Γκεβάρα - Βασίλης Λέκκας

preview_player
Показать описание
Από τη τιμητική εκδήλωση: "89 χρόνια από τη γέννηση του Τσε".
Cine Αλκυονίς, 14/6/2017

Κιθάρα: ΣπήλιοςΖευκιλής

Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Χάρης Παπαδόπουλος

Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.
Έλεγε η μάνα του παιδιού: Καμάρι μου κοιμήσου.
Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.

Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα.
Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδελφός. Που μ’ είδες και που σ’ είδα;
Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα.

Ποιος το `λεγε, ποιος το `λπιζε και ποιος να το βαστάξει.
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι,
νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.

Πάνθηρας ακουρμάζεται θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ’ τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαράει με δύναμη, μένει βουβό τ’ αμόνι.

Τ’ όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.

Χοσέ Μαρτί (κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ’ ένα αλώνι).
Απόψε οι δυο συντροφιαστοί θα πιειτε μάτε.

Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει
μ’ αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του
μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
σενιάρει ο φίλος και στο μπόι σου το μετράει.

Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα
κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.
Рекомендации по теме
Комментарии
Автор

Στίχοι: Νίκος Καββαδίας

Μουσική: Χάρης Παπαδόπουλος

Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Λέκκας


Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.

Έλεγε η μάνα του παιδιού: Καμάρι μου κοιμήσου.

Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα

τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.



Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα.

Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.

Λάκισε ο φίλος, ο αδελφός. Που μ’ είδες και που σ’ είδα;

Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα.



Ποιος το `λεγε, ποιος το `λπιζε και ποιος να το βαστάξει.

Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.

Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι,

νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.



Πάνθηρας ακουρμάζεται θωράει και κοντοστέκει.

Γλείφει τα ρόδα απ’ τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.

Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.

Σφυρί βαράει με δύναμη, μένει βουβό τ’ αμόνι.



Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ’ ανοιχτά.

Στ’ `ομορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.

Πέφτει από τα χείλη σου που ακόμα είναι ζεστά,

ένα σβησμένο cigarillos.



Τ’ όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,

έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.

Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό

και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.



Χοσέ Μαρτί (κόνδορας πάει και χαμηλώνει,

περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.

Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ’ ένα αλώνι).

Απόψε οι δυο συντροφιαστοί θα πιειτε μάτε.



Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλώντας σαϊτάρι.

Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.

Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι

και μασουλάει φαρμακωμένη μανιτάρι.



Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει

μ’ αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του

μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του

σενιάρει ο φίλος και στο μπόι σου το μετράει



Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα

βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.

Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα

κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια
ΥΠΟΚΛΙΝΟΜΑΙ!!!

ΑθανασιοςΜπουγανης-σο