεύτερη γυναίκα του 'Ελένη, πού βγήκε στις σκάλες του ναού, το πρόσωπό της δεν φαινόταν πίσω από το μακρύ μαύρο της πέπλο. Ή πομπή άρχισε να ανηφορίζει προς τα τείχη, οι μουσικοί της μπάντας είχανε μαύρη κορδέλα στο μανίκι τους, νεαροί βρακοφόροι περιστοίχιζαν τιμητικά το φέρετρο, προπορεύονταν οι σπουδαστές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Με μαύρη γραβάτα οι αυριανοί δάσκαλοι κρατούσαν πάνω στο στήθος τους σαν θαυματουργό εικόνισμα τα βιβλία του Δάσκαλου.
Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων- Ρέα Γαλανάκη.
Комментарии