filmov
tv
Η μικρή αυλή - Κοσμάς Λεοντιάδης

Показать описание
Η ΜΙΚΡΗ ΑΥΛΗ
Η μικρή αυλή με το μπλε ξύλινο φράχτη και τα βυσσινί τριαντάφυλλα,
πάντα ξένοιαστη, ανέμελη, γεμάτη παιδικές φωνές και νιαουρίσματα.
Χαραγμένος ο διάδρομος και τα πολύχρωμα πλακάκια του απ' τα κοπιαστικά βήματα του πατέρα και το γλυκό καλωσόρισμα της μάνας κάθε απόβραδο.
Τη ζήλευα όποτε περνούσα. Καθόμουν και χάζευα τα λουλούδια της, την καθάρια της όψη, τη δροσιά της στις ζεστές μέρες του καλοκαιριού.
Θαύμαζα, χωρίς να ξέρω, αυτά τα άγια χέρια της κυράς της, που την έκαναν τόσο, μα τόσο όμορφη, τόσο ελκυστική για τον κάθε περαστικό.
Την αγαπούσα αυτή τη μικρή αυλή, χωρίς να γνωρίζω το γιατί.
Σταματούσα και κοίταζα τα δώρα της φύσης και το μεράκι των ανθρώπων.
Έβλεπα τα παιδιά της να παίζουν ξένοιαστα, να ρουφάνε τη ζωή, το παιχνίδι.
Μπροστά στη μικρή αυλή ένοιωθα το μεγαλείο της ύπαρξης, το νόημα της χαράς, της ευτυχίας που προσφέρει απλόχερα η ειρήνη της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων.
Έπιανα τον εαυτό μου σε έπαρση απέραντης ευγνωμοσύνης για τη ζωή, για τα όνειρα που γεννάει ο ήσυχος ύπνος μιας καθαρής και τίμιας ημέρας του μόχθου, γεμάτα μυρωδιές από τα λουλούδια της αυλής.
Κρατούσα μέσα μου τα κυριακάτικα πρωινά με τη σπιτική λεμονάδα και τον καφέ στο χοντρό φλυτζάνι της απόλαυσης.
Πέρασαν τα χρόνια. Έφυγα.
Η μικρή αυλή γυρνούσε πολλές φορές στα καλύτερα όνειρά μου,
ανάμεσα στην πεζή και αγχώδη πραγματικότητα,στη μοναξιά των αναζητήσεων που μόνιμα ψάχνουν την ελπίδα μιας άλλης κοινωνίας με πολλά λουλούδια, πολλά βιβλία, πολλά τραγούδια
και χιλιάδες παιδιά να ρουφάνε το νέκταρ της γης των ανθρώπων.
Κάποιες στιγμές αγανακτούσα, θύμωνα, μα γρήγορα προσγειωνόμουν στα "πρέποντα" που επέβαλε η κρατούσα νομιμότητα των υποταγμένων.
Δεν ξεχνούσα όμως. Η αυλή του ονείρου με κρατούσε ακόμα ζωντανό.
Υποταγμένο, αλλά ζωντανό. Αδύναμο, αλλά συνάμα έτοιμο αν χρειαζόταν να ανοίξω τα φτερά μου για το αύριο της ζωής μας.
Η μικρή αυλή με το μπλε ξύλινο φράχτη και τα βυσσινί τριαντάφυλλα,
πάντα ξένοιαστη, ανέμελη, γεμάτη παιδικές φωνές και νιαουρίσματα.
Χαραγμένος ο διάδρομος και τα πολύχρωμα πλακάκια του απ' τα κοπιαστικά βήματα του πατέρα και το γλυκό καλωσόρισμα της μάνας κάθε απόβραδο.
Τη ζήλευα όποτε περνούσα. Καθόμουν και χάζευα τα λουλούδια της, την καθάρια της όψη, τη δροσιά της στις ζεστές μέρες του καλοκαιριού.
Θαύμαζα, χωρίς να ξέρω, αυτά τα άγια χέρια της κυράς της, που την έκαναν τόσο, μα τόσο όμορφη, τόσο ελκυστική για τον κάθε περαστικό.
Την αγαπούσα αυτή τη μικρή αυλή, χωρίς να γνωρίζω το γιατί.
Σταματούσα και κοίταζα τα δώρα της φύσης και το μεράκι των ανθρώπων.
Έβλεπα τα παιδιά της να παίζουν ξένοιαστα, να ρουφάνε τη ζωή, το παιχνίδι.
Μπροστά στη μικρή αυλή ένοιωθα το μεγαλείο της ύπαρξης, το νόημα της χαράς, της ευτυχίας που προσφέρει απλόχερα η ειρήνη της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων.
Έπιανα τον εαυτό μου σε έπαρση απέραντης ευγνωμοσύνης για τη ζωή, για τα όνειρα που γεννάει ο ήσυχος ύπνος μιας καθαρής και τίμιας ημέρας του μόχθου, γεμάτα μυρωδιές από τα λουλούδια της αυλής.
Κρατούσα μέσα μου τα κυριακάτικα πρωινά με τη σπιτική λεμονάδα και τον καφέ στο χοντρό φλυτζάνι της απόλαυσης.
Πέρασαν τα χρόνια. Έφυγα.
Η μικρή αυλή γυρνούσε πολλές φορές στα καλύτερα όνειρά μου,
ανάμεσα στην πεζή και αγχώδη πραγματικότητα,στη μοναξιά των αναζητήσεων που μόνιμα ψάχνουν την ελπίδα μιας άλλης κοινωνίας με πολλά λουλούδια, πολλά βιβλία, πολλά τραγούδια
και χιλιάδες παιδιά να ρουφάνε το νέκταρ της γης των ανθρώπων.
Κάποιες στιγμές αγανακτούσα, θύμωνα, μα γρήγορα προσγειωνόμουν στα "πρέποντα" που επέβαλε η κρατούσα νομιμότητα των υποταγμένων.
Δεν ξεχνούσα όμως. Η αυλή του ονείρου με κρατούσε ακόμα ζωντανό.
Υποταγμένο, αλλά ζωντανό. Αδύναμο, αλλά συνάμα έτοιμο αν χρειαζόταν να ανοίξω τα φτερά μου για το αύριο της ζωής μας.
Комментарии