Schubert Franz - ΣΕΡΕΝΑΤΑ,(Ständchen) - Μαρίκα Παπαγκίκα

preview_player
Показать описание
Διασκευή με ελληνικούς στίχους της Σερενάτας για φωνή και πιάνο (Ständchen, D 889, 1826) του Franz Schubert.
Ορχήστρα Κώστα Παπαγκίκα
Ερμηνευτές: Βιολί, Μακεδόνας Αθανάσιος
Τσέλο: Σιφνιός Μάρκος
Τσίμπαλο: Παπαγκίκας Κώστας
Χρονολογία Ηχογράφησης: 07/1919
Τόπος Ηχογράφησης: Νέα Υόρκη.

Περί σερενάτας
Η σερενάτα είναι συνώνυμο της καντάδας. Στα γαλλικά η λέξη σερενάτα επεξηγείται με τις εξής έννοιες: sérénade-albade προβηγκιανή aubada-aubeσ-ερενάτα της αυγής ή της χαραυγής. Το aubada σημαίνει ότι παίζει μουσική, νωρίς το πρωί κάποιος κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του.
Η ονομασία της σερενάτας, κατά μία πρόσφατη φιλολογική μελέτη, προέκυψε από την λατινική ονομασία serenus συνεκδοχικό της αρχαιοελληνικής λέξης σειρήνα. Η σερενάτα είναι ταυτόσημη έννοια με την καντάδα και έχει για πρόγονο της την καντάτα. Η μοναδική διαφορά τους είναι στο ότι η καντάτα είναι μουσική δωματίου ενώ η σερενάτα - καντάδα είναι δρομική και δη υπαίθρια. Συνηθίζονταν κυρίως να εκτελείται υπο το φέγγος τον άστρων ή του φεγγαριού.
Ωστόσο, υπήρχαν δύο ήδη σερενάτας, η νυκτερινή, που ονομάζονταν νυκτωδία-notturna serenata, και η πρωινή-λευκή σερενάτα που αποκαλούνταν alba ή aubada serenata. Ωραιότατο δείγμα της serenata notturna είναι η μουσική σύνθεση που έγραψε το 1842 ο Φέλιξ Μέντελσον στο σαιξπηρικό έργο "Ένα όνειρο καλοκαιρινής νύχτας". Η υπ0υεση του σαιξπηρικού έργου διαδραματίζεται στην αρχαία πόλη των Αθηνών. Το Γαμήλιο εμβατήριο, γραμμένο σε ντο μείζονα, θυμίζει κατά τρόπο τινά τα δρομικά άσματα (πατινάδα) του αρχαιοελληνικού έθους, κυρίως κατά την εποχήν των ομηρικών επών.
Εν κατακλείδη σερενάτα, σύμφωνα με το εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica (λήμμα σερενάτα), είναι μια βραδινή μουσική που ξεκίνησε κατά τον μεσαίωνα ως μία φωνητική σύνθεση υποστηριζόμενη από ενόργανη συνοδεία ενός λαούτου ή μιας κιθάρας ή μαντολίνου.
Τον 17ο αιώνα, υπό την επιρροή της λυρικής τέχνης (καντάτα και όπερα) και της συμφωνικής μουσικής, αναπτύσσεται σε πολλαπλές εκφάνσεις. Εκείνη την περίοδο εκτιμάτε η επανεμφάνιση της σερενάτας και στην πόλη των Αθηνών. Ωστόσο, αποδεικνύεται ποικιλοτρόπος ότι, η Αθήνα υπήρξε η κοιτίδα του έθους της σερενάτας-καντάδας. Επί παραδείγματι, στο έμμετρο μυθιστόρημα του Βιντσέντζου Κορνάρνου, με τίτλο "Ερωτόκριτος", περιγράφεται μια σκηνή νυχτερινής σερενάτας με συνοδεία λαούτου από τον ήρωα του μυθιστορήματος Ερωτόκριτο.
Το έργο διαδραματίζεται στην Μεσαιωνική Αθήνα και οι πρωταγωνιστές είναι δύο γόνοι αθηναϊκών οικογενειών που ερωτεύονται παράφορα, ο Ερωτόκριτος κι Αρετούσα. Ιδού και οι δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι που διηγούνται την ερωτική πατινάδα - καντάδα σερενάτα, του Ερωτόκριτου με το λαούτο:
Kι όντεν η νύκτα η δροσερή κάθ' άνθρωπο αναπεύγει,
και κάθε ζο να κοιμηθεί τόπο να βρει γυρεύγει,
ήπαιρνεν το λαγούτο του, κ' εσιγανοπορπάτει,
κ' εκτύπα-ν το γλυκιά-γλυκιά ανάδια στο Παλάτι.
Ήτον η χέρα ζάχαρη, φωνή είχε σαν τ' αηδόνι·
κάθε καρδιά, να του γρικά, κλαίγει κι αναδακρυώνει.
Ήλεγεν κι ανεθίβανεν της Eρωτιάς τα Πάθη,
και πως σ' Aγάπη εμπέρδεσεν, κ' εψύγη κ' εμαράθη.
(στιχ. 375-380)
Рекомендации по теме
Комментарии
Автор

Στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας "Το ελληνικόν θέατρον" (Έτος Ι', αριθ. 185, Σεπτέμβριος 1934) δημοσιεύεται χρονογράφημα του Θ. [Θεόφραστου] Ι. Σακελλαρίδη με τίτλο "Σούμπερτ", το οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων και στη Σερενάτα του Αυστριακού συνθέτη: «Ο Αριστοτέλης λέγει κάπου ότι και το να πεθάνη κανείς εις την Ελλάδα είνε ζαλωτός πότμος, δηλαδή ζηλευτή συμφορά. Εάν όμως ο Αριστοτέλης εζούσε σήμερα, θα έγραφε ασφαλώς ότι το να δοξάζεται κανείς εις την Ελλάδα είνε η μεγαλειτέρα συμφορά και το φρικωδέστερον ρεζιλίκι. Παράδειγμα ο μεγάλος μουσουργός Σούμπερτ. Όσο η μούσα του επτερύγιζε εις όλον τον έξω κόσμον, ήτο μια λατρεία. Από τη στιγμή όμως που εισήλθε εις την Ελλάδα, έγινε ρουτίνα. Εχορεύθη ως φοξ, εχορεύθη ως ταγκό, εμπήκε εις τας επιθεωρήσεις, έγινε νούμερο. Μία κινηματογραφική ταινία τον έκανε "δημοφιλή συνθέτην" και τον ετάραξε. "Βάρα λίγο Σούμπερτ, αδερφάκι", φωνάζει στον βιολιτζή ο βλάμης που γλεντά με την παρέα του στο εξοχικό κέντρο. "Ιβί καλέ Ευζοκία, τώμαθες το νέο βαλσάκι που ήβγαλε το σινεμά", ερωτά η προσφυγίνα Μαρίτσα εις τους Ποδαράδες, εννοούσα την περίφημη σερενάταν. Ιβί και αν τ' άκουγε αυτά από καμιά μεριά σήμερα η κόμησσα Εστερχάζυ, που είχε ερωτευθή από θαυμασμό τον μεγάλο συνθέτην, τι ντεζιλουζιόν θα πάθανε η συφοριασμένη. Δεν είνε και μικρό πράγμα να ακούς τον Σούμπερτ στην ταβέρνα μαι μάλιστα εκτελούμενον από μπαγλαμάν. Εις την Ευρώπην η γαλήνια μουσική του θεωρείται άσπιλη παρθένος, εις την Ελλάδα εμπήκε στο λαρύγγι της Κατινάρας και έγινε νταλγκάς.
Αλλά δεν αρκούν μόνο αυτά. Το συμπλήρωμα της δόξης (!) συνετελέσθη. Όλα μπορούσε να φαντασθή ο Σούμπερτ, αλλά όχι και ότι θα έμπαινε εις την Αθηναϊκήν ρομβίαν. Εις ένα καφεδάκι ενός στενού δρομάκου της Πλάκας εκάθησε προχθές ο γράφων αυτάς τας γραμμάς να ξεκουρασθή λίγο, οπόταν καταφθάνει η ρομβία και αρχίζει να παίζη Σούμπερτ. Το "γελεκάκι", το "καλογεράκι", το "μια γυναίκα πέρασε" και όλαι αι άλλαι "επιτυχίαι" του είχαν παραχωρήση την θέσιν των. Κατόπιν ο λατερνατζής ήρθε προτείνων το πιατάκι και σε μένα. Έβγαλα υπερηφάνως και τουδωσα ένα φράγκο, αφού κατήντησε ο Σούμπερτ εις τον τόπον μας να έχη ανάγκην και του ιδικού μου φράγκου, και έπειτα τον είδα να προσορμίζεται στη γειτονική ταβέρνα για να γευματίση. Το μενού του Σούμπερτ ήταν λίγες μαριδούλες, λίγη φέτα και ένα εκατοσταράκι. Τόσα είχε βγάλη. Δυστυχής άνθρωπος! Πριν κερδίση την αθανασίαν δεν είχε ψωμί να φάη και έβαζε τα ρούχα του ενέχυρον. Μετά που εκέρδισε, μαζεύει δεκάρες στα στενά της Πλάκας. Τι ρεζιλίκι που είνε η δόξη στην Ελλάδα!»

Αρχείο Κουνάδη

OrpheusDionysus
Автор

Μαρίνα Παπαγκίκα αγαπημένη φωνή..ΚΑΛΗΣΠΈΡΑ ΓΙΏΡΓΟ

ΔήμητραΓυφτου
Автор

Ο παππούς μου το έπαιζε στο βιολί και την τραγουδουσε, αλλά οχι με αυτούς τους στίχους, τουλάχιστον όχι απ' όσο μπορώ να τους καταλάβω. Θα μπορούσατε παρακαλώ αν τους έχετε να τους δημοσιεύσετε εδώ; Και, αν γνωρίζετε κάποιαν άλλην ελληνική εκδοχή της σερενάτας, να την δημοσιεύσετε επίσης; ευχαριστώ

maurosgatos
welcome to shbcf.ru