filmov
tv
Το ανάκτορο του Τατοΐου.#Tatoi#Anaktoro#updrones#up#Drones#Grecee#

Показать описание
Το Τατόι βρίσκεται 15 χιλιόμετρα βόρεια του κέντρου της Αθήνας. Στο κτήμα βρίσκεται το θερινό ανάκτορο της πρώην ελληνικής βασιλικής οικογένειας. Το αρχαίο και τρέχον επίσημο όνομα της περιοχής είναι Δεκέλεια. Το Τατόι είναι ο τόπος γέννησης του Γεωργίου Β΄.
Η ιστορία του Τατοΐου είναι ο άθλος της σχεδόν εκ του μηδενός δημιουργίας και, στη συνέχεια, διατήρησης ενός από τα πιο ωραία δάση της Αττικής στους πρόποδες της Πάρνηθας.
Σημερινή εικόνα του κτήματος
Tο Τατόι έχει την προϊστορία του, που ξεκινά από την Αρχαία Δεκέλεια - η θέση της οποίας συμπίπτει με το κεντρικό του τμήμα - και καταλήγει στα τρία οθωμανικά τσιφλίκια Τατόι, Μαχούνια και Λιόπεσι, που συνενώθηκαν το 1835 στα χέρια του Σκαρλάτου Σούτσου και επί δεκαετίες κατόπιν υπήρξαν κρησφύγετα ληστών. Όμως, η πραγματική του ιστορία αρχίζει το 1872, με την αγορά του από τον Γεώργιο Α΄.
Tο 1898, έπειτα από διαδοχικές αγορές, αλλά και με την παραχώρηση στον Βασιλέα από τη Βουλή ως ιδιωτική περιουσία τού πρώην εθνικού κτήματος Μπάφι, το Τατόι απέκτησε τη μέγιστη έκτασή του: 47.427 στρέμματα. Σε σχέση με τα 250.000 στρέμματα που κατείχε η οικογένεια Σούτσου και τα 300.000 του Ανδρέα Συγγρού το κτήμα του Βασιλέως δεν ήταν το μεγαλύτερο στην Αττική. Ως κτήμα αναψυχής ήταν, αντιθέτως, το πρώτο στην Ελλάδα.
Παράλληλα με τη στρεμματική του μεγέθυνση, προχώρησε δραστήρια η οργάνωση της διαχείρισής του και η ανάπτυξη της υποδομής του. Στα έργα αυτά, απολύτως πρωτοπόρα στην Ελλάδα της εποχής, προϊστάμενος ήταν ο Λουδοβίκος Μύντερ (1873-1892), Δανός δασολόγος και φιλέλληνας, καθώς και, στη συνέχεια, ο διάδοχός του στη διεύθυνση του κτήματος Ότο Βάισμαν (1893-1914). Πρώτα από όλα, όμως, το Τατόι είναι το προσωπικό δημιούργημα του Γεωργίου Α΄, που το σχεδίασε ως ένα κτήμα αναψυχής στο οποίο κυρίαρχο λόγο θα έχει το δάσος και δευτερεύοντα τα οικοδομήματα, προς μεγάλη απογοήτευση του Ερνστ Τσίλλερ, ο οποίος αρχικά εξέλαβε τον Γεώργιο ως έναν άλλο Λουδοβίκο της Βαυαρίας, και ήταν ο αρχιτέκτων της πρώτης βασιλικής κατοικίας.
Το πρώτο σπίτι που περατώθηκε το 1874 ήταν ένα απλό διώροφο σπίτι ελληνοελβετικού ρυθμού, με δίρρικτη στέγη, το οποίο παραδόξως προοριζόταν όχι ως ανάκτορο αλλά ως βασιλικός ξενώνας, χρήση για την οποία ουδέποτε διατέθηκε. Πάνω από το ήδη χαραγμένο περιβόλι, για το οποίο επελέγησαν φυτά από ολόκληρη τη Μεσόγειο, άρχισε να οικοδομείται από τον αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη, το 1884, το καθ' αυτό ανάκτορο, μιμούμενο μια έπαυλη του συγκροτήματος των ανακτόρων του Πέτερχοφ, στην Αγία Πετρούπολη, που ανήκε στον τσάρο Αλέξανδρο Β΄, θείο της βασίλισσας Όλγας.
Κατοικία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το νέο σπίτι πρωτοκατοικήθηκε από τον Γεώργιο το 1889, αμέσως δηλαδή μετά τον γάμο του Διαδόχου Κωνσταντίνου, στον οποίον αφέθηκε η χρήση του παλιού σπιτιού. Μέχρι το τέλος του 19ου αι. το Τατόι είχε αποκτήσει δύο ναούς - Προφήτη Ηλία (1873) και Αναστάσεως (1899) - ένα υπασπιστήριο, μερικές οικίες για αυλικούς υπηρεσίας, ένα τηλεγραφείο, την κατοικία του διευθυντή, τρία συγκροτήματα εργατόσπιτων, ένα οινοποιείο, ένα βουτυροκομείο, τρεις στάβλους, αποθήκες, εργαστήρια και καταλύματα για τη Φρουρά. Ο παλιός ανεμόμυλος μετατράπηκε σε πύργο, μέσα στον οποίο διαρρυθμίστηκε ένα αρχαιολογικό μουσείο με τα ευρήματα των μικροανασκαφών στην περιοχή.
Το Τατόι είχε επίσης αποκτήσει 400 χιλιόμετρα οδικού δικτύου/αλεών, γέφυρες, άρτιο σύστημα υδροδότησης και πυρασφάλειας, καθώς και δύο μικρές τεχνητές λίμνες, τη Χήνα και την Κιθάρα. Δεδομένου ότι το διέσχιζε ο δημόσιος δρόμος της Χαλκίδας, το κτήμα είχε το χάνι του για τους περαστικούς. Απέκτησε επίσης ένα ξενοδοχείο, το «Τατόιον», που διαφημιζόταν στους ευρωπαϊκούς τουριστικούς οδηγούς της εποχής. Αρχιτέκτων της περιόδου αυτής ήταν ο Αναστάσιος Μεταξάς. Στα 1880, ο λόφος του Παλαιοκάστρου δεχτηκε το πρώτο του μνήμα (της Πριγκίπισσας Όλγας, που πέθανε σε ηλικία έξι μηνών), τριάντα τρία χρόνια προτού ενταφιασθεί εκεί, σε τάφο απέριττο, ο Γεώργιος Α΄.
Το ανάκτορο του Τατοΐου
Την πρώτη δεκαετία του 20ού αι. κτίστηκαν οι πέτρινοι στρατώνες, στα δε 1913/14, επί Κωνσταντίνου Α΄, το κτίριο του προσωπικού. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι παράλληλα με τον εξελληνισμό της Δυναστείας, το Τατόι έχανε την αρχική αισθητική του ομοιογένεια και οπωσδήποτε, όλο και πιο πολύ, τον βόρειο χαρακτήρα του.
Η μεγάλη πυρκαγιά του 1916 σηματοδότησε το τέλος της χρυσής εποχής. Κάηκε το μεγαλύτερο μέρος του δάσους, κάηκαν κατά εκατοντάδες τα ελάφια που ο Γεώργιος είχε εισαγάγει από την Ουγγαρία, οι ανακτορικοί στάβλοι, ο ναός του Προφήτη Ηλία, το μουσείο, το παλιό ανάκτορο.
Η ταραγμένη πολιτικά περίοδος που ακολούθησε δεν επέτρεπε την άμεση ανασυγκρότηση. Αυτή πραγματοποιήθηκε στα χρόνια της Α΄ Αβασίλευτης Δημοκρατίας, χάρη στη φροντίδα όλων των διαδοχικών κυβερνήσεων, χάρη επίσης στην επίβλεψη και την ικανότητα του νέου διευθυντή Βασιλείου Δρούβα (1925-1961).
Η ιστορία του Τατοΐου είναι ο άθλος της σχεδόν εκ του μηδενός δημιουργίας και, στη συνέχεια, διατήρησης ενός από τα πιο ωραία δάση της Αττικής στους πρόποδες της Πάρνηθας.
Σημερινή εικόνα του κτήματος
Tο Τατόι έχει την προϊστορία του, που ξεκινά από την Αρχαία Δεκέλεια - η θέση της οποίας συμπίπτει με το κεντρικό του τμήμα - και καταλήγει στα τρία οθωμανικά τσιφλίκια Τατόι, Μαχούνια και Λιόπεσι, που συνενώθηκαν το 1835 στα χέρια του Σκαρλάτου Σούτσου και επί δεκαετίες κατόπιν υπήρξαν κρησφύγετα ληστών. Όμως, η πραγματική του ιστορία αρχίζει το 1872, με την αγορά του από τον Γεώργιο Α΄.
Tο 1898, έπειτα από διαδοχικές αγορές, αλλά και με την παραχώρηση στον Βασιλέα από τη Βουλή ως ιδιωτική περιουσία τού πρώην εθνικού κτήματος Μπάφι, το Τατόι απέκτησε τη μέγιστη έκτασή του: 47.427 στρέμματα. Σε σχέση με τα 250.000 στρέμματα που κατείχε η οικογένεια Σούτσου και τα 300.000 του Ανδρέα Συγγρού το κτήμα του Βασιλέως δεν ήταν το μεγαλύτερο στην Αττική. Ως κτήμα αναψυχής ήταν, αντιθέτως, το πρώτο στην Ελλάδα.
Παράλληλα με τη στρεμματική του μεγέθυνση, προχώρησε δραστήρια η οργάνωση της διαχείρισής του και η ανάπτυξη της υποδομής του. Στα έργα αυτά, απολύτως πρωτοπόρα στην Ελλάδα της εποχής, προϊστάμενος ήταν ο Λουδοβίκος Μύντερ (1873-1892), Δανός δασολόγος και φιλέλληνας, καθώς και, στη συνέχεια, ο διάδοχός του στη διεύθυνση του κτήματος Ότο Βάισμαν (1893-1914). Πρώτα από όλα, όμως, το Τατόι είναι το προσωπικό δημιούργημα του Γεωργίου Α΄, που το σχεδίασε ως ένα κτήμα αναψυχής στο οποίο κυρίαρχο λόγο θα έχει το δάσος και δευτερεύοντα τα οικοδομήματα, προς μεγάλη απογοήτευση του Ερνστ Τσίλλερ, ο οποίος αρχικά εξέλαβε τον Γεώργιο ως έναν άλλο Λουδοβίκο της Βαυαρίας, και ήταν ο αρχιτέκτων της πρώτης βασιλικής κατοικίας.
Το πρώτο σπίτι που περατώθηκε το 1874 ήταν ένα απλό διώροφο σπίτι ελληνοελβετικού ρυθμού, με δίρρικτη στέγη, το οποίο παραδόξως προοριζόταν όχι ως ανάκτορο αλλά ως βασιλικός ξενώνας, χρήση για την οποία ουδέποτε διατέθηκε. Πάνω από το ήδη χαραγμένο περιβόλι, για το οποίο επελέγησαν φυτά από ολόκληρη τη Μεσόγειο, άρχισε να οικοδομείται από τον αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη, το 1884, το καθ' αυτό ανάκτορο, μιμούμενο μια έπαυλη του συγκροτήματος των ανακτόρων του Πέτερχοφ, στην Αγία Πετρούπολη, που ανήκε στον τσάρο Αλέξανδρο Β΄, θείο της βασίλισσας Όλγας.
Κατοικία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το νέο σπίτι πρωτοκατοικήθηκε από τον Γεώργιο το 1889, αμέσως δηλαδή μετά τον γάμο του Διαδόχου Κωνσταντίνου, στον οποίον αφέθηκε η χρήση του παλιού σπιτιού. Μέχρι το τέλος του 19ου αι. το Τατόι είχε αποκτήσει δύο ναούς - Προφήτη Ηλία (1873) και Αναστάσεως (1899) - ένα υπασπιστήριο, μερικές οικίες για αυλικούς υπηρεσίας, ένα τηλεγραφείο, την κατοικία του διευθυντή, τρία συγκροτήματα εργατόσπιτων, ένα οινοποιείο, ένα βουτυροκομείο, τρεις στάβλους, αποθήκες, εργαστήρια και καταλύματα για τη Φρουρά. Ο παλιός ανεμόμυλος μετατράπηκε σε πύργο, μέσα στον οποίο διαρρυθμίστηκε ένα αρχαιολογικό μουσείο με τα ευρήματα των μικροανασκαφών στην περιοχή.
Το Τατόι είχε επίσης αποκτήσει 400 χιλιόμετρα οδικού δικτύου/αλεών, γέφυρες, άρτιο σύστημα υδροδότησης και πυρασφάλειας, καθώς και δύο μικρές τεχνητές λίμνες, τη Χήνα και την Κιθάρα. Δεδομένου ότι το διέσχιζε ο δημόσιος δρόμος της Χαλκίδας, το κτήμα είχε το χάνι του για τους περαστικούς. Απέκτησε επίσης ένα ξενοδοχείο, το «Τατόιον», που διαφημιζόταν στους ευρωπαϊκούς τουριστικούς οδηγούς της εποχής. Αρχιτέκτων της περιόδου αυτής ήταν ο Αναστάσιος Μεταξάς. Στα 1880, ο λόφος του Παλαιοκάστρου δεχτηκε το πρώτο του μνήμα (της Πριγκίπισσας Όλγας, που πέθανε σε ηλικία έξι μηνών), τριάντα τρία χρόνια προτού ενταφιασθεί εκεί, σε τάφο απέριττο, ο Γεώργιος Α΄.
Το ανάκτορο του Τατοΐου
Την πρώτη δεκαετία του 20ού αι. κτίστηκαν οι πέτρινοι στρατώνες, στα δε 1913/14, επί Κωνσταντίνου Α΄, το κτίριο του προσωπικού. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι παράλληλα με τον εξελληνισμό της Δυναστείας, το Τατόι έχανε την αρχική αισθητική του ομοιογένεια και οπωσδήποτε, όλο και πιο πολύ, τον βόρειο χαρακτήρα του.
Η μεγάλη πυρκαγιά του 1916 σηματοδότησε το τέλος της χρυσής εποχής. Κάηκε το μεγαλύτερο μέρος του δάσους, κάηκαν κατά εκατοντάδες τα ελάφια που ο Γεώργιος είχε εισαγάγει από την Ουγγαρία, οι ανακτορικοί στάβλοι, ο ναός του Προφήτη Ηλία, το μουσείο, το παλιό ανάκτορο.
Η ταραγμένη πολιτικά περίοδος που ακολούθησε δεν επέτρεπε την άμεση ανασυγκρότηση. Αυτή πραγματοποιήθηκε στα χρόνια της Α΄ Αβασίλευτης Δημοκρατίας, χάρη στη φροντίδα όλων των διαδοχικών κυβερνήσεων, χάρη επίσης στην επίβλεψη και την ικανότητα του νέου διευθυντή Βασιλείου Δρούβα (1925-1961).
Комментарии