Μάρκος Βαμβακάρης - Η ΚΛΩΣΤΗΡΟΥ,1934 - Γιώργος Μακρής

preview_player
Показать описание
Κλωστηρού αποκαλούσαν στη Σύρο την εργάτρια σε νηματουργείο. Ο Μάρκος, όπως ξέρουμε ήδη από την «Αυτοβιογραφία» του, είχε από πολύ μικρός επαφή μ’ αυτούς τους χώρους δουλειάς. «Έφτασε και το 1912. Τότες, επήραν τον πατέρα μου στρατιώτη. Με παίρνει εμένα η μάνα και πάμε να πιάσουμε δουλειά σ’ ένα κλωστήριο του Δεληγιάννη. Έγκυος ήταν η μάνα, με τον κοιλιά δυο μέτρα. Άρχισε τη δουλειά στο βαφείο του κλωστηρίου και γω έκανα πακέτα τα νήματα. Η μάνα μου έπαιρνε τρισήμισι δραχμές την ημέρα και γω τρισήμισι δραχμές τη βδομάδα. Μ’ αυτά ζούσαμε στο σπίτι. Σε λίγους μήνες η μάνα γέννησε ένα κοριτσάκι. Εκεί στα κλωστήρια του Δεληγιάννη έκανα πακετάκια από κούκλες και ήταν πολλές νέες κοπέλες εργάτριες. Τις πείραζα, τις τσίμπαγα, τις εχάιδευα, τις έπιανα, έτσι χίλια δυο να πούμε. Κανά φιλάκι, κανά ξέρω γω τι, κι αυτές με φιλάγανε».
Αυτές τις παιδικές αναμνήσεις έχει συγκρατήσει ο Μάρκος μιαν 20ετία αργότερα, το 1934, μετατρέποντάς τες σε τραγούδι.
«Ανάμεσα στις εργάτριες που έπαιζαν ερωτικά μαζί του, ξεχώριζε μια κλωστηρού
κρητικής καταγωγής που ήταν ιδιαίτερα εκδηλωτική, τολμηρή και ερωτικά ενεργή.
Του εκδήλωνε την επιθυμία της πότε να μεγαλώσει ο μικρός Μάρκος για να έρθει
σε ερωτική επαφή μαζί της – “να τον κάνει άντρα της” όπως έλεγε.(…)
Πρόκειται βέβαια για ένα τραγούδι υμνητικό της βιομηχανικής εργάτριας του κλωστηρίου,
αλλά είναι συνάμα και τραγούδι ερωτικό, πράγμα όχι παράξενο, αφού το ερωτικό
στοιχείο συνδυάζεται κατά κανόνα με το θέμα του επαγγέλματος, στα λαϊκά
τραγούδια, κι έτσι το συνολικό αποτέλεσμα γίνεται πιο τρυφερό, πιο ελκυστικό και
καθολικότερου ενδιαφέροντος. Το τραγούδι αυτό είναι το πλουσιότερο σε
χρώματα τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη».

Στίχοι-Μουσική: Μάρκος Βαμβακάρης
Ερμηνεία: Γιώργος Μακρής
Βίντεο: Από την σειρά της ΕΡΤ 3 "Ρεμπέτικη Ιστορία" 2005
Παρουσίαση: Πάνος Σαββόπουλος & Νίκος Βολωνάκης

Daniel Goglin: (Γερμανός) Νέυ και κρουστά
Κωστής Παπαδάκης: Τζουρά
Γιώργος Χαρατσής: Μπουζούκι
Lena Svensson: (Σουηδή)τραγούδι
Γιώργος Μακρής :Κιθάρα-Τραγούδι
Robert Fols (Σουηδός)-Μπουζούκι
Φωτεινή Καράμπαμπα: Μπαγλαμά
Leif Eriksson (Σουηδός) ακορντεόν και τραγούδι.

Πότε μες τα κίτρινα ντυμένη σε κοιτάζω
το λυγερό σου το κορμί κάθουμαι και θαυμάζω
που μέρα νύχτα δε βγαίνεις απ’ το νου μου Ι
αχ μαυρομάτα μου τσαχπίνα κλωστηρού μου

Κόκκινα σαν βάλεις αδελφούλα
πως ήθελα να σ’ έβρισκα μέρος που να `χει ζούλα
μπλε όταν φορέσεις πως μ’ αρέσεις
και τη καρδιά μου κλωστηρού μου έχεις κλέψει

Πότε μες τα κίτρινα ντυμένη σε κοιτάζω
το λυγερό σου το κορμί κάθομαι και θαυμάζω
που μέρα νύχτα δε βγαίνεις απ’ το νου μου Ι
αχ μαυρομάτα μου τσαχπίνα κλωστηρού μου

Κόκκινα σαν βάλεις αδελφούλα
πως ήθελα να σ’ έβρισκα μέρος που να `χει ζούλα
μπλε όταν φορέσεις πως μ’ αρέσεις
και τη καρδιά μου κλωστηρού μου έχεις κλέψει
Рекомендации по теме
Комментарии
Автор

Ταξίμι θρηνητικό για το Μάρκο
Του Φλεβάρη οχτώ, που οι ψυχές αγρυπνούν
σιγανά η βροχή το λυγμό αρχινά
σιωπηλά στην ταβέρνα οι σκιές περπατούν
κι εσύ πια χαμένος στο πικρό πουθενά.
Ζεϊμπέκικο ζει και κρατεί τη μορφή σου
ευωδιάζει το κλάμα που εσύ θα το πεις
και τη φτώχεια τη μαύρη, πικρή αδερφή σου
τη γλεντάς, τη χορεύεις, στο κρασί θα την πιεις.
Κι όμως τούτο το ξόδι, το χρωστάς στον καιρό
σε μια γύρα θα φέρεις ζητιανιά ένα τάσι
να μαζέψεις του Χάρου βαρκάρη οβολό
σ’ ένα μάγκικο πάλι και πικρό χοροστάσι.
Μίνως Σωμαράκης

OrpheusDionysus
Автор

Ένα από τα ποιο όμορφα τραγούδια του Μάρκου, ερμηνευμένο από διεθνή …. Ορχήστρα.
για την ιστορία από αριστερά...Daniel Goglin (Γερμανός) Νέυ και κρουστά-Κωστής Παπαδάκης-Γιώργος Χαρατσής-Lena Svensson (Σουηδός)-Φωτεινή Καράμπαμπα-Leif Eriksson (Σουηδός) ακορντεόν και τραγούδι

OrpheusDionysus
Автор

«Έφτασε και το 1912. Τότες, επήραν τον πατέρα μου στρατιώτη. Με παίρνει εμένα η μάνα και πάμε να πιάσουμε δουλειά σ’ ένα κλωστήριο του Δεληγιάννη. Έγκυος ήταν η μάνα, με τον κοιλιά δυο μέτρα. Άρχισε τη δουλειά στο βαφείο του κλωστηρίου και γω έκανα πακέτα τα νήματα. Η μάνα μου έπαιρνε τρισήμισι δραχμές την ημέρα και γω τρισήμισι δραχμές τη βδομάδα. Μ’ αυτά ζούσαμε στο σπίτι. Σε λίγους μήνες η μάνα γέννησε ένα κοριτσάκι. Εκεί στα κλωστήρια του Δεληγιάννη έκανα πακετάκια από κούκλες και ήταν πολλές νέες κοπέλες εργάτριες. Τις πείραζα, τις τσίμπαγα, τις εχάιδευα, τις έπιανα, έτσι χίλια δυο να πούμε. Κανά φιλάκι, κανά ξέρω γω τι, κι αυτές με φιλάγανε».
Μάρκος Βαμβακάρης: «Αυτοβιογραφία»

OrpheusDionysus
Автор

«Έφτασε και το 1912. Τότε επήραν τον πατέρα μου στρατιώτη . Με παίρνει εμένα η μάνα και πάμε να πιάσουμε δουλειά σ’ ένα κλωστήριο, του Δεληγιάννη. Άρχισε η δουλειά μου στο βαφείο του κλωστηρίου κι εγώ έκανα πακέτα τα νήματα. Η μάνα μου έπαιρνε τρισήμισι δραχμές την ημέρα κι εγώ τρισήμισι δραχμές τη βδομάδα».
(Κεφάλαιο «Η μητέρα στο κλωστήριο», σελ. 172).
«Τότε, το 1912, πριν τελειώσω την τετάρτη τάξη, πήραν τον πατέρα μου στρατιώτη και άφησα το σχολειό για να πάω με τη μάνα στη δουλειά». «Έστω κι ένα δίφραγκο την εβδομάδα ήτανε μεγάλη δουλειά. Είχε το ψωμί τότες 35 λεπτά η οκά. Έδινες 65, 70 λεπτά κι έπαιρνες ένα διπλό ψωμί, διπλό, δυο οκάδες. Ήταν φτηνά ψωμιά, στρογγυλά, κουλούρες, φραντζόλες, άσπρο ψωμί χάσικο, φτηνό ψωμί, καλό ψωμί. Όταν αρχίνησε και γινότανε πιο ακριβή η ζωή, τότες αρχίσανε και βγάλανε το μαύρο το ψωμί…».
(Κεφάλαιο «Το ψωμί ψωμάκι», σελ. 227).

OrpheusDionysus