filmov
tv
Στράτος Διονυσίου - Τα μεγάλα λαϊκά

Показать описание
Ένας από τους κορυφαίους ερμηνευτές του λαϊκού τραγουδιού, με στιβαρή φωνή και μεγάλες διαχρονικές επιτυχίες.
Ο Στράτος Διονυσίου γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1935 στη Νιγρίτα Σερρών, από γονείς μικρασιάτες πρόσφυγες. Από μικρός βγήκε στη βιοπάλη και το 1947 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Δούλεψε ως μικροπωλητής, εργάτης και ράφτης, προτού ασχοληθεί με το τραγούδι.
Η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση έγινε στο κέντρο «Φαρίντα» της Θεσσαλονίκης, όπου έκανε αίσθηση με την πλούσια και τη γεμάτη φωνή του, με τη χαρακτηριστική και υπέροχη βραχνάδα.
Εκεί γνώρισε και τη σύντροφο της ζωής του Γεωργία Λαβένη, με την οποία ανέβηκε στα σκαλιά της εκκλησίας το 1955.
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα και να κατέβει στην Αθήνα, όπως και τόσοι άλλοι καλλιτέχνες από τη Θεσσαλονίκη. Συνεργάζεται αρχικά με την Καίτη Γκρέυ και το 1959 εμφανίζεται στη δισκογραφία με το τραγούδι του Σταύρου Χατζιδάκη και του Χρήστου Κολοκοτρώνη «Εγω δεν είμαι ένοχος».
Ο κόσμος άρχισε να τον γνωρίζει και οι δισκογραφικές εταιρείες δεν άργησαν να τον ανακαλύψουν. Υπογράφει συμβόλαιο με την «Κολούμπια» και κάνει τις πρώτες επιτυχίες του. Το όνομά του άρχισε να γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό και οι μεγάλοι δημιουργοί του λαϊκού τραγουδιού άρχισαν να του εμπιστεύονται παλιές τους επιτυχίες, οι οποίες κυκλοφόρησαν σε δεύτερη εκτέλεση με τη φωνή του.
Το 1967 είναι μια χρονιά σταθμός για την καριέρα του, καθώς γνωρίζεται με τον Άκη Πάνου, ο οποίος του γράφει μερικές από τις μεγάλες του επιτυχίες: «Γιατί, καλέ γειτόνισσα» (1968), «Φέρτε το παιδί του χάρου» (1971), «Στο σταθμό του Μονάχου» (1972), «Ήταν ψεύτικα» (1972), «Μια γυναίκα» (1984), «Ασ’ τη να φύγει» (1984) κ.ά.
Ο Μίμης Πλέσσας τον ανακαλύπτει, όταν τραγουδά στο κέντρο «Σου-Μου» της Ιεράς Οδού δίπλα στην Ανθούλα Αλιφραγκή και του δίνει να τραγουδήσει το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, που έγραψε για την ταινία «Ορατότης μηδέν» με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο. Το τραγούδι σημείωσε τεράστια επιτυχία πριν ακόμη βγει το φιλμ στους κινηματογράφους στις αρχές του 1970. Ακολούθησαν όμως κι άλλοι, πολλοί δίσκοι, με τραγούδια που έγιναν το ίδιο ή και ακόμη πιο μεγάλες επιτυχίες: «Ο παλιατζής» (1969) και «Αγάπη μου επικίνδυνη» (1969) των Αντώνη Ρεπάνη και Δημήτρη Γκούτη και «Αφιλότιμη» (1972) των Γιώργου Χατζηνάσιου και Τάσου Οικονόμου.
Σε μία περίοδο που η καριέρα του είχε απογειωθεί, ο Στράτος έμπλεξε σε μια υπόθεση ναρκωτικών, που ο ίδιος τη χαρακτήρισε πλεκτάνη.
Με τη βοήθεια του στενού του φίλου Τόλη Βοσκόπουλου, που μεσουρανούσε εκείνη την περίοδο στις πίστες, κατόρθωσε να σταθεί στα πόδια του και να επανέλθει σύντομα στο προσκήνιο με διαχρονικές επιτυχίες, όπως τα τραγούδια «Τα πήρες όλα» (1981) και «Και λέγε λέγε» (1981) των Θανάση Πολυκανδριώτη και Γιάννη Πάριου, «Άκου, βρε φίλε» (1982) των Τάκη Σούκα και Κώστα Κοφινιώτη, «Ο Σαλονικιός» (1985) και «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα» (1985) των Τάκη Σούκα και Κώστα Κοφινιώτη, «Εγώ ο ξένος» (1988) και «Λέγε με παλιόπαιδο» (1988) του Τάκη Μουσαφίρη. Ακολούθησε μια πολύχρονη συνεργασία με τη Μαρίνα Βλαχάκη και τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του πάνω στην πίστα δίπλα του ήταν η Κική Λουκά. Ο Στράτος Διονυσίου πέθανε από ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής το πρωί της 11ης Μαΐου 1990, σε ηλικία 55 ετών. Άφησε την τελευταία του πνοή κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».
Το προηγούμενο βράδυ είχε εμφανισθεί κανονικά στο κέντρο του «Στράτος» της οδού Φιλελλήνων, ενώ νωρίτερα είχε ηχογραφήσει τραγούδια για το νέο του δίσκο, που κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του, με τον τίτλο «Ποιός άλλος;» και συνθέσεις του Τάκη Μουσαφίρη. Η κηδεία του ήταν πάνδημη και την παρακολούθησαν χιλιάδες θαυμαστών του στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας.
Ο Στράτος Διονυσίου έχει τραγουδήσει περισσότερα από 5.000 τραγούδια στο πάλκο, και ο αστικός μύθος λέει ότι μπορούσε να ξεκινά την ηχογράφηση ενός τραγουδιού το μεσημέρι και μέχρι το απόγευμα να έχει ολοκληρώσει ολόκληρο τον δίσκο.
“Υπήρξε ένας μεγάλος, λαϊκός τραγουδιστής. Στάθηκε για τριάντα ολόκληρα χρόνια αγωνιστής του κλασικού και αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού, που το υπερασπίσθηκε δυναμικά, σταθερά και με μεγάλη συνέπεια. Το κενό που αφήνει ο Στράτος Διονυσίου, αυτός ο ακούραστος εργάτης του λαϊκού τραγουδιού, είναι δυσαναπλήρωτο” είπε ο Στέλιος Καζαντζίδης για την απώλεια της 11ης Μαΐου 1990.
Το φαινόμενο Διονυσίου αξίζει ιδιαίτερη προσοχή. Η μεγάλη έκταση της φωνής του, η βραχνάδα του, η δυνατότητα αλλαγής έκφρασης και ύφους ανάλογα με το θέμα του τραγουδιού, ήταν κάτι το ανεπανάληπτο. Το χάρισμα που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους δημιουργούς των τραγουδιών του Στράτου, ήτανε η ικανότητά του να ηχογραφεί ταχύτατα τα τραγούδια τους, με τον δικό του μοναδικό τρόπο.
Είναι αδιαμφισβήτητα ένας τραγουδιστής αξεπέραστος.
Ο Διονυσίου έζησε τρεις δεκαετίες μέσα στην επιτυχία, την αναγνώριση και την καταξίωση. Αγάπησε το πάλκο όσο κανείς. Στην πίστα ήτανε αξεπέραστος και τα διάφορα προσωνύμια που του απέδιδαν οι συνάδελφοί του κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν.
Ο Στράτος Διονυσίου γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1935 στη Νιγρίτα Σερρών, από γονείς μικρασιάτες πρόσφυγες. Από μικρός βγήκε στη βιοπάλη και το 1947 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Δούλεψε ως μικροπωλητής, εργάτης και ράφτης, προτού ασχοληθεί με το τραγούδι.
Η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση έγινε στο κέντρο «Φαρίντα» της Θεσσαλονίκης, όπου έκανε αίσθηση με την πλούσια και τη γεμάτη φωνή του, με τη χαρακτηριστική και υπέροχη βραχνάδα.
Εκεί γνώρισε και τη σύντροφο της ζωής του Γεωργία Λαβένη, με την οποία ανέβηκε στα σκαλιά της εκκλησίας το 1955.
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα και να κατέβει στην Αθήνα, όπως και τόσοι άλλοι καλλιτέχνες από τη Θεσσαλονίκη. Συνεργάζεται αρχικά με την Καίτη Γκρέυ και το 1959 εμφανίζεται στη δισκογραφία με το τραγούδι του Σταύρου Χατζιδάκη και του Χρήστου Κολοκοτρώνη «Εγω δεν είμαι ένοχος».
Ο κόσμος άρχισε να τον γνωρίζει και οι δισκογραφικές εταιρείες δεν άργησαν να τον ανακαλύψουν. Υπογράφει συμβόλαιο με την «Κολούμπια» και κάνει τις πρώτες επιτυχίες του. Το όνομά του άρχισε να γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό και οι μεγάλοι δημιουργοί του λαϊκού τραγουδιού άρχισαν να του εμπιστεύονται παλιές τους επιτυχίες, οι οποίες κυκλοφόρησαν σε δεύτερη εκτέλεση με τη φωνή του.
Το 1967 είναι μια χρονιά σταθμός για την καριέρα του, καθώς γνωρίζεται με τον Άκη Πάνου, ο οποίος του γράφει μερικές από τις μεγάλες του επιτυχίες: «Γιατί, καλέ γειτόνισσα» (1968), «Φέρτε το παιδί του χάρου» (1971), «Στο σταθμό του Μονάχου» (1972), «Ήταν ψεύτικα» (1972), «Μια γυναίκα» (1984), «Ασ’ τη να φύγει» (1984) κ.ά.
Ο Μίμης Πλέσσας τον ανακαλύπτει, όταν τραγουδά στο κέντρο «Σου-Μου» της Ιεράς Οδού δίπλα στην Ανθούλα Αλιφραγκή και του δίνει να τραγουδήσει το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, που έγραψε για την ταινία «Ορατότης μηδέν» με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο. Το τραγούδι σημείωσε τεράστια επιτυχία πριν ακόμη βγει το φιλμ στους κινηματογράφους στις αρχές του 1970. Ακολούθησαν όμως κι άλλοι, πολλοί δίσκοι, με τραγούδια που έγιναν το ίδιο ή και ακόμη πιο μεγάλες επιτυχίες: «Ο παλιατζής» (1969) και «Αγάπη μου επικίνδυνη» (1969) των Αντώνη Ρεπάνη και Δημήτρη Γκούτη και «Αφιλότιμη» (1972) των Γιώργου Χατζηνάσιου και Τάσου Οικονόμου.
Σε μία περίοδο που η καριέρα του είχε απογειωθεί, ο Στράτος έμπλεξε σε μια υπόθεση ναρκωτικών, που ο ίδιος τη χαρακτήρισε πλεκτάνη.
Με τη βοήθεια του στενού του φίλου Τόλη Βοσκόπουλου, που μεσουρανούσε εκείνη την περίοδο στις πίστες, κατόρθωσε να σταθεί στα πόδια του και να επανέλθει σύντομα στο προσκήνιο με διαχρονικές επιτυχίες, όπως τα τραγούδια «Τα πήρες όλα» (1981) και «Και λέγε λέγε» (1981) των Θανάση Πολυκανδριώτη και Γιάννη Πάριου, «Άκου, βρε φίλε» (1982) των Τάκη Σούκα και Κώστα Κοφινιώτη, «Ο Σαλονικιός» (1985) και «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα» (1985) των Τάκη Σούκα και Κώστα Κοφινιώτη, «Εγώ ο ξένος» (1988) και «Λέγε με παλιόπαιδο» (1988) του Τάκη Μουσαφίρη. Ακολούθησε μια πολύχρονη συνεργασία με τη Μαρίνα Βλαχάκη και τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του πάνω στην πίστα δίπλα του ήταν η Κική Λουκά. Ο Στράτος Διονυσίου πέθανε από ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής το πρωί της 11ης Μαΐου 1990, σε ηλικία 55 ετών. Άφησε την τελευταία του πνοή κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».
Το προηγούμενο βράδυ είχε εμφανισθεί κανονικά στο κέντρο του «Στράτος» της οδού Φιλελλήνων, ενώ νωρίτερα είχε ηχογραφήσει τραγούδια για το νέο του δίσκο, που κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του, με τον τίτλο «Ποιός άλλος;» και συνθέσεις του Τάκη Μουσαφίρη. Η κηδεία του ήταν πάνδημη και την παρακολούθησαν χιλιάδες θαυμαστών του στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας.
Ο Στράτος Διονυσίου έχει τραγουδήσει περισσότερα από 5.000 τραγούδια στο πάλκο, και ο αστικός μύθος λέει ότι μπορούσε να ξεκινά την ηχογράφηση ενός τραγουδιού το μεσημέρι και μέχρι το απόγευμα να έχει ολοκληρώσει ολόκληρο τον δίσκο.
“Υπήρξε ένας μεγάλος, λαϊκός τραγουδιστής. Στάθηκε για τριάντα ολόκληρα χρόνια αγωνιστής του κλασικού και αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού, που το υπερασπίσθηκε δυναμικά, σταθερά και με μεγάλη συνέπεια. Το κενό που αφήνει ο Στράτος Διονυσίου, αυτός ο ακούραστος εργάτης του λαϊκού τραγουδιού, είναι δυσαναπλήρωτο” είπε ο Στέλιος Καζαντζίδης για την απώλεια της 11ης Μαΐου 1990.
Το φαινόμενο Διονυσίου αξίζει ιδιαίτερη προσοχή. Η μεγάλη έκταση της φωνής του, η βραχνάδα του, η δυνατότητα αλλαγής έκφρασης και ύφους ανάλογα με το θέμα του τραγουδιού, ήταν κάτι το ανεπανάληπτο. Το χάρισμα που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους δημιουργούς των τραγουδιών του Στράτου, ήτανε η ικανότητά του να ηχογραφεί ταχύτατα τα τραγούδια τους, με τον δικό του μοναδικό τρόπο.
Είναι αδιαμφισβήτητα ένας τραγουδιστής αξεπέραστος.
Ο Διονυσίου έζησε τρεις δεκαετίες μέσα στην επιτυχία, την αναγνώριση και την καταξίωση. Αγάπησε το πάλκο όσο κανείς. Στην πίστα ήτανε αξεπέραστος και τα διάφορα προσωνύμια που του απέδιδαν οι συνάδελφοί του κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν.
Комментарии