filmov
tv
Αφιέρωμα στον Απόστολο Χατζηχρήστο

Показать описание
Γνωστός και ώς "Σμυρνιωτάκι".
Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1901, γόνος γνωστής εύπορης οικογένειας. Από μικρός ασχολήθηκε με τη μουσική, μαθαίνοντας μαντολίνο, πιάνο και ακορντεόν.Το 1922 θα πολεμήσει στο πλευρό του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και θα πιαστεί αιχμάλωτος από τους Τούρκους. Καταφέρνει να δραπετεύσει την ώρα που τον πήγαιναν για εκτέλεση και να φτάσει μετά από περιπέτειες στην Τζια. Τελικά, θα βρει την οικογένειά του και θα εγκατασταθεί οριστικά στον Πειραιά.
Πιάνει δουλιά σαν ηλεκτροσυγκολλητής, ενώ, παράλληλα, ασχολείται ερασιτεχνικά με τη μουσική, μαθαίνοντας κιθάρα, μπουζούκι και μπαγλαμά. Μετά την επιτυχία της ξακουστής «Τετράδος του Πειραιώς», του Μάρκου, του Μπάτη, του Στράτου και του Δελιά, αρχίζει να παίζει σε ταβερνάκια του Πειραιά, όπου θα γνωριστεί με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, με τον οποίο θα μείνει αδελφικός φίλος μέχρι το τέλος, τον κιθαρίστα Γιώργο Κωνσταντινίδη και τον μπουζουξή Ηλία Ποτοσίδη. Το '36 θα γνωριστεί με τον Μάρκο και την παρέα του και από τότε θα δουλέψει σαν επαγγελματίας μουσικός στα γνωστότερα μαγαζιά της εποχής (στου «Πίκινου», στου Δερέμπεη, στο «Δάσος» και αλλού).
Στου «Καλαματιανού» το Μάη του '47. Η μεγαλύτερη μπουζουξίδικη ορχήστρα, που ανέβηκε ποτέ σε λαϊκό πάλκο.
Το 1937 θα ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι, την«Κοκκινιώτισσα», και στο διάστημα μέχρι την Κατοχή θα περάσει στη δισκογραφία καμιά τριανταριά τραγούδια, ανάμεσά τους μερικά απ' τα πιο γνωστά ρεμπέτικα. Παράλληλα, θα συμμετέχει σαν τραγουδιστής σε αρκετές ηχογραφήσεις παλιότερων γνωστών δημιουργών.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, θα παλέψει για την επιβίωση, δουλεύοντας - όπως οι περισσότεροι ρεμπέτες - με μικρά συγκροτήματα στα λίγα μαγαζιά που λειτούργησαν εκείνη την περίοδο.
Από το '46 έως το '53 θα δουλέψει στου «Τζίμη του χοντρού», στο «Πίγκαλς», στου «Καλαματιανού», στα καλύτερα λαϊκά μαγαζιά. Από τα μέσα της δεκαετίας του '50 θα πέσει κι αυτός - όπως οι περισσότεροι προπολεμικοί ρεμπέτες - θύμα της πολιτικής των εταιριών και θα παραμεριστεί απ' τη δισκογραφία. Για να βγάλει το μεροκάματο, θα αναγκαστεί να παίζει σε «κατώτερης ποιότητας» μαγαζιά ή να κάνει περιοδείες με μικρά συγκροτήματα σε μαγαζιά της επαρχίας. Θα φύγει πρόωρα απ' τη ζωή, τον Ιούνη του 1959, χτυπημένος απ' τον καρκίνο.
Δεξιοτέχνης οργανοπαίχτης, κατείχε τα μυστικά έξι τουλάχιστον μουσικών οργάνων. Στα λαϊκά πάλκα ανέβηκε σαν μπουζουξής. Συνεργάστηκε με τους περισσότερους λαϊκούς μουσικούς, φτιάχνοντας τις καλύτερες κομπανίες. Επίσης, πήρε μέρος σε πολλές ηχογραφήσεις δίσκων (άγνωστος ο αριθμός), όχι μόνο σε δικά του τραγούδια, αλλά και σε δημιουργίες άλλων συνθετών.
Είναι ένας απ' τους δυο - τρεις καλύτερους τραγουδιστές του ρεμπέτικου. Έχοντας απίστευτες φωνητικές δυνατότητες, τραγουδούσε συχνά σε τόσο ψηλούς τόνους, που πολλές φορές έπαιξε το ρόλο της γυναικείας φωνής, τραγουδώντας ολόκληρο το τραγούδι μια οκτάβα πάνω απ' την πρώτη φωνή!
Ο Χατζηχρήστος πέρασε στη δισκογραφία ογδόντα πάνω - κάτω τραγούδια, αριθμό όχι ιδιαίτερα μεγάλο, αν τον συγκρίνουμε με τη δισκογραφική παραγωγή άλλων, αντίστοιχης κλάσης, δημιουργών.
Πρώτον, η μικρή χρονικά συμμετοχή του στη δισκογραφία, απ' το '37 έως το '54. Δεύτερον, η ανυπαρξία «αδιάφορων» τραγουδιών στο δισκογραφικό του έργο, κάτι που δημιουργεί βάσιμα την εντύπωση ότι απέφυγε συνειδητά να ηχογραφήσει τραγούδια, που ο ίδιος, προφανώς, θεωρούσε «δευτεροκλασάτα».
Παρότι έγραφε κι ο ίδιος στίχους, προτίμησε κατά κύριο λόγο να συνεργαστεί με επαγγελματίες στιχουργούς και μάλιστα με τους πιο αξιόλογους: Γιάννης Λελάκης, Γιώργος Φωτίδας, Χαράλαμπος Βασιλειάδης («Τσάντας»), Κώστας Μάνεσης κ.ά.
Η μικρασιατική καταγωγή και η κλασική μουσική παιδεία του, σε συνδυασμό με τις κακουχίες που πέρασε, επέδρασαν καταλυτικά πάνω στην έμπνευσή του. Το έντονο παράπονο είναι αυτό που διαφαίνεται ακόμα και στα πιο «ανώδυνα» τραγούδια του.
Οπως όλοι οι γνήσιοι ρεμπέτες, ο Χατζηχρήστος περιγράφει με τα τραγούδια του την ίδια του τη ζωή. Θεματικά, κινείται κύρια σε δυο άξονες: Ερωτική διάθεση και κοινωνική κατάσταση.
Ο Απόστολος Χατζηχρήστος ανήκει στην πρώτη γραμμή των λαϊκών δημιουργών. Τα τραγούδια του πολλές φορές αποτέλεσαν βάση για μεταγενέστερους δημιουργούς, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου υπάρχουν υπόνοιες κλοπής. Υπάρχουν αρκετά τραγούδια («Ο ζόρικος», «Μοίρα με καταδίκασες» κ.ά.), που, ενώ «θυμίζουν» πολύ έντονα το Χατζηχρήστο, εντούτοις είναι καταχωρημένα σε ονόματα άλλων συνθετών.
Συνολικά, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο Χατζηχρήστος είναι ένας απ' τους δυο - τρεις (την «πρώτη θέση» κατέχει σίγουρα ο Βαγγέλης Παπάζογλου) πιο αδικημένους δημιουργούς. Καθώς δεν πρόλαβε την αναβίωση του ρεμπέτικου στα χρόνια μετά το '60, μέσω των επανεκτελέσεων, αλλά και των συναυλιών στις μπουάτ, έμεινε άγνωστος στο ευρύτερο κοινό...
Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1901, γόνος γνωστής εύπορης οικογένειας. Από μικρός ασχολήθηκε με τη μουσική, μαθαίνοντας μαντολίνο, πιάνο και ακορντεόν.Το 1922 θα πολεμήσει στο πλευρό του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και θα πιαστεί αιχμάλωτος από τους Τούρκους. Καταφέρνει να δραπετεύσει την ώρα που τον πήγαιναν για εκτέλεση και να φτάσει μετά από περιπέτειες στην Τζια. Τελικά, θα βρει την οικογένειά του και θα εγκατασταθεί οριστικά στον Πειραιά.
Πιάνει δουλιά σαν ηλεκτροσυγκολλητής, ενώ, παράλληλα, ασχολείται ερασιτεχνικά με τη μουσική, μαθαίνοντας κιθάρα, μπουζούκι και μπαγλαμά. Μετά την επιτυχία της ξακουστής «Τετράδος του Πειραιώς», του Μάρκου, του Μπάτη, του Στράτου και του Δελιά, αρχίζει να παίζει σε ταβερνάκια του Πειραιά, όπου θα γνωριστεί με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, με τον οποίο θα μείνει αδελφικός φίλος μέχρι το τέλος, τον κιθαρίστα Γιώργο Κωνσταντινίδη και τον μπουζουξή Ηλία Ποτοσίδη. Το '36 θα γνωριστεί με τον Μάρκο και την παρέα του και από τότε θα δουλέψει σαν επαγγελματίας μουσικός στα γνωστότερα μαγαζιά της εποχής (στου «Πίκινου», στου Δερέμπεη, στο «Δάσος» και αλλού).
Στου «Καλαματιανού» το Μάη του '47. Η μεγαλύτερη μπουζουξίδικη ορχήστρα, που ανέβηκε ποτέ σε λαϊκό πάλκο.
Το 1937 θα ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι, την«Κοκκινιώτισσα», και στο διάστημα μέχρι την Κατοχή θα περάσει στη δισκογραφία καμιά τριανταριά τραγούδια, ανάμεσά τους μερικά απ' τα πιο γνωστά ρεμπέτικα. Παράλληλα, θα συμμετέχει σαν τραγουδιστής σε αρκετές ηχογραφήσεις παλιότερων γνωστών δημιουργών.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, θα παλέψει για την επιβίωση, δουλεύοντας - όπως οι περισσότεροι ρεμπέτες - με μικρά συγκροτήματα στα λίγα μαγαζιά που λειτούργησαν εκείνη την περίοδο.
Από το '46 έως το '53 θα δουλέψει στου «Τζίμη του χοντρού», στο «Πίγκαλς», στου «Καλαματιανού», στα καλύτερα λαϊκά μαγαζιά. Από τα μέσα της δεκαετίας του '50 θα πέσει κι αυτός - όπως οι περισσότεροι προπολεμικοί ρεμπέτες - θύμα της πολιτικής των εταιριών και θα παραμεριστεί απ' τη δισκογραφία. Για να βγάλει το μεροκάματο, θα αναγκαστεί να παίζει σε «κατώτερης ποιότητας» μαγαζιά ή να κάνει περιοδείες με μικρά συγκροτήματα σε μαγαζιά της επαρχίας. Θα φύγει πρόωρα απ' τη ζωή, τον Ιούνη του 1959, χτυπημένος απ' τον καρκίνο.
Δεξιοτέχνης οργανοπαίχτης, κατείχε τα μυστικά έξι τουλάχιστον μουσικών οργάνων. Στα λαϊκά πάλκα ανέβηκε σαν μπουζουξής. Συνεργάστηκε με τους περισσότερους λαϊκούς μουσικούς, φτιάχνοντας τις καλύτερες κομπανίες. Επίσης, πήρε μέρος σε πολλές ηχογραφήσεις δίσκων (άγνωστος ο αριθμός), όχι μόνο σε δικά του τραγούδια, αλλά και σε δημιουργίες άλλων συνθετών.
Είναι ένας απ' τους δυο - τρεις καλύτερους τραγουδιστές του ρεμπέτικου. Έχοντας απίστευτες φωνητικές δυνατότητες, τραγουδούσε συχνά σε τόσο ψηλούς τόνους, που πολλές φορές έπαιξε το ρόλο της γυναικείας φωνής, τραγουδώντας ολόκληρο το τραγούδι μια οκτάβα πάνω απ' την πρώτη φωνή!
Ο Χατζηχρήστος πέρασε στη δισκογραφία ογδόντα πάνω - κάτω τραγούδια, αριθμό όχι ιδιαίτερα μεγάλο, αν τον συγκρίνουμε με τη δισκογραφική παραγωγή άλλων, αντίστοιχης κλάσης, δημιουργών.
Πρώτον, η μικρή χρονικά συμμετοχή του στη δισκογραφία, απ' το '37 έως το '54. Δεύτερον, η ανυπαρξία «αδιάφορων» τραγουδιών στο δισκογραφικό του έργο, κάτι που δημιουργεί βάσιμα την εντύπωση ότι απέφυγε συνειδητά να ηχογραφήσει τραγούδια, που ο ίδιος, προφανώς, θεωρούσε «δευτεροκλασάτα».
Παρότι έγραφε κι ο ίδιος στίχους, προτίμησε κατά κύριο λόγο να συνεργαστεί με επαγγελματίες στιχουργούς και μάλιστα με τους πιο αξιόλογους: Γιάννης Λελάκης, Γιώργος Φωτίδας, Χαράλαμπος Βασιλειάδης («Τσάντας»), Κώστας Μάνεσης κ.ά.
Η μικρασιατική καταγωγή και η κλασική μουσική παιδεία του, σε συνδυασμό με τις κακουχίες που πέρασε, επέδρασαν καταλυτικά πάνω στην έμπνευσή του. Το έντονο παράπονο είναι αυτό που διαφαίνεται ακόμα και στα πιο «ανώδυνα» τραγούδια του.
Οπως όλοι οι γνήσιοι ρεμπέτες, ο Χατζηχρήστος περιγράφει με τα τραγούδια του την ίδια του τη ζωή. Θεματικά, κινείται κύρια σε δυο άξονες: Ερωτική διάθεση και κοινωνική κατάσταση.
Ο Απόστολος Χατζηχρήστος ανήκει στην πρώτη γραμμή των λαϊκών δημιουργών. Τα τραγούδια του πολλές φορές αποτέλεσαν βάση για μεταγενέστερους δημιουργούς, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου υπάρχουν υπόνοιες κλοπής. Υπάρχουν αρκετά τραγούδια («Ο ζόρικος», «Μοίρα με καταδίκασες» κ.ά.), που, ενώ «θυμίζουν» πολύ έντονα το Χατζηχρήστο, εντούτοις είναι καταχωρημένα σε ονόματα άλλων συνθετών.
Συνολικά, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο Χατζηχρήστος είναι ένας απ' τους δυο - τρεις (την «πρώτη θέση» κατέχει σίγουρα ο Βαγγέλης Παπάζογλου) πιο αδικημένους δημιουργούς. Καθώς δεν πρόλαβε την αναβίωση του ρεμπέτικου στα χρόνια μετά το '60, μέσω των επανεκτελέσεων, αλλά και των συναυλιών στις μπουάτ, έμεινε άγνωστος στο ευρύτερο κοινό...