ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟ ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΟΔΟΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΙΦΝΟ ΠΑΛΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ-KAIPOUTHEOS.GR

preview_player
Показать описание
Οι άνθρωποι πεθαίνουν πραγματικά μόνο όταν κανείς, πια, δεν τους σκέφτεται και δεν τους μνημονεύει.

Ο Λευτέρης του Σίμου μοιάζει σαν να μην έχει φύγει για το μακρινό του ταξίδι.
Με τις διηγήσεις του ξετυλίγει το κουβάρι της μνήμης και μας κάνει να νοσταλγούμε όσα πέρασαν.

Επιστροφή στα Εξάμπελα χρόνια πριν.
Ο Λευτέρης γλεντά με τον Γιώργη τον Μπουλή στο σπίτι του Βασίλη με τον Νόνικο να παίζει βιολί.
Η μοίρα το θέλησε να φύγουν μαζί με τον Γιώργη τον Μπουλή για το πιο μακρύ ταξίδι της ζωής.
Ο ίδιος θυμάται:
«Πριν πάμε στο γλέντι βλέπω κάποιον στον δρόμο που μου χρωστούσε χρήματα από υλικά. Μου δίνει τα χρήματα και εγώ του λέω μην μου τα δώσεις γιατί θα τα φάω στα βιολιά.
Εκείνος, όμως, μου τα έδωσε τα χρήματα και εγώ τα ξόδεψα όλα στα βιολιά.
Δεν υπήρχε πανηγύρι που να πάω.
Πώς μπορώ να μην νοσταλγήσω τα όμορφα χρόνια που ζήσαμε;
Γλέντια, πανηγύρια, ακόμα και σήμερα τα θυμόμαστε
Ο κόσμος τότε δεν είχε τις υποχρεώσεις που έχει σήμερα.
Βέβαια, και η εξέλιξη που έχει αυτήν την εποχή η Σίφνος είναι ωραία.
Η εξέλιξη είναι ένα ωραίο πράγμα».

Τη δεκαετία του ’60 και, τουλάχιστον, μέχρι τα μέσα με τέλη της δεκαετίας του ’70, τα υλικά των οικοδομών, τα αλεύρια, τα αναψυκτικά και τα υπόλοιπα προϊόντα έρχονταν στη Σίφνο με καΐκια.
Για να ξεφορτωθεί το καΐκι επιστρατεύονταν κάθε φορά φίλοι, γνωστοί, συγγενείς.
Ο Λευτέρης θυμάται:
«Πριν από λίγο καιρό είδα έναν Σιφνιό στα Εξάμπελα. Μου θύμησε πως μια φορά που είχε έρθει ένα καϊκι στις Καμάρες και δεν είχα κανέναν να το ξεφορτώσει ήρθε μαζί μου και πήγαμε και το ξεφορτώσαμε.
Όταν ήταν να έρθει ένα καΐκι έπρεπε να βρούμε ανθρώπους να το ξεφορτώσουν.
Όμως, οι πιο πολλοί Σιφνιοί ήταν ναυτικοί.
Δεν έβρισκες εύκολα
ανθρώπους να τα ξεφορτώσεις.
Ο πατέρας μου είχε φτιάξει αποθήκες πέντε μέτρα σε ύψος για να μπορούμε να στοιβάζουμε όλα αυτά τα υλικά.
Μία φορά ήρθε ένα καΐκι με τριακόσιους τόνους τσιμέντου και το ξεφορτώσαμε ένα-ένα τα σακιά στην πλάτη.

Είχε φτιάξει και τον φούρνο στις Καμάρες.
Και αυτός βοήθησε πολύ.
Και είχε πάρα πολλή δουλειά.
Μία φορά ο κυρ Αντώνης ο Μάμιδας μας έφερε τετρακόσια τσουβάλια αλεύρι που έπρεπε να ξεφορτωθούν ένα-ένα και να μεταφερθούν στην πλάτη».

Ο Λευτέρης μέσα από τη διήγησή του νοσταλγεί, θυμάται, καμαρώνει για τη γυναίκα του, τις κόρες του, τους γαμπρούς του, τα εγγόνια του, όλη την οικογένειά του.
Μεγάλωσε στις Καμάρες, έζησε πολλά χρόνια στα Εξάμπελα και την Καταβατή και στο τέλος επέστρεψε ξανά στις Καμάρες.
«Όλα τα παλιά τα θυμάμαι.
Πηγαίνω κάθε μέρα επάνω στα Εξάμπελα και την Καταβατή.
Έκανα το μπόϊ στις Καμάρες, αλλά δεν μπορώ αν δεν πάω κάθε μέρα στα Εξάμπελα και στην Καταβατή».

Η Μαρία, η γυναίκα του, τον βοήθησε πολύ.
«Έπαιρνε το αμάξι και πήγαινε αυτή και κουβαλούσε.
Το δούναι-λαβείν που είχα με την Τράπεζα το είχε αναλάβει αυτή.
Κάθε πρωϊ πήγαινε στην Τράπεζα.
Απίστευτη η προσφορά της».

Η ιστορία με τα παγωτά είναι χαρακτηριστική του Σίμου του Ποδότα, του πατέρα του. Θυμάται χαρακτηριστικά:
«Ο γερο-Σίμος πήγαινε στην Αθήνα κουβαλώντας χρήματα πολλά και ψώνιζε όλα τα καλούδια.
Οι εμπόροι που τον ήξεραν έλεγαν όταν το έβλεπαν
«Ο Σίμος έρχεται, λεφτά φέρνει».
Κάποια στιγμή στη δεκαετία του ’60 του είπε κάποιος στις Καμάρες
«Γιατί δεν μας εφέρνεις και σε μας παγωτά;».
Και φεύγει ο Σίμος και πάει στην Αθήνα να φέρει τα παγωτά.
Όμως στις Καμάρες δεν είχε τότε ηλεκτρικό ρεύμα.
Είχαμε φέρει εμείς το πρώτο ψυγείο που λειτουργούσε με βενζινομηχανή, αλλά το ψυγείο αυτό ήταν μόνο για ψύξη και δεν έκανε για τα παγωτά.
Όταν, λοιπόν, έφερε τα παγωτά του λέει κάποιος που θα τα βάλει τα παγωτά.
Αυτό το ψυγείο δεν έκανε.
Ο κόσμος που δεν είχε πάει στην Αθήνα δεν είχε ξαναδεί συσκευασμένο παγωτό.
Και αφού ψυγείο κατάλληλο δεν υπήρχε αναγκαστήκαμε να δώσουμε τα παγωτά όσο-όσο.
Ξαναφεύγει ο Σίμος και πάει στην Αθήνα και φέρνει άλλο ψυγείο-κατάψυξη.
Όμως, και πάλι δεν μπορούσε να λειτουργήσει με την βενζινομηχανή που είχαμε.
Και ήρθε ο Φλούδης και έκανε πατέντα και δούλεψε το νέο ψυγείο με την βενζινομηχανή
Και τα πρώτα κατεψυγμένα προϊόντα (κιμάς, ψάρια, κρέας) τα φέραμε εμείς.
Η γενιά του Σίμου.
Είχαμε ανοίξει ένα μαγαζί στην Απολλωνία, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και είχε μέσα ψάρια, κρέατα, παγωτά, ό,τι ήθελε ο πελάτης».
Με μεγάλο καμάρι μας λέει πως
«Τα πρώτα παγωτά στη Σίφνο τα έφερε η γενιά του Ποδότα».

Ας κλείσουμε με αυτήν την φράση το σύντομο αυτό αφιέρωμα στον Λευτέρη.
Σήμερα θα τελεστεί το μνημόσυνο για τα σαράντα του Λευτέρη στον Ιερό ναό Αγίου Γεωργίου Καμαρών Σίφνου.
Ένας άνθρωπος πραγματικά αξέχαστος!!!

Αιωνία του η μνήμη!!!
Δείτε περισσότερα εδώ:
Рекомендации по теме
Комментарии
Автор

🙏🙏🙏💙 Γαλήνη στην καλή του Ψυχή Μπράβο σας για το υπέροχο αφιέρωμα!!!💯

katrink.