ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ Κυριακή Των Μυροφόρων Εσπερινός

preview_player
Показать описание

Рекомендации по теме
Комментарии
Автор

Τί τὰ μύρα τοῖς δάκρυσι, Μαθήτριαι, κιρνᾶτε;
ὁ λίθος κεκύλισται,
ὁ τάφος κεκένωται·
ἴδετε τὴν φθορὰν τῇ ζωῇ πατηθεῖσαν·
τὰς σφραγῖδας μαρτυρούσας τηλαυγῶς,
ὑπνοῦντας δεινῶς τοὺς φύλακας τῶν ἀπειθῶν.
τὸ θνητὸν σέσωσται σαρκὶ Θεοῦ·
ὁ ᾍδης θρηνεῖ.
δραμοῦσαι χαρᾷ εἴπατε τοῖς Ἀποστόλοις·
- ὁ νεκρώσας Χριστὸς τὸν θάνατον
πρωτότοκος ἐκ νεκρῶν
ὑμᾶς προάγει εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
(Ἦχος β΄)

Γιατί, Μαθήτριες, ἀνακατεύετε μὲ δάκρυα τὰ μύρα;
Ὁ λίθος ἔχει μετακυλιστεῖ,
ἄδειος ὁ τάφος εἶναι.
Δεῖτε τὸ θάνατο ποὺ ἀπ’ τὴ ζωὴ καταπατήθηκε,
τὶς σφραγίδες ποὺ μαρτυροῦν φωτίζοντας τὸν κόσμο,
τῶν ἀπίστων τοὺς φύλακες ριγμένους σὲ ὕπνο βαθύ.
Μὲ τὴ σάρκα τοῦ Θεοῦ ἐμεῖς οἱ θνητοὶ σωθήκαμε,
κι ὁ Ἅδης θρηνεῖ!
Τρέξετε μὲ χαρὰ καὶ πεῖτε στοὺς Ἀποστόλους:
«Ὁ Χριστός, ποὺ νέκρωσε τὸ θάνατο,
ποὺ πρῶτος ἀναστήθηκε ἀπ’ τοὺς νεκρούς,
στὴ Γαλιλαία θὰ σᾶς περιμένει».

Αἱ Μυροφόροι γυναῖκες τὸν τάφον σου καταλαβοῦσαι
καὶ τὰς σφραγῖδας τοῦ μνήματος ἰδοῦσαι,
μὴ εὑροῦσαι δὲ τὸ ἄχραντον σῶμά σου
ὀδυρόμεναι
μετὰ σπουδῆς ἦλθον λέγουσαι·
- τίς ἔκλεψεν ἡμῶν τὴν ἐλπίδα;
τίς εἴληφε νεκρὸν γυμνὸν ἐσμυρνισμένον,
τῆς Μητρὸς μόνον παραμύθιον;
ὤ! πῶς ὁ νεκροὺς ζωώσας τεθανάτωται;
ὁ τὸν ᾍδην σκυλεύσας πῶς τέθαπται;
ἀλλ’ ἀνάστηθι, Σωτήρ, αὐτεξουσίως,
καθὼς εἶπας τριήμερος,
σῴζων τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
(Δοξαστικόν, ἦχος πλ. β΄)

Στὸν τάφο σου φτάνοντας οἱ Μυροφόρες γυναῖκες
καὶ τὰ σφραγίσματα βλέποντας τοῦ μνήματος,
καθὼς τὸ σῶμα σου δὲν βρῆκαν τὸ πανάγιο,
σὲ θρήνους ξεσπώντας
μὲ ἀγωνία πλησίασαν λέγοντας:
«Ποιός τὴν ἐλπίδα μας ἔκλεψε;
Ποιός πῆρε νεκρὸ γυμνό, μὲ σμύρνα ἑτοιμασμένο,
τῆς Μητέρας του παρηγοριὰ μοναδική;
Ἀλίμονο! Πῶς πέθανε αὐτὸς ποὺ σὲ νεκροὺς ξανάδωσε ζωή;
Πῶς ἐνταφιάστηκε αὐτὸς ποὺ κατατρόπωσε τὸν Ἅδη;
Ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη τῆς ἐξουσίας σου, Σωτήρα, ἀναστήσου,
σὲ τρεῖς ἡμέρες, ὅπως εἶπες,
δίνοντας τὴ σωτηρία στὶς ψυχές μας».

ΓιώργοςΛουπάσης